Το σινεμά του Γιάννη Σμαραγδή είναι φτιαγμένο από καλολογικά στοιχεία. Ολες οι ταινίες του θα μπορούσαν να είναι μια σειρά από εικονογραφημένες ατάκες που ανήκουν κάθε φορά στους «μεγάλους» ήρωές που τον επισκέπτονται, είτε αυτός είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης, είτε ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, είτε ο Ιωάννης Βαρβάκης, είτε αυτός ο πιο πρόσφατος Νίκος Καζαντζάκης. Ενα σινεμά που δεν αφηγείται, αλλά ούτε περιγράφει, ούτε ενδιαφέρεται και ούτε ξέρει τις έννοιες της δραματουργίας, της συνέχειας, του χτισίματος ενός χαρακτήρα, της έστω κινηματογραφικής ανάγνωσης μιας ιστορίας από την αρχή μέχρι το τέλος. Ενα σινεμά που μπερδεύει το συναίσθημα με την φτηνή λογοτεχνίζουσα εξόρυξη αισθημάτων από τη μεγάλη δεξαμενή της απλοϊκής εξομοίωσης των μεγάλων ιδεών με τις καθημερινές αγωνίες. Ενα σινεμά φτιαγμένο από καλολογικά στοιχεία. Μόνο. Και τίποτα άλλο.

Με κάποιο τρόπο ο «Καζαντζάκης», ακόμη περισσότερο και από τον «Καβάφη» ή τον «El Greco» είναι και το αποκορύφωμα αυτού του είδους της «σμαραγδικής» βιογραφίας που αποτελείται κάθε φορά από ένα τολμηρό όσο να πεις mash-up ατάκτως ερριμμένων αληθινών ιστορικών γεγονότων, μυθοπλαστικών αυθαιρεσιών, ψυχαναλυτικών αναλύσεων νηπιακού επιπέδου, ρομάντζου τύπου άρλεκιν, (φυσικά) εθνικής περηφάνειας και ειδικά εδώ (βλ. το αδιανόητο φινάλε) κάτι από ένα υπερηρωικό b-movie που προσπαθεί να συνθέσει το δικό του expanded universe μέσα στα άδυτα της φιλμογραφίας του Γιάννη Σμαραγδή.

Ο «Καζαντζάκης» δεν έχει φυσικά υπόθεση. Με voice-over που βασίζεται κατά κύριο λόγο σε αποφθέγματα από την «Αναφορά στο Γκρέκο» (με την έγκριση των εκδόσεων Καζαντζάκη, αν για οποιοδήποτε λόγο καθώς βλέπετε την ταινία αναρωτηθείτε), αυτό που παρακολουθούμε είναι κομμάτια της ζωής του λογοτέχνη από τα παιδικά του χρόνια στην Κρήτη μέχρι και το θάνατό του στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, με έναν υποτυπώδη συνεκτικό ιστό όλων των κομματιών του βίου του τα τελευταία χρόνια της ζωής του συγγραφέα που έζησε μαζί με τη σύζυγό του Ελένη στην Αντίμπ της Νότιας Γαλλίας.

Πιστός στο σινεμά της υπερβολής, της γραφικότητας και όλων των φτηνών τεχνασμάτων που οδηγούν αργά η γρήγορα στο γκροτέσκο, ο Γιάννης Σμαραγδής αφηγείται κάτι που λειτουργεί μόνο ως δική του εκδοχή πάνω στο βίο και την πολιτεία ενός από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες όλων των εποχών, εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Και αυτό, από μια άποψη, κάνει τον «Καζαντζάκη» μια ταινία δημιουργού και όχι μια τηλεοπτικών προδιαγραφών βιογραφία, ανεξάρτητα από το γεγονός πως αν είχες να διαλέξεις ανάμεσα στα δύο θα προτιμούσες σίγουρα το δεύτερο.

Το κύριο χαρακτηριστικό του κατά τον Γιάννη Σμαραγδή Νίκου Καζαντζάκη είναι ότι παίζει ξεκάθαρα σε μια ταινία τρόμου, αφού είναι συνεχώς με τα μάτια γουρλωμένα, τρομοκρατημένος απέναντι σε κάθε θηριωδία της ζωής, ένα παιδί σαν αυτό που σε μια από τις αρχικές, ήδη άβολα άτεχνες σκηνές της ταινίας, ο πατέρας του το αναγκάζει να προσκυνήσει ένα κρεμασμένο πτώμα, να αφουγκραστεί τη φωνή του παππού του μέσα από ένα τάφο, να υποστεί τιμωρία επειδή απεβλήθη από το σχολείο... Τραυματισμένος (κυριολεκτικά και μεταφορικά) όπως και να το κάνεις, από τις παραπάνω αποτρόπαιες καταστάσεις, αλλά εδώ πληγωμένος και από τον πραγματικά κιτς τρόπο με τον οποίο ο Σμαραγδής τον απεικονίζει ως έφηβο και αργότερα ως προβληματικό (βουδιστή) εραστή ή έναν τρελό στη μέση μιας (green screen) ερήμου, ο Καζαντζάκης αυτής της ταινίας είναι πολλά πράγματα – ίσως απλά όχι όλα αυτά που ήταν στην πραγματικότητα ο Καζαντζάκης.

