Το 1970, στα 30 του χρόνια, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, βασισμένος στο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, έκανε μια ταινία για την ψυχαναλυτική παθολογία της ασθένειας του φασισμού. Κι όσο το θέμα της ταινίας μένει αδιάψευστο, τόσο κι ακόμα περισσότερο η ομορφιά της αρνείται να θαμπώσει.
Στην Ιταλία του 1938, του Μουσολίνι, ο Μαρτσέλο, ένας γοητευτικός μεσοαστός νεόνυμφος (ο ντουμπλαρισμένος Ζαν Λουί Τρεντινιάν τόσο γοητευτικός και τόσο θεαματικά ευέλικτος στο ύφος του), δουλεύει για τις μυστικές υπηρεσίες των φασιστών - επειδή είναι δειλός. Επειδή μεγάλωσε σ' ένα σπίτι αντισυμβατικό, με δυο γονείς εγωκεντρικούς, επειδή όταν ήταν αγόρι, ο σοφέρ του σπιτιού, πιστεύει ο Μαρτσέλο, τόσο θηλυπρεπής και τόσο όμορφος, του επιτέθηκε ερωτικά κι εκείνος, πιστεύει, τον σκότωσε: ενώ φορούσε τη στολή του με τις γυαλιστερές μπότες, είχε αφήσει κάτω τα μακριά, αλά Καραβάτζιο μαλλιά του κι είχε ξαπλώσει κάτω από τον μεγάλο εσταυρωμένο, στο κρεβάτι.
Η ηδυπάθεια κι η διαφθορά μπερδεύονται στην ιστορία του Μαρτσέλο και του Μπερτολούτσι, με τρόπο βαθιά ιταλικό. Με τη δομή να διανύει το χρόνο ως την επικράτηση και, σταδιακά, την κατάρρευση του Μουσολίνι, με ονειρικά διαλείμματα flash back, με τη μουσική του Ζορζ Ντελερί ν' ανήκει, λες, σε πέντε, δέκα διαφορετικές ταινίες, ν' αλλάζει ύφος ανάλογα με τον πίνακα που στήνει ο Μπερτολούτσι, οι βασικές έννοιες επανέρχονται κυκλικά.
Το ζητούμενο είναι η «κανονικότητα»: η ευκολία του ν' ανήκει κανείς στη νόρμα, στο «φυσιολογικό» και το επικρατές - που, τότε, ήταν η φασιστική Ιταλία. Η Καθολική Εκκλησία. Η ενοχή κι αυτοτιμωρία, τόσο ανακουφιστική που μπερδεύεται με την ηδονή. Σημασία έχει η επίφαση: η ουσία οφείλει να καταπνιγεί, ειδικά αν είναι ανατρεπτική.
Ο Μαρτσέλο διχάζεται. Ανάμεσα σ' αυτό που θέλει κι αυτό που πρέπει να κάνει, να παντρευτεί την αλαφροΐσκιωτη, τόσο πιο τολμηρή, στ' αλήθεια, από εκείνον, Τζούλια (η Στεφανία Σαντρέλι ως... εθιστική μπουρζουάζ νύμφη) - η σκηνή στο τρένο προς Παρίσι, για τον μήνα του μέλιτος, όπου ο Μαρτσέλο ερεθίζεται με την αφήγησή της, την περιγραφή του βιασμού της, όταν ήταν κοριτσάκι, από τον 60χρονο θείο της, με την κάμερα ν' ανεβαίνει «λυτρωτικά» στη θέα της φύσης που περνά γρήγορα έξω από το παράθυρο, είναι ακόμα πιο συγκλονιστική κι από την κλασική του γυναικείου τανγκό στο νυχτερινό κέντρο-ανάκτορο κι εκείνη της καταδίωξης στο λευκό από το χιόνι δάσος με τους κορμούς να δημιουργούν έναν λαβύρινθο θανάτου.
Ο Μαρτσέλο θα κληθεί να εκτελέσει έναν παρία: τι κρίμα που εκείνος τυχαίνει να είναι ο αγαπημένος του καθηγητής από το Πανεπιστήμιο στη Ρώμη. Τι κρίμα που η νεαρή γυναίκα του, η Ανα (της αναγεννησιακής και, μαζί, μεσοπολεμικά ανδρόγυνης Ντομινίκ Σαντά), ίσως είναι η γυναίκα της ζωής του, ή εκείνης που θα ήθελε να έχει. Τι κρίμα που ο Μαρτσέλο πρέπει να γίνει ακόμα πιο αναίσθητος, ακόμα πιο νεκρός, πιο δειλός, για να ταιριάξει με τη νόρμα.
Αυτό που ο Μπερτολούτσι στήνει εικαστικά είναι μεγαλειώδες. Μια ταινία καθαρόαιμα και συνειδητά μπαρόκ, με εμμονή με τη λεπτομέρεια, με εξωφρενική πολυτέλεια που προκαλεί το δέος, βασισμένος σ' αυτόν τον αγνά ρωμαϊκό, Καθολικό ρυθμό. Μαζί ένα φιλμ που αγκαλιάζει αυτούσιο τον εξπρεσιονισμό, με τα απρόσμενες, λοξές, «ανισόρροπες» γωνίες λήψης και τα επαναλαμβανόμενα κάγκελα, τις αμέτρητες γραμμές, να φυλακίζουν τον Μαρτσέλο στην ατολμία του.
Μαζί και η αισθητική της μεσοαστικής τάξης, της μπαναλιτέ, μαζί και οι μονοχρωμίες, τα κόκκινα και τα μπλε που ακολούθησαν τον Μπερτολούτσι σ' ολόκληρο το έργο του, μαζί και το μεγαλείο του Βιτόριο Στοράρο που, εδώ, γίνεται ένα Μιχαήλ Αγγελος του σινεμά, ανακαλύπτοντας το Θείο φως και αποκαλύπτοντας τα ανθρώπινα πάθη.
Μέσα στη φόρμα του, ο «Κονφορμίστας» είναι, ακόμα, μια ταινία που ρουφά το queer πριν αυτό ξαναγεννηθεί, δεκαετίες αργότερα, αναπαράγοντας το νόημά του στην ίδια την εικόνα, μπολιάζοντας το κάθε κάδρο «κανονικότητας» με την υπονόμεσή του. Ενας «τετράγωνος» διάλογος του Μαρτσέλο και του τυφλού φίλου του, του Ιταλο, μπροστά στο παράθυρο ενός σκοτεινού ημιυπόγειου, «καπελώνεται» από χαριτωμένα πόδια με χρωματιστά παπούτσια και μπαλόνια.
Αν κάπου η ταινία δείχνει την ηλικία της, είναι στους συμβολισμούς της, τόσο προφανείς που ίσως προκαλούσαν αίσθηση το '70, αλλά δείχνουν επιτηδευμένο στο κυνικότερο σήμερα. Κι αν κάπου δείχνει την αδυναμία της, είναι στο ότι, παραγεμίζοντας την αστυνομική ιστορία του Μοράβια με τη μάχη του κορμιού και του πνεύματος, του φασισμού και της δημοκρατίας, του ερωτισμού και του θανάτου, παρά την τόσο επίκαιρη ιδέα της προσωπικής ευθύνης και τόλμης απέναντι στο σύνολο, το σενάριο που βρίσκεται κάτω από το μεγαλειώδες εικαστικό δημιούργημα είναι, τελικά, μονοδιάστατο, ισχνό για να σηκώσει το βάρος του. Πράγμα, βέβαια, που δεν κάνει την εικόνα και το ύφος λιγότερο μεγαλειώδες.