Στο πλαίσιο της θεωρίας που θέλει τις ταινίες να λειτουργούν αυτόνομα, χωρίς να ορίζονται από εξωκινηματογραφικούς παράγοντες ή ακόμη και από την ίδια την ταυτότητα της καταγωγής, των δημιουργών ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγιναν πραγματικότητα, δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρει κανέναν πως η «Ταβέρνα της Τζαμάικα» δεν άρεσε ούτε στην Ντάφνι Ντι Μοριέ, ούτε στον Αλφρεντ Χίτσκοκ, ούτε στην πλειονότητα των κριτικών, ιστορικών και αναλυτών που με όση συμπάθεια αλλά και διάθεση επανεκτίμησης κι αν την αντιμετώπισαν μέσα στα χρόνια, καταλήγουν να την κατατάσσουν διαχρονικά στις πιο αδύναμες ταινίες της φιλμογραφίας του μετρ του σασπένς.

Πρώτη φορά που ο Χίτσκοκ θα διασκεύαζε ένα βιβλίο της Ντάφνι Ντι Μοριέ (τα άλλα δύο θα ήταν στην Αμερική, αμέσως μετά από την «Ταβέρνα της Τζαμάικα», η «Ρεβέκκα» και λίγο αργότερα τα «Πουλιά), το «Jamaica Inn» ήταν η τελευταία του ταινία στην Αγγλία και αυτή που θεωρητικά είχε όλα τα εχέγγυα για να γίνει ένα λεξικό κάθε λήμματος της φιλμικής κοσμοθεωρίας του τόσο θεματικά (την ηρωίδα-γυναίκα που ανατρέπει το ρόλο του θύματος, τις κλειστές κοινωνίες που ζουν στις παρυφές μυστικών και εγκλημάτων, την φιγούρα του πατέρα/προστάτη/αρχηγού της οικογένειας που ενσαρκώνει το απόλυτο κακό) όσο και αφηγηματικά (το απόκοσμο τοπίο της παραθαλάσσιας πόλης, οι εξπρεσιονιστικά φωτισμένοι κλειστοί χώροι των πανδοχείων, οι σεναριακές ανατροπές, οι πειραγμένοι κώδικες μιας κωμωδίας, το σασπένς πανταχού παρόν από την εναρκτήρια μέχρι και την τελική σκηνή).

Η ίδια η ιστορία της ταινίας μοιάζει κομμένη και ραμμένη για τον Αλφρεντ Χίτσκοκ με το νήμα να ξεκινάει όταν μια νεαρή κοπέλα φτάνει σε μια παραθαλάσσια πόλη στην Κορνουάλη στις αρχές του 19ου αιώνα για να επισκεφθεί τη θεία της, ιδιοκτήτρια μαζί με το σύζυγό της τής διάσημης ταβέρνας της περιοχής με το όνομα «Jamaica Inn». Δεν γνωρίζει ότι εκτός από το φαγητό της θείας της, η ταβέρνα σερβίρει και κάλυμμα για πειρατές που λυμαίνονται τα καράβια που φτάνουν μέχρι εκεί. Οταν θα σώσει έναν αστυνομικό που παριστάνει τον πειρατή προκειμένου να εξαρθρώσει τη σπείρα, θα το σκάσει μαζί του και οι δυο τους θα βρουν καταφύγιο στον δικαστή της πόλης. Δεν γνωρίζει όμως ότι μερικές φορές η εμπιστοσύνη πληρώνεται ακριβά.

Με εξαίρεση την εναρκτήρια σκηνή με τη Μέρι (η Μορίν Ο’ Χαρά στον πρώτο της ρόλο) που φτάνει στην ταβέρνα μέσα στην ομίχλη μέσα στη νύχτα και μερικά ψήγματα γοτθικού τρόμου που υψώνονται πάνω από το κυρίως σώμα μιας ταινίας που θυμίζει Σαίξπηρ, όπως θα τον ερμήνευε μια παρέα από μεθυσμένους άντρες (προσδίδοντας έστω και καταχρηστικά τρομακτικές διαστάσεις σε μια φαινομενικά απλή ιστορία), η «Ταβέρνα της Τζαμάικα» χάνει γρήγορα τη γοητεία της και ολοκληρώνεται ως μια επίπεδη, χωρίς εκπλήξεις ή δυνατές συγκινήσεις, αναφορά πάνω στο «απόλυτο κακό» που παραμένει καρφωμένη μέσα στην οθόνη και δεν φτάνει ποτέ στον θεατή.

