Ο Κμιρ και η γυναίκα του, η Ανα, είναι κακόμοιροι κατατρεγμένοι και φτωχοί αγρότες που υποφέρουν από το ζυγό του Τσάρου και της Εκκλησίας. Τόσο αγωνίζονται να επιβιώσουν που ποτέ δεν έχουν προλάβει ή τολμήσει να δοκιμάσουν αυτό το αφηρημένο αγαθό που λέγεται ευτυχία. Απογοητευμένη, η Ανα στέλνει τον άντρα της σ’ ένα ταξίδι, λέγοντάς του ότι αν δε βρει την ευτυχία, καλύτερα να μη γυρίσει. Ο Κμιρ θα επιστρέψει φέρνοντας χρήματα, αλλά αυτά θα τους οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη δυστυχία και τον Κμιρ στη φυλακή για 33 χρόνια. Βγαίνοντας, ελεύθερος πια, ο ήρωας θα δει τη χώρα το να έχει μετατραπεί από τσαρική αυτοκρατορία σε σοβιετική ένωση, αλλά ούτε κι εκεί ο Κμιρ και η Ανα μπορούν να βρουν τον τόπο που τους χωράει.
Ο Μεντβέντκιν σκηνοθέτησε, το 1934, μια αγνή, λαϊκή κωμωδία, βωβή και γκαφατζίδικη στα χνάρια του Σαρλό, αλλά με την πολιτική και κοινωνική αγωνία του στην καρδιά. Κάνοντας χρήση των απίστευτων σκηνικών και τεχνικών που ήδη είχε δημιουργήσει η χώρα του, φτιάχνει μια κωμωδία εξπρεσιονιστική, σουρεαλιστική σχεδόν, γεμίζοντάς την απλοϊκότητά του με έναν καλοδεχούμενο και επίκαιρο, τότε, μηδενισμό: όσο χοντρός κι εκμεταλλευτής είναι ο τσάρος, άλλο τόσο ψεύτικοι και καταπιεστικοί είναι οι σοβιετικοί στρατιώτες. Ανάμεσά τους, ο απλός άνθρωπος του λαού δεν έχει θέση παρά ως θύμα. Γι’ αυτόν η «ευτυχία» είναι ένα άπιαστο όνειρο, κυρίως επειδή την τοποθετεί σε λανθασμένες υλικές αναζητήσεις.
Ογδόντα χρόνια μετά τη δημιουργία της, η ταινία, την οποία ανακάλυψε και διέδωσε στη δεκαετία του ’70 ο Κρις Μαρκέρ, βλέπεται με άνεση, όχι μόνο «εγκυκλοπαιδικά», χάρη στον υπερβατικό της χαρακτήρα και τις διαρκείς εκπλήξεις και πνευματώδεις ανατροπές. Κυκλοφορεί άλλωστε και στο youtube με περισσά χτυπήματα. Ο συνδυασμός της προβολής της μαζί με τις μικρού μήκους ταινίες της Νάνσυ Σπετσιώτη που κατά κύριο λόγο μιλούν για την Ελλάδα της κρίσης και της ανέχειας μοιάζει με καταχρηστικό συνειρμό.