Ο μικρός Ρενάτο (Τζουζέπε Σουλφάρο), έχοντας γνωρίσει την κατακλυσμική εμπειρία του έρωτα στο πρόσωπο της Μαλένα (Μόνικα Μπελούτσι), πηγαίνει στην εκκλησία και στέκεται μπροστά στο ομοίωμα ενός Αγίου. «Δεν μιλάω σε κανέναν για τα προσωπικά μου προβλήματα. Είναι πολύ εμπιστευτικά. Ομως εσύ φαίνεσαι καλός. Σου ‘χω εμπιστοσύνη», του εξομολογείται. «Θα ‘ρχομαι και στη λειτουργία», του υπόσχεται, «όμως πρέπει να προστατέψεις τη Μαλένα Σκορντία απ’ την πόλη». Βγάζει ένα κερί από την τσέπη και το ανάβει, ως επισφράγισμα της συμφωνίας τους. Αυτό που δεν γνωρίζει καθώς απομακρύνεται από τον τόπο λατρείας, πρόσκαιρα ανακουφισμένος, είναι πως δεν υπάρχει καμία δύναμη ικανή να μας προστατέψει από την ηθική υποκρισία και τη βιαιότητα της κοινωνικής κρίσης. Απ’ τον πόλεμο πολλοί εγλίτωσαν — απ’ το κουτσομπολιό, κανείς.
Η «Μαλένα» του Τζουζέπε Τορνατόρε έγινε δεκτή με μικτές αντιδράσεις στην κυκλοφορία της τόσο από το κοινό, όσο και από τους κριτικούς. Βρέθηκε προτεινόμενη για δύο Οσκαρ, καλύτερης πρωτότυπης μουσικής του Ενιο Μορικόνε και καλύτερης φωτογραφίας του Λάγιος Κολτάι. Το κοινό αντιμετώπισε μουδιασμένο τις ερωτικές σκηνές μεταξύ της Μπελούτσι και του ανήλικου τότε Τζουζέπε Σουλφάρο. Οι σκηνές αυτές θεωρήθηκαν τρομερά προκλητικές και οδήγησαν στη σκληρή λογοκρισία της ταινίας στη διανομή της στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Εκεί, η ταινία κυκλοφόρησε με μια μείωση στη διάρκεια της τάξεως του 16%. Η ταινία κατακρίθηκε επίσης αυστηρά για την αντικειμενοποίηση της Μαλένα, η οποία παρουσιάστηκε κατά πολλούς περισσότερο ως ανδρική φαντασίωση παρά ως ολοκληρωμένος γυναικείος χαρακτήρας. Η ταινία ωστόσο αναγνωρίζεται ως χαρακτηριστικό δείγμα του ύφους του Τορνατόρε και παραμένει μια συνταρακτική ιστορία ενηλικίωσης με εκπληκτική κινηματογράφηση που συνεχίζει να διχάζει το κοινό, 25 χρόνια μετά την κυκλοφορία της.
Βρισκόμαστε στην καρδιά του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και ο φασισμός καλά κρατεί. Εκεί, σε μια μικρή σικελική κωμόπολη ζει η Μαλένα, μια από τις χιλιάδες χήρες που άφησε πίσω του ο πόλεμος. Η Μόνικα Μπελούτσι, στον ρόλο που καθόρισε την καριέρα της, την ανάγκασε να μάθει τη σικελική γλώσσα και την εκτόξευσε σε παγκόσμια φήμη, είναι τόσο φαντασμαγορικά όμορφη που συγκεντρώνει τον φθόνο του γυναικείου και την επιθυμία του αντρικού πληθυσμού στο πρόσωπό της. Η ομορφιά της δεν της προσφέρει δύναμη, αντιθέτως γίνεται η αιτία της κοινωνικής της απομόνωσης και τελικά της κακοποίησής της. Οι συντοπίτες της συμπεριφέρονται λες και τα στήθια της είναι η κοινή τους κληρονομιά. Η ταινία καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η τοπική κοινωνία μετατρέπεται σε όχλο και σύσσωμη στρέφεται ενάντια στην Μαλένα, καταστρέφοντας αυτό που αδυνατεί να ελέγξει.
