Φορτωμένος με πολλαπλές (περισσότερες περιττές παρά… απέριττες) αναγνώσεις που λες και προσπαθούν κάθε φορά να διανύσουν όλο το εύρος της ιστορίας και της θεωρίας του σινεμά, εφαρμόζοντάς τις στη συνέχεια καταχρηστικά πάνω σε κάθε κάθε πτυχή της καλλιτεχνικής προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής του Σεργκέι Αϊζενστάιν, ο «Ιβάν ο Τρομερός» είναι πριν από οτιδήποτε μια ημιτελής ταινία. Και αυτό δεν είναι ο κυριότερος λόγος του θρύλου που τον περιβάλλει ως μια μοναδική περίπτωση στην ιστορία του σινεμά.

Αυτοεξόριστος στο Καζακστάν κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν σκέφτηκε να κάνει μια ταινία για τον Ιβάν τον Τρομερό, όπως έμεινε πιο γνωστός στην Ιστορία o Ιβάν Βασιλίεβιτς ο Τέταρτος, ο πρώτος Τσάρος της Ρωσίας. Ιδανική συνθήκη για τον Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος γνωρίζοντας την επιθυμία του διάσημου σκηνοθέτη (είχε προηγηθεί με μεγάλη επιτυχία ο «Αλέξανδρος Νιέφσκι»), θα χρηματοδοτούσε εξολοκλήρου το όραμα για να δει να ζωντανεύουν στη μεγάλη οθόνη οι μέρες και τα έργα του μεγάλου ηγέτη που ήθελε να δει τη Ρωσία ενωμένη, αυθύπαρκτη και πανίσχυρη.

Η ταινία χωρίστηκε και εγκρίθηκε για να ολοκληρωθεί σε δύο μέρη, αλλά ο Αϊζενστάιν σύντομα θα έγραφε ακόμη ένα μέρος, που δεν γυρίστηκε ποτέ. Το πρώτο μέρος βγήκε στις αίθουσες το 1944, το δεύτερο ολοκληρώθηκε το 1946, αλλά σε αντίθεση με το πρώτο, απαγορεύτηκε από τον ίδιο τον Στάλιν και προβλήθηκε πρώτη φορά το 1958. Το τρίτο μέρος έμεινε μόνο στα χαρτιά και τις σημειώσεις του Σεργκέι Αϊζενστάιν που πέθανε το 1948 - μερικά υλικά που είχαν γυριστεί και φωτογραφίες βρίσκονται σε αρχεία, προδίδοντας μόνο ένα δείγμα από το πώς θα έμοιαζε η ολοκλήρωση της επικής τριλογίας.

Το πρώτο μέρος της ταινίας (103’) ξεκινάει με τη στέψη του Μέγα Δούκα της Μοσχοβίας, Ιβάν του 4ου, σε τσάρο της Ρωσίας το 1547. Οι Βογιάροι αντιδρούν, η θεία του, Ευφροσύνη, προορίζει το θρόνο για τον γιο της, Βλάντιμιρ. Ο Ιβάν όμως είναι αποφασισμένος να ενώσει τη Ρωσία, επιτίθεται κατά των Τατάρων και συνεχίζει να αντικρούει τις πολιτικές αντιρρήσεις των Βογιάρων μέσα στο παλάτι, έχοντας ορκιστεί να εκδικηθεί όσους φάνηκαν να χαίρονται με τον φαινομενικό θάνατό του και τη δηλητηρίαση της συζύγου του.

Στο δεύτερο μέρος (88’), παρακολουθούμε τις προσπάθειες του Ιβάν να φτιάξει ένα στρατό που θα μπορέσει να διαφυλάξει τα σχέδια του, καθώς οι Βογιάροι σχεδιάζουν τη δολοφονία του.

Το τρίτο μέρος, που δεν γυρίστηκε ποτέ, θα παρουσίαζε την εξέλιξη της μεγαλομανίας του Ιβάν, τις δολοπλοκίες για την επικείμενη πτώση του και τη μεγάλη νίκη κατά των Λιβόνιων που του δίνει πρόσβαση στη θάλασσα.

Το κύκνειο άσμα του Ρώσου πρωτοπόρου αποτελεί ένα σπουδαίο κληροδότημα, ακόμη και ημιτελές ή, τελικά, επειδή είναι ημιτελές, αφού αυτό ταιριάζει στην έτσι κι αλλιώς αποσπασματικότητα της γραφής του. Σπουδαίο, ωστόσο, επειδή καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα ένα κινηματογραφικό έπος για τις μάζες και μια βαθιά, σχεδόν πειραματική αυτοβιογραφική ταινία, με τον ίδιο τρόπο που είναι ασπρόμαυρη, λίγο έγχρωμη και ομιλούσα, αλλά θυμίζει περισσότερο βωβό σινεμά. Αυστηρή και camp μαζί, μια queer φαντασμαγορία πάνω στην εξουσία (και τη μοναξιά της), μια αντανάκλαση ενός καλλιτέχνη (του ίδιου του Αϊζενστάιν;) αλλά και κάθε ανθρώπου με εξουσία, ένα ταυτόχρονα αποθεωτικό και κριτικό κινηματογραφικό παλίμψηστο για τη σταλινική Ρωσία που - παρά τα φαινόμενα - υπήρξε μάλλον παρηγορητικό ότι ο Ιωσήφ Στάλιν το αντιλήφθηκε απαγορεύοντας την προβολή του.

