Μια πιο προσεκτική ματιά, όμως, αρκεί, για να αντιληφθείς πως αυτό που ξεσκεπάζεται αργά, με ελικοειδή ρυθμό και σκηνές φτιαγμένες σαν μικρές βινιέτες που δεν εμβαθύνουν στους ήρωες αλλά λειτουργούν περισσότερο σαν (κυριολεκτικά εδώ) οι ζωντανές σελίδες ενός εφηβικού ημερολογίου σε ένα σύγχρονο smartphone που είναι μονίμως με το snapchat στο on, είναι κάτι πολύ πιο σκοτεινό, πολύ πιο σοκαριστικό, πολύ λιγότερο προφανές από το γεγονός πως όλα όσα βλέπουμε διαδραματίζονται στο Καλαί, το κυρίως σύνορο εισόδου των μεταναστών στη Γαλλία του σήμερα.

Εξέχον μέλος της πρωταγωνιστικής οικογένειας, ο πατέρας (τον υποδύεται ένας συγκλονιστικός Ζαν Λουί Τρεντινιάν) είναι πλέον ηλικιωμένος, καρφωμένος σε μια αναπηρική καρέκλα, ανήμπορος πλέον να ελέγξει ακριβώς τι συμβαίνει στην οικογενειακή επιχείρηση, στο σπίτι του, στην ίδια του την πόλη ή την ίδια του τη χώρα.

Η κόρη του (η Ιζαμπέλ Ιπέρ σε μικρά ιντερλούδια υποκριτικού μεγαλείου) έχει αναλάβει την κατασκευαστική εταιρία της οικογένειας και βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα εργατικό ατύχημα που πρέπει να διευθετήσει, ο γιος του (ένας ώριμος Ματιέ Κασοβίτς) πρέπει να φιλοξενήσει στο σπίτι την κόρη του από τον πρώτο του γάμο, ο εγγονός του είναι ένα χαμένο κορμί που δεν θέλει να αναλάβει την επιχείρηση της οικογένειας και ο πρώην παντοδύναμος πατριάρχης, στα 85 του χρόνια, έχει μόνο λίγα πράγματα που κατά τον ίδιο αξίζουν να τον κρατούν στη ζωή.

Ο,τι θα συμβεί από τη στιγμή που συναντάμε την οικογένεια του «Happy End» μέχρι και το ειρωνικό φυσικά... happy end του φινάλε δεν θα είναι παρά μικρά αποσπάσματα που αποκαλύπτουν σιγά σιγά όλα όσα κρύβονται πίσω από τη φαινομενική κανονικότητα που μοιάζει να επικρατεί: άνθρωποι απογοητευμένοι από τη ζωή τους, μητέρες που δεν έχουν επαφή με τα παιδιά τους, κόρες που ξεσκεπάζουν την υποκρισία των γονιών τους, άνθρωποι που φλερτάρουν με το θάνατο και το φόνο σαν μια ακόμη πράξη ρουτίνας, μια τάξη σε ανοιχτό πόλεμο με μια άλλη και στο φόντο οι μετανάστες - όλοι σε μια ευθεία γραμμή που χαρτογραφεί την Ευρώπη του σήμερα και μαζί ένα κόσμο που αλλάζει.

Ο Χάνεκε επιστρέφει με αυτήν την ταινία στις μέρες της «ηδονοβλεψίας» (όχι μόνο του «Benny's Video» αλλά και του «Funny Games» και του «Caché») βάζοντας το θεατή στη θέση αυτού που πρέπει να αποκρυπτογραφήσει τι είναι αυτό που ο ίδιος επιλέγει να του δείξει από τις ζωές των μελών μιας οικογένειας που δεν μοιάζει να έχει δικαίωμα στο happy end. Οι βινιέτες του είναι μελετημένες, αν και ηθελημένα (;) άνισες σε ένταση. Υπέροχες διαλογικές σκηνές ακολουθούνται από μικρές κλεμμένες στιγμές (εδώ και ένα καραόκε με το «Chandelier» της Sia που είναι σίγουρα το τελευταίο πράγμα που θα περίμενες ποτέ να δεις σε μια ταινία του Μϊκαελ Χάνεκε), απλοϊκά συμπεράσματα έρχονται να συμπληρώσουν μικρές εκρήξεις υπαρξιακής αναζήτησης και φορμαλιστικά κόλπα συναντούν ένα κινηματογραφικό μεγαλείο από αυτό που νιώθεις πως συνοψίζει εδώ περισσότερο από κάθε άλλη ταινία του Αυστριακού δημιουργού κάθε μία από τις μικρές και μεγάλες στιγμές της φιλμογραφίας του.

Το «Happy End», όμως, ακόμη και ως ένα best of της φιλμογραφίας του Χάνεκε, ξεγελά. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι που λειτουργεί αποτελεσματικά για την έντασή του. Δεν είναι ούτε μόνο ένα τεράστιο κατηγορώ απέναντι στη μπουρζουαζία και την ευημερούσα Ευρώπη, δεν είναι σίγουρα μια ταινία για το μεταναστευτικό, ούτε μια με την πρώτη ματιά τουλάχιστον βαθιά τομή πάνω στον κυνισμό, την υποκρισία ή την αλαζονία.

Σαν κατασκευή, το «Happy End» χτίζει μεγαλύτερες προσδοκίες από αυτές που τελικά ολοκληρώνει. Ο Χάνεκε μοιάζει εδώ ελαφρύς, σχεδόν σαν να φτιάχνει μια πικρή μαύρη κωμωδία στην οποία θα έπρεπε να μην ντρέπεσαι να γελάσεις. Και αντίθετα με αυτό που περιμένεις από μια κλασική του ταινία, εδώ δεν εξαπολύει βία - τουλάχιστον από αυτήν που φαίνεται και τη νιώθεις.

Οι ήρωές του λειτουργούν περισσότερο σαν αρχέτυπα σε μια γενίκευση που μπερδεύει για τις προθέσεις τους, αφήνοντας τους περισσότερους από αυτούς ανολοκλήρωτους στα μάτια του θεατή και τους υπόλοιπους στην κόψη του αναγνωρίσιμου (ο πρώην καταδυναστευτικός πατριάρχης, η κόρη που θέλει να τακτοποιεί τα πάντα, ο γιος που ενδιαφέρεται μόνο για τις ερωτικές του περιπέτειες...) - εδώ και μια αναφορά στο ίδιο του το έργο με τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν και την Ιζαμπέλ Ιπέρ να υποδύονται άτυπα τους ίδιους ρόλους με το «Amour».

Αν στο τέλος του, το «Happy End» μοιάζει με κάτι λιγότερο από αυτό που θα περίμενες από την περίτεχνη κατασκευή του (και σίγουρα ως μια από τις πιο αδύναμες στιγμές της φιλμογραφίας του δημιουργού του) είναι γιατί η ένταση που κορυφώνεται σβήνει απότομα, οι μεγάλες ιδέες του δεν φτάνουν στην κορυφή μιας μεγάλης καθαρής αλήθειας και η επίδραση μιας διαρκούς αγωνίας που νιώθεις να επικρατεί σε όλη τη διάρκειά του δείχνει να συνεχίζει στο διηνεκές.

Κι, όμως, αν σκεφτεί κανείς τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτήν την τελευταία σκηνή ανθολογίας του ειρωνικού (ή μήπως όχι τελικά;) happy end, θα τρομάξει πραγματικά. Ισως και περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία του Μίκαελ Χάνεκε.