Ο Χίτσκοκ προσπαθεί να χτίσει την ατμόσφαιρα μιας εν είδει ταφόπλακας για το τέλος της Γεωργιανής Αγγλίας και την είσοδο στη Βικτοριανή και, ιστορικά μιλώντας, φωτίζει με τόλμη το φιλμ, πειραματίζεται ντύνοντας με μουσική μόνο την πρώτη και την τελική του σκηνή, αναδεικνύει την ηρωίδα της Μορίν Ο’ Χαρά η οποία πλησιάζει στην προβληματική των σπουδαίων γυναικών της μετέπειτα φιλμογραφίας του, μιλώντας με όρους σασπένς και λαϊκής περιπέτειας για την ενδοοικογενειακή βία, τις πατριαρχικές κοινωνίες, τις προαιώνιες αμαρτίες που παιδεύουσι τέκνα και τέκνα που επαληθεύουν τη διαδοχή του κακού - καθρέφτης της διαφθοράς ακόμη και της πιο φαινομενικά ευνομούμενης κοινωνίας.

Η «Ταβέρνα της Τζαμάικα» όμως, γίνεται γρήγορα ένα one-man show του Τσαρλς Λότον, ο οποίος προδίδει νωρίς την ταυτότητά του και είναι λογικό να κλέβει την παράσταση, μόνο που στη συγκεκριμένη ταινία κλέβει και κάθε της γοητεία, εκμηδενίζει το σασπένς, μετατρέπει το παιχνίδι όλης της ταινίας σε ένα βερμπαλιστικό διάκοσμο και δεν αφήνει το μυστήριο και τον τρόμο να αναπνεύσουν, να διασχίσουν μαζί με την ηρωίδα της ταινίας τη διαδρομή από την αθωότητα στο κακό και πάλι πίσω, με τον τρόπο του Αλφρεντ Χίτσκοκ και της Ντάφνι Ντι Μοριέ.

Ο πρώτος, επειδή μερικές φορές οι ιστορίες γύρω από τις ταινίες λένε πολλά περισσότερα κι από τις ίδιες, βρέθηκε, όπως περιέγραψε ο ίδιος, να κάνει το διαιτητή περισσότερο κι από τον σκηνοθέτη, ανάμεσα στο εγώ και τις απαιτήσεις του (και) παραγωγού Τσαρλς Λότον. Χρόνια μετά θα συνέχιζε να αναφέρει την «Ταβέρνα της Τζαμάικα» ως τη μεγάλη του απογοήτευση, μια ταινία στην οποία δεν είχε τον έλεγχο του σεναρίου, των ηθοποιών και των μέσων που θα του επέτρεπαν να φτιάξει το έργο που αντιστοιχούσε στα υλικά του βιβλίου της Ντάφνι Ντι Μοριέ.

Η τελευταία θα δήλωνε εξίσου απογοητευμένη, καθώς η ταινία δεν ανταποκρινόταν ούτε στο δικό της όραμα - ένα βιβλίο γραμμένο από μια 29χρονη κοπέλα, παντρεμένη με ένα μωρό παιδί που στην πραγματικότητα ξετυλίγει με τόλμη το κουβάρι της βίας εναντίον των γυναικών, σε μια γλαφυρή, ανατριχιαστική ενσάρκωση του κακού, καθώς η ηρωίδα της βρίσκεται ανάμεσα σε ένα θείο (οικογένεια) που την καλεί να κρατήσει το στόμα της κλειστό κι έναν δικαστή (θεσμοί) που την προστατεύει απειλώντας την. Η απογοήτευσή της ήταν τόση που όταν ο Χίτσκοκ ζήτησε τα δικαιώματα της «Ρεβέκκα» για την επόμενη ταινία του, η Ντι Μοριέ σκέφτηκε αρχικά να μην τα δώσει.

Κοιτάζοντας τώρα back to back την «Ταβέρνα της Τζαμάικα» ως το τέλος της βρετανικής εποχής του Χίτσκοκ και τη «Ρεβέκκα» ως τη θριαμβευτική έναρξη της αμερικάνικης, μπορούμε, χωρίς να αγνοήσουμε την εξωκινηματογραφική πραγματικότητα, να δούμε με ένα νέο βλέμμα την «Ταβέρνα». Οχι για να την επανεκτιμήσουμε καθώς πλέον είναι αργά, αλλά ως μια κομβική στιγμή στη φιλμογραφία ενός τόσο σπουδαίου δημιουργού που ακόμη και οι πιο αδύναμες ταινίες του λένε περισσότερα από πολλές άλλες μετριότητες εκεί έξω.

[Το 1990, η «Ταβέρνα της Τζαμάικα», εξαιτίας κενών στη βρετανική νομοθεσία της πνευματικής ιδιοκτησίας, κατέστη ελεύθερη δικαιωμάτων και άρα στην ευχέρεια του οποιουδήποτε να την προβάλλει, να την κυκλοφορεί σε DVD ή σε οποιοδήποτε άλλο φορμά, χωρίς προηγούμενη άδεια. Μέρος της ταλαιπωρημένης φήμης της ταινίας οφείλεται, όπως συνηγορούν όλοι, στις κακές κόπιες που κυκλοφορούν εδώ και τριάντα χρόνια. Το 2014 η ταινία αποκαταστάθηκε ψηφιακά. Αυτή η εκδοχή της είναι η μόνη που αξίζει να δει κανείς.]