Γραμμένος σαν ήρωας ενός φωτορομάντζου που έχει απομνημονεύσει ατάκες που δεν πιστεύεις ούτε μια στιγμή ότι του ανήκουν, ο ήρωας του «Καζαντζάκη» ερμηνεύεται με τον ίδιο επιφανειακό, απλοϊκό, μονοδιάστατο (της μίας έκφρασης) και τόσο βασανισμένο που τελικά μοιάζει ψεύτικο τρόπο με τον οποίο έχει γραφτεί, από τον Οδυσσεά Παπασπηλιόπουλο. Ισως ελαφρά πιο ανεκτά από την κυριολεκτικά αδιανόητη απεικόνιση του κυρίαρχου πρωταγωνιστικά Αγγελου Σικελιανού που τον υποδύεται ξέφρενα ο Νίκος Καρδώνης σε μια έξαρση ενός διαρκώς απ-ενοχοποιημένου drag show – δίνοντας το τέμπο σε όλες τις ανδρικές ερμηνείες, είτε αυτή είναι η slow motion απάθεια του Ζιλ Ντασέν – Αλέξανδρου Κολλάτου, είτε η τόση πνευματικότητα που νιώθεις να εξαϋλώνεσαι από την υπερβολή του Στάθη Ψάλτη, είτε η με οδοντοστοιχία που αστράφτει faux λαϊκότητα του Γιώργου Ζορμπά όπως τον «χορεύει» ο Θοδωρής Αθερίδης.

Οι γυναίκες του Καζαντζάκη είναι ειδικό κεφάλαιο, όχι μόνο επειδή είναι το ίδιο αδιάφορες όσο και τα καλοσιδερωμένα (παρά τις κατοχές, τις πείνες και την εξαθλίωση) ρούχα όλων των ηθοποιών, αλλά γιατί είτε ως πηγή γέλιου, είτε στα όρια του μισογυνισμού, παρουσιάζονται σε αυτή τη βιογραφία με έναν τρόπο που παίζει συνεχώς με τα όρια της προσβολής απέναντι στα πραγματικά πρόσωπα αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η γυναίκα στο τότε και το σήμερα μιας χώρας. Και φυσικά δεν εννοεί κανείς το μηχανικό – σαν να έχει μόνιμα κόμπο στο λαιμό – παίξιμο της Μαρίνας Καλογήρου που αδυνατεί πέραν της όποιας σκηνοθετικής κατεύθυνσης, να ξεχωρίσει τη διαφορά ανάμεσα στο να παίζει την Ελένη Καζαντζάκη ή το ερωτικό ενδιαφέρον του Χριστόφορου Παπακαλιάτη στο «Αν». Από την στα όρια του τραγελαφικού Εβραία της κατά τ’ άλλα συνεπούς Γιούλικας Σκαφιδά, μέχρι τη μητέρα Μαρία Σκουλά και την (στο «πώς μπορείς να την κάνεις αδιάφορη;» η απάντηση είναι «έτσι») Μελίνα Μερκούρη της Ζέτας Δούκα, κάθε γυναίκα στη ζωή του Καζαντζάκη (εκτός της πρώτης του συζύγου, Γαλάτειας, η οποία γλιτώνει αφού δεν αναφέρεται καν στην ταινία) υπήρξε εκεί μόνο για να...του δακτυλογραφεί.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα ήταν λόγος ικανός για να γράψει ή να αναλύσει κανείς μια ταινία που είναι ήδη από τα πρώτα της πλάνα τόσο γνώριμη όσο κάθε προηγούμενη ταινία του Γιάννη Σμαραγδή. Και εδώ, είναι λίγοι όσοι θα ενδιαφερθούν για το γεγονός πως, σαν να είναι απόλυτα φυσικό, όλες οι εξωτερικές σκηνές της ταινίας μοιάζουν με wallpapers από στοκ εικόνες διαφημιστικών και τα green screens, όσο και οι σκηνές των ονείρων (ναι, γιατί υπάρχουν και αυτές) έχουν γίνει πιο πρόχειρα κι από ένα σπουδαστικό φιλμ ενός όχι και τόσο ταλαντούχου νέου σκηνοθέτη. Και ακόμη λιγότεροι όσοι θα νιώσουν, αν όχι ντροπή, τουλάχιστον άβολα μπροστά σε πραγματικές σκηνές πείνας από τη γερμανική κατοχή σε αντιπαραβολή με το καλοφωτισμένο εξοχικό του ζευγαριού Καζαντζάκη στην Αίγινα, καθώς ο «Καζαντζάκης» θέλει εκτός από μια βιογραφία του συγγραφέα να είναι και μια βιογραφία της Ελλάδας – κυρίως για να δικαιολογήσει το πιασάρικο tagline της νίκης του φωτός πάνω στο σκοτάδι.

To πιο αστείο ή θλιβερό (ανάλογα από ποια πλευρά το κοιτάς κάθε φορά) σε σχέση με το καλολογικό σινεμά του Γιάννη Σμαραγδή είναι ότι κάθε ταινία του είναι φτιαγμένη με σχεδόν αποκλειστικό σκοπό να χτυπήσει κέντρο στα ένστικτα του τώρα και ταλαιπωρημένου από την κρίση (Ελληνα) θεατή, προκαλώντας δέος, συγκίνηση, entertainment και μια αίσθηση εθνικής (και όχι μόνο) ανάτασης. Το ότι αυτό γίνεται με όρους πραγματικά κακού σινεμά δεν μπορεί, όμως, παρά να προκαλέσει μόνο θλίψη, καθώς ξέρεις πως σε μια χώρα σαν την Ελλάδα δεν θα μπορέσουν να γυριστούν πολλές βιογραφίες του Καζαντζάκη (του Καβάφη, του El Greco...) και κυρίως πως με πρόφαση την εμπορικότητα οι «μαντινάδες» κάθε είδους θα συνεχίζονται επ' άπειρον.