Κάπου ανάμεσα στον Σαίξπηρ, τον Ορσον Γουελς του «Πολίτη Κέιν» και τον, μεταγενέστερό του, Σεργκέι Παρατζάνοφ, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν φτιάχνει με τον «Ιβάν τον Τρομερό» το πορτρέτο ενός άντρα και ταυτόχρονα ένα δοκίμιο πάνω στην εξουσία, παραδίδοντας στην πραγματικότητα ένα «έπος δωματίου»: μια ταινία που με ελάχιστα εξωτερικά (συγκεντρωμένα κυρίως στο πρώτο μέρος) διαδραματίζεται μέσα στις λαβυρινθώδεις διασταυρώσεις και την σαν από όνειρο ή εφιάλτη αρχιτεκτονική της σταλινικής Ρωσίας, προσπαθώντας διαρκώς να βρει μια χαραμάδα για να αναπνεύσει στην αληθινή ζωή.

Δεν υπάρχει τίποτα στον «Ιβάν τον Τρομερό» που να μην είναι κατασκευασμένο. Από τα αριστουργηματικά σκηνικά, κοστούμια και κοσμήματα μέχρι τα super camp βλέμματα και τις αντιδράσεις των ηθοποιών, από τις γεωμετρικές κομμώσεις τους μέχρι την… αστεία κίνησή τους μέσα στο χώρο, δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή μέσα στην ταινία που να μην είναι μελετημένη ως ένα αρχιτεκτόνημα που ενώνει τον γερμανικό εξπρεσιονισμό με τις πιο εμπνευσμένες στιγμές του Γουόλτ Ντίσνεϊ, επιβεβαιώνοντας στην πιο αναπάντεχη εφαρμογή του, τη λατρεία του Αϊζενστάιν για το σκοτεινό ντισνεϊκό παραμύθι που δεν γίνεται ποτέ πραγματικότητα.

Τραβώντας στα άκρα όλες τις γραμμές των εντάσεων - ερμηνευτικών, ηχητικών, φωτιστικών, πρόζας και αριστουργηματικής μουσικής του Σεργκέι Προκόφιεφ - o «Ιβάν» παίζει διαρκώς στο τέρμα του volume. Ισως γι’ αυτό και σε στιγμές θυμίζει βωβό σινεμά με σύγχρονο soundtrack και σε άλλες όχι μόνο θυμίζει αλλά είναι μιούζικαλ (με ολόκληρους ψαλμούς και τραγούδια). Ισως γι’ αυτό εκεί που μένεις με το στόμα ανοιχτό, χαμογελάς με την οπερατική του αφέλεια και την ίδια στιγμή παγώνεις από την ευκρίνεια με την οποία ανάγει μια σαπουνόπερα παλατιού σε μια αρχαία ελληνική τραγωδία που συμπυκνώνει κάθε ύβρη και τιμωρία που διέπραξε και θα διαπράξει ποτέ το ανθρώπινο είδος.

Πιο συμβατικός από τις αναθεωρητικές θεωρίες του Αϊζενστάιν (κι όχι μόνο για το μοντάζ), ο «Ιβάν ο Τρομερός» - κι όμως - υπήρξε αδιαπραγμάτευτα μοντέρνος και μόνο για τη σύλληψή του ως ένα φιλμ που μοιάζει με τον ήρωά του (και αναπόφευκτα με τον δημιουργό του): μεγαλομανές, φιλόδοξο, ασυγκράτητο, αστείο, αναζωογονητικά queer στην απεικόνιση και ακύρωση των αρσενικών πατριαρχικών προτύπων, ανακουφιστικά ανθρώπινο μέσα στη συμβολική του μονομανία. Μια ταινία που μοιάζει με μια ασπρόμαυρη ζωή που σαν να βρίσκεται σε ένα ντελίριο απόδρασης ελευθερώνεται σε εκείνο το μαγικό, ανυπέρβλητο, δεν έχετε δει κάτι παρόμοιο, έγχρωμο κομμάτι του δεύτερου μέρους.

Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, η υπόκλιση στον Αϊζενστάιν είναι το ελάχιστο που μπορείτε να κάνετε απέναντι σε μια ταινία που εξωθεί κινηματογραφικά το χώρο και το χρόνο, εξιστορώντας την ιστορία του κόσμου φτάνοντας - σαν να το ξέρει - στην αντανάκλαση της σημερινής Ρωσίας, μιας χώρας διασπασμένης, εχθρικής στο διαφορετικό (όπως ήταν ως άντρας και ως καλλιτέχνης ο bisexual Αϊζενστάιν), κλειστής και κλεισμένης στη μονομανία ενός ηγέτη που θα απαγόρευε με τη σειρά του σήμερα την προβολή της.

Φορτωμένη (κι από εμάς…) με πολλαπλές αναγνώσεις, ίσως αυτή της συγκλονιστικής της επικαιρότητας στο διηνεκές - και κινηματογραφικά και θεματικά - να είναι αυτή που τελικά καλύπτει τη σπουδαιότητά της.

Το «Ιβάν ο Τρομερός» θα προβάλλεται αποκλειστικά στο Studio New Star Art Cinema και ολόκληρο (και τα δύο μέρη) σε μία ενιαία προβολή συνολικής διάρκειας 191' και το το κάθε μέρος σε ξεχωριστή μέρα και ώρα (Μέρος Α', 103' - Μέρος Β', 88')