«Ηταν μια ωραία ιδέα…»
Με αυτά τα λόγια, όπως μελαγχολικά επαναλαμβάνονται από τον Ζανό του (αριστουργηματικού) Ζαν Γκαμπέν σε ένα βαθιά μελαγχολικό φινάλε, ολοκληρώνεται μια από τις πιο θρυλικές γαλλικές ταινίες όλων των εποχών. Αυτή που ο Ζιλιέν Ντιβιβιέ γύρισε ακριβώς πάνω στην άνοδο του Λαϊκού Μετώπου στην κυβέρνηση το 1936 με επικεφαλής τον Λεόν Μπλουμ, σε μια εποχή όπου το όνειρο της εργατικής τάξης μπορούσε να βρει χώρο για να γεννηθεί, πριν κατατροπωθεί από τις ίδιες του τις εσωτερικές δυνάμεις με διαφωνίες που θα έφερναν μόλις δύο χρόνια μετά την άνοδο του στην εξουσία και το οριστικό του τέλος.
Προφητική, η ταινία του Ντιβιβιέ ξεκινάει με το βλέμμα στραμμένο στην εργατική τάξη του Παρισιού, στις κοπέλες που δουλεύουν στις βιοτεχνίες και τα αγόρια που χωρίς δουλειά και στον ήλιο μοίρα προσπαθούν να βγάλουν την κάθε μέρα. Μια παρέα πέντε φίλων πρέπει να κρύψουν τον Μάριο, έναν από αυτούς, που τον κυνηγάει η Αστυνομία κατηγορούμενο για ένα φόνο την ίδια στιγμή που πληροφορούνται πως έχουν κερδίσει 100.000 φράγκα από ένα λαχείο που μόλις κληρώθηκε. Μαζί θα αποφασίσουν να αγοράσουν ένα σπίτι στις όχθες του Σηκουάνα και εκεί να φτιάξουν με τα χέρια τους ένα εστιατόριο γιορτάζοντας με αυτόν τον τρόπο και την ανεξαρτησία τους από τα αφεντικά αλλά και τη διάθεση τους να γίνει το εξοχικό τους κέντρο ένας τόπος συνάντησης για τους φίλους της εργατικής τάξης.
Και όλα θα κυλήσουν όπως πρέπει μέχρι τη στιγμή που το όνειρο (νομοτελειακά) θα αρχίσει να διαβρώνεται. Ο Ζακ θα ερωτευτεί την αρραβωνιαστικιά του Μάριο και θα αποφασίσει να εγκαταλείψει το «όνειρο», ο Μάριο, Ισπανός πρόσφυγας, μετράει αντίστροφα το 48ωρο της απέλασης του, ο Ζανό θα ερωτευτεί τη γυναίκα του Σαρλ και ο Ρέιμοντ, η ψυχή της παρέας θα γίνει η τραγική φιγούρα των εγκαινίων του μαγαζιού ακριβώς τη στιγμή που καρφώνει τη σημαία των εργατών στο πιο ψηλό σημείο του εστιατορίου της παρέας.
Με εξάρσεις ανεπαίσθητης αλλά βαθιά συγκινητικής ποιητικής γραφής (ο ποιητικός ρεαλισμός του Μαρσέλ Καρνέ θα ερχόταν λίγο πιο μετά στο τέλος της δεκαετίας), ο Ντιβιβιέ σε κάθε περίπτωση κάνει ρεαλισμό - και τι ενδιαφέρον που κάνει σχεδόν (ιταλικό) νεορεαλισμό πριν αυτός γεννηθεί σε μια βαθιά πολιτική ταινία που δεν αποστρέφει στιγμή το βλέμμα της από τον άνθρωπο. Buddy movie που στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παρέα των πέντε εργατών που θα προσπαθήσουν να κάνουν πραγματικότητα τις αρχές της συνεργατικότητας και της αλληλεγγύης, κάνει focus στις ιστορίες των ηρώων του, φτιάχοντας τον οδηγό επιβίωσης της κοινωνίας της εποχής, τον τρόπο με τον οποιό η εργατική τάξη ήξερε να αντιμετωπίζει τα άλυτα προβλήματα της καθημερινότητας, να χαίρεται και να διασκεδάζει με τις απλές χαρές της ζωής.