Η Μαλένα κουβαλάει ησύχως το κορμί της καθημερινά μέσα από την πόλη, βουτώντας μέσα στον ίδιο πάντα εξευτελισμό. Παραμένει συνεχώς σιωπηλή και μιλάνε οι υπόλοιποι για λογαριασμό της. Τις ελάχιστες φορές που αρθρώνει μια λέξη μιλάει σιγά, σαν να ντρέπεται και σαν να κουβαλάει στους ώμους της όλες τις αμαρτίες του κόσμου. Η αθωότητά της είναι οφθαλμοφανής και το μόνο έγκλημα που έχει διαπράξει είναι η συγκλονιστική ομορφιά της. Είναι τόσο όμορφη που κάθε φορά που διασχίζει την πόλη, τα πουλιά σταματούν να πετούν. Ετσι, μια ωραία πρωία, η ζωή του μικρού Ρενάτο θα αλλάξει για πάντα, όταν θα γνωρίσει για πρώτη φορά το σκληρό πρόσωπο του ανανταπόδοτου έρωτα. Η ζωή του μετατρέπεται σε ένα πεδίο μάχης και σε μια ανοικονόμητη σειρά από πτώσεις. Βιάζεται να μεγαλώσει κι ανυπομονεί να φορέσει μακριά παντελόνια, με την ελπίδα αυτό να αποτελέσει το εισιτήριό του προς την ενηλικίωση και την καρδιά της Μαλένα. Η ενηλικίωσή του θα ταυτιστεί έτσι με το τέλος του πολέμου, όπου μαζί με τη μεταπολεμική Ιταλία θα ξεκινήσει την πορεία προς το άγνωστο και μια νέα ζωή.
Ο Τορνατόρε, χαρίζοντάς μας σκόρπια πλάνα εκπληκτικής ομορφιάς, παρουσιάζει έναν κόσμο προστατευμένο σε μεγάλο βαθμό από τα δεινά του πολέμου. Καταδεικνύει έτσι την τάση των ερωτευμένων να απομονώνονται και να εξορίζουν εαυτόν σε κάποιο νησί καταμεσής του πελάγους. Ο Ρενάτο ελάχιστα ενδιαφέρεται για τις συμφορές που φέρνει ο πόλεμος στον τόπο του και στους οικείους του. Το μοναδικό του ενδιαφέρον μοιάζει να είναι το αντικείμενο του πόθου του. Βλέπει τη μορφή της Μαλένα παντού και η παρουσία της του στοιχειώνει τα όνειρα. Μέσα από αυτή τη συνθήκη, προκύπτει ένας αναπόδραστος παραλληλισμός μεταξύ του έρωτα και του πολέμου. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους. Μετά την ολοκλήρωσή τους, για παράδειγμα, οι ήρωες που κατόρθωσαν να επιβιώσουν απ’ αυτούς, θριαμβολογούν, υπερβάλλουν μέσα στα επιτρεπτά όρια για τα κατορθώματά τους και παρουσιάζουν τα διαπιστευτήρια ηρωισμού που συγκέντρωσαν στη διάρκειά τους. Οι χαρακιές στο κορμί τους μετατρέπονται σε σύμβολα ενός περασμένου κινδύνου.
Την πρώτη φορά που είδα τη «Μαλένα» σε κάτι άγουρα εφηβικά χρόνια, αποτράβηξα το βλέμμα μου από την οθόνη κατακόκκινος, αναγνωρίζοντας ένα βαθιά προσωπικό συναίσθημα κι ένα κοινό πεπρωμένο. Εφτασα στο σημείο να θυμώσω με τον Τορνατόρε, γιατί τόλμησε να περιγράψει αυτή την φρικτή ανάγκη, τη σαρκοβόρα φύση της ερωτικής επιθυμίας που μας τρώει τα σπλάχνα. Ενιωσα βαθιά προδομένος και εκτεθειμένος. Πίστευα πως τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα ήταν ένα επτασφράγιστο ολόδικό μου μυστικό, το σιωπηλό αντίτιμο της ενηλικίωσης. Στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου είδα και την εμβληματική πρωταγωνίστρια από κοντά και αναμετρήθηκα με τους δαίμονες της εφηβικής μου ηλικίας, κατάλαβα πως η «Μαλένα» είναι αγέραστη γιατί δεν δίνει δεκάρα για τους καθωσπρεπισμούς μας. Διασχίζοντας τις πόλεις του νου μας, μας μετατρέπει σε ασυγκράτητους όχλους, μας αναγκάζει να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας, ξυπνάει μέσα μας ολόκληρους αστερισμούς από ανήσυχες σκέψεις. Η «Μαλένα» είναι μια μεγάλη ταινία. Παραμένει το κοινό μας μυστικό.