Η Πιλάρ Παλομέρο επιστρέφει με μια εσωτερική, λιτή ιστορία που επιχειρεί να διερευνήσει τη σιωπηλή ένταση των οικογενειακών σχέσεων όταν οι λέξεις έχουν χαθεί προ πολλού. Και μπορεί τα «Λαμπυρίσματα» να είναι μια φροντισμένη, συναισθηματικά συνεπής ταινία, όμως η πρόθεσή της να μείνει μακριά από κάθε μελοδραματισμό καταλήγει (συχνά) σε συναισθηματική απόσταση και σε μια αφήγηση που κουράζει με την επανάληψη των σιωπών της.

Η ζωή της Ιζαμπέλ παίρνει μια απροσδόκητη τροπή όταν η κόρη της, Μανταλέν, της ζητά να φροντίσει τον άρρωστο πατέρα της, Ραμόν. Μετά από δεκαπέντε χρόνια χωρίς να έχει δει τον πρώην σύζυγό της, η Ιζαμπέλ θα προσπαθήσει να εκπληρώσει την αποστολή της με επιμέλεια και ψυχρότητα.

Η Παλομέρο σκηνοθετεί με μια αίσθηση εγκράτειας και στοχασμού, η οποία σε πολλά σημεία λειτουργεί, ειδικά στα κοντινά πλάνα προσώπων και τις σιωπηλές σκηνές, όμως εδώ, η απόφασή της να αποφύγει κάθε δραματουργική ένταση κάνει την ταινία να μοιάζει στατική, χωρίς συναισθηματικές κορυφώσεις ή εσωτερική εξέλιξη. Ο ρυθμός κυλάει με μια σχεδόν επίμονη ησυχία, η οποία σταδιακά γίνεται κουραστική και δυσκολεύει τη σύνδεση με τους χαρακτήρες. Και μπορεί η φωτογραφία, με φυσικά χρώματα και υποτονικούς φωτισμούς, να αποτυπώνει όμορφα τη μελαγχολία του φθινοπώρου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, δεν καταφέρνει όμως να τολμήσει για να δώσει εκείνο το κάτι που θα την κάνει να ξεχωρίσει, αλλά ούτε και να πειραματιστεί.

Βέβαια η ταινία της Παλομέρο αγγίζει με ειλικρίνεια θέματα όπως η φροντίδα, η συγχώρεση, η ευθύνη απέναντι στο παρελθόν και το δικαίωμα στη δεύτερη ευκαιρία, αλλά τα μηνύματα αυτά, αν και ανθρώπινα, παραμένουν σε ένα επίπεδο αναγνωρίσιμης προβλεψιμότητας. Δεν υπάρχει πραγματική αμφισημία, ούτε στιγμές που ταρακουνούν τον θεατή ή τον καλούν σε βαθύτερη ενδοσκόπηση. Η προσέγγιση της Παλομέρο είναι ειλικρινής αλλά υπερβολικά προσεκτική, αφήνοντας την αίσθηση πως η ταινία δεν τολμά να μπει στα πιο δύσκολα συναισθηματικά εδάφη που υπονοεί.

Στο επίκεντρό της η Πατρίθια Λόπεθ Αρνάιθ ενσαρκώνει με εσωτερικότητα και λεπτότητα την Ιζαμπέλ, μια γυναίκα που έχει μάθει να ζει καταπιέζοντας τα συναισθήματά της. Είναι μια μετρημένη, στέρεα ερμηνεία, αλλά σε στιγμές χάνει τον συναισθηματικό παλμό, ακριβώς επειδή όλα κρατιούνται κάτω από την επιφάνεια. Ο Αντόνιο δε λα Τόρε, με την εμπειρία του, φέρνει βάθος στον Ραμόν αλλά και αυτός δείχνει περιορισμένος από ένα σενάριο που δεν του δίνει πολλά να εκφράσει, ενώ η Μαρίνα Γκερόλα μπορεί να προσθέτει μια νότα νεανικής ειλικρίνειας και συναισθηματικής ρευστότητας — μια αναζωογονητική παρουσία που, δυστυχώς, δεν αξιοποιείται όσο θα μπορούσε.

Τα «Λαμπυρίσματα» είναι μια ταινία με καθαρή αισθητική και συμπάθεια προς τους χαρακτήρες της, όμως δεν κατορθώνει να ξεπεράσει την ακινησία της αφήγησής της. Οι ερμηνείες είναι τίμιες αλλά συγκρατημένες, η σκηνοθεσία σταθερή αλλά χωρίς νεύρο, και το μήνυμα ανθρώπινο αλλά όχι ιδιαίτερα διεισδυτικό. Μια αξιοπρεπής ταινία που σε σέβεται μέχρι να πέσουν οι τίτλοι, αλλά δύσκολα σου δείχνει αυτό το λαμπύρισμα της φλόγας που κρύβεται μέσα της για να σε συγκλονίσει.