Δέκα χρόνια μετά το «Still Life», ο Αυστριακός Σεμπάστιαν Μάιζε βυθίζεται ξανά στην οδύνη της ανθρώπινης σκληρότητας, μ' ένα πρωτότυπο και δυνατό δράμα και όπλο του τον κάθε-ερμηνεία-μου-είναι-καλύτερη-κι-απ'-την-προηγούμενη Φραντς Ρογκόφσκι.
Το έτος είναι 1968, στη Γερμανία. Ο Χανς μπαίνει για πολλοστή φορά στη φυλακή: το ποινικό αδίκημά του είναι η ομοφυλοφιλία, όπως υποδεικνύει η παράγραφος 175 της γερμανικής νομοθεσίας. Η πρώτη του φυλάκιση, πριν τον πόλεμο, διακόπηκε: ο Χανς μπήκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η απελευθέρωση σήμανε τον δικό του απ' ευθείας εγκλεισμό, για να ολοκληρώσει την ποινή του. Φυλακίστηκε ξανά, το 1957, ξανά δέκα χρόναι αργότερα. Σε κάθε του φυλάκιση συναντά τον βαρυποινίτη Βίκτορ. Η επαφή των δυο ανδρών ξεκινά με αποστροφή και, μέσα στα χρόνια, εξελίσσεται στη μοναδική σταθερά στη ζωή του Χανς.
Ο Μάιζε κάνει ένα πολύπλοκο, ευαίσθητων ισορροπιών δράμα που τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών ενώ προτάθηκε από την Αυστρία για το Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας και για το βραβείο Lux του Ευρωκοινοβουλίου. Μ' έναν τίτλο καθηλωτικά ειρωνικό, η ταινία ξετυλίγεται σε τρεις χρόνους, μέσα στη φυλακή, στο διπλό κελί, στο κελί της απομόνωσης, στην αυλή, την κουζίνα κι αυτό το σκοτάδι μοιάζει ζεστό και γόνιμο, χάρη στη φωτογραφία της Κριστέλ Φουρνιέ (των «Κοριτσιών» της Σελίν Σιαμά).
Ξεκινώντας με μια εκπληκτική σειρά από super 8 ταινιάκια που κοιτάζουν από την κλειδαρότρυπα τις παράνομες συναντήσεις αντρών σε τουαλέτες, ο Μάιζε συνεχίζει να προκαλεί τον αισθησιασμό, ηδονοβλεπτικά, ενίοτε τρυφερά, μ' έναν τρόπο μπαρόκ που θυμίζει, σκόπιμα προφανώς, Φασμπίντερ, εντείνοντας την αίσθηση του απαγορευμένου και, μαζί, του ενστικτώδους, του βαθιά ανθρώπινου. Με μια ιστορία βγαλμένη από πολλές, ο Μάιζε δεν φοβάται τον ρεαλισμό, παρότι η υφή της ταινίας του εναλλάσσει το εφιαλτικό με το ονειρικό. Δεν εκβιάζει συναισθηματικά, παρότι το σενάριό του είναι σπαρακτικό και οι ήρωές του όλο και πιο πολύ μοιράζονται, από ανάγκη, την ευάλωτη, τραυματισμένη πλευρά τους.
Είναι, ωστόσο, οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών, του Γκέοργκ Φρίντριχ ως Βίκτορ με τις ανεπαίσθητες και τόσο ουσιαστικές μεταβολές στο ύφος και τις κινήσεις του, αλλά και, κυρίως, του Φραντς Ρογκόφσκι στο ρόλο του Φραντς, που σε δυο ώρες, με εκπληκτική αυτοσυγκράτηση, περνά από τον τρόμο στην τρυφερότητα, την απάθεια, την απόγνωση, την αποδοχή, που δίνουν στην ταινία βάθος, δύναμη και σπαρακτική πειστικότητα.
Αν και επιλέγει να σχολιάσει την αδικία, την εγκληματική διάσταση της δικαιοσύνης, ο Μάιζε δεν επιμένει στον πολιτικό λόγο της ταινίας του, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να τη διευρύνει, να την αγκιστρώσει και στο σήμερα. Μιλά, όμως, με τρόπο αριστοτεχνικό, για τους απρόσμενους συμμάχους της ζωής, τις ατομικές επιλογές, το βάρος, τελικά, που μπορεί να προκαλεί η αγάπη και η ελευθερία σε όποιον, καταχρηστικά, βίαια, μακροχρόνια, τη στερήθηκε.