Ολες οι σκηνές στην υπό κατασκευή «guinguette» (όπως ονομάζονται τα κέντρα διασκέδασης στις όχθες του Σηκουάνα) θυμίζουν κάτι από ένα παραμύθι της Disney με τους πέντε φίλους να φέρνουν κάτι από τους επτά νάνους της Χιονάτης. Σε μια από τις διασημότερες σκηνές της ταινίας, το αυτοσχέδιο τραγούδι του Ζανό δίπλα στο ποτάμι γίνεται μια ανάσα ανάτασης και ελευθερίας για έναν ολόκληρο λαό που μπορεί και να πίστεψε για λίγο στο όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Σε αντίθεση όμως με τον Ρενουάρ που την ίδια εποχή σκηνοθετεί το ειδυλλιακό και ποτισμένο με οπτιμισμό «Εγκλημα του Κύριου Λανζ», ο Ντιβιβιέ αποδεικνύεται πεσιμιστής, βυθίζοντας μέσα στη μελαγχολία το τέλος των ψευδαισθήσεων.
Με σκηνές που σου ραγίζουν την καρδιά (η ανεμοθύελλα που θα καταστρέψει το εστιατόριο, η σκηνή όπου η παρέα κρύβει από την αρραβωνιαστικιά του Μάριο το άδοξο τέλος της παραμονής τους στη Γαλλία), αλλά και μια σκληρή αναπαράσταση ενός κόσμου που είναι ταυτόχρονα δοσμένος στην προδοσία, το εύκολο χρήμα - εδώ η απεικόνιση των γυναικών δείχνει και τα χρόνια της ταινίας αλλά και την έμφαση του Ντιβιβιέ στα ανθρώπινα πάθη που επικρατούν της «σοσιαλιστικής» δικαιοσύνης - οι «Ιστορίες του Σηκουάνα» κατέληξαν να έχουν δύο φινάλε: ένα αποκαρδιωτικό όπως αυτό που μοιάζει να ανήκει πλέον στο final cut της ταινίας και ένα εύχαριστο που έπαιξε και διατηρήθηκε μέχρι το 2006 μετά από επιθυμία των παραγωγών.
Καμία επιλογή, μόνο πεσιμισμός.
Οταν ο Ζαν Γκαμπέν - ενσαρκώνοντας ολιστικά ολόκληρη την αγωνιστική Γαλλία (λίγο αργότερα θα μεγαλουργήσει ξανά στο «Ξημερώνει») - αναφωνεί «Ηταν μια ωραία ιδέα…» στο φινάλε της ταινίας, μοιάζει να περιγράφει όχι μόνο το τέλος του Λαϊκού Μετώπου ή την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε καν κάθε επανάσταση που έληξε άδοξα μπροστά στο ανθρώπινο πάθος για επικράτηση. Περισσότερο από οτιδήποτε περιγράφει αυτήν την ανεξίτηλη πίστη της τέχνης στην ανθρώπινη δύναμη που υπό συνθήκες μπορεί να νικήσει την αδίστακτη ροή της Ιστορίας, αλλά δεν τα καταφέρνει. Και η ζωή επιστρέφει στην αρχή, στον εφιάλτη, στο σκοτάδι - γιατί τα φώτα κλείνουν στις 9 το βράδυ και το μοναδικό φως που μπορείς να εμπιστευτείς είναι αυτό των φίλων σου, όσων ελπίζουν και ονειρεύονται μαζί σου. Με ημερομηνία λήξης, αλλά για όσο διαρκεί είναι (και θα είναι) το ωραιότερο όνειρο.