Ενα ζευγάρι 40άρηδων, ο Ντιέγκο και η Εμίλια, ζουν μία αστική, φιλήσυχη ζωή. Εκείνος γιατρός, εκείνη μετεωρολόγος τηλεοπτικού σταθμού, περνούν τις μεγαλύτερες αναταραχές στην καθημερινότητά τους όταν έρχονται αντιμέτωποι με την αυθάδικη προεφηβεία του γιου τους. Ολα τ' άλλα βρίσκονται στην τέλεια, άνευρη, τακτοποιημένη, μπεζ θέση τους. Μέχρι το βράδυ που η Εμίλια μαθαίνει το μυστικό της παθιασμένης σχέσης των καλύτερών τους φίλων: ο Ρίτσαρντ (συνέταιρος του Ντιέγκο) και η Μπετίνα κλείνουν 10 φλογερά χρόνια μαζί γιατί... ανανεώνονται. Γιατί... τολμούν να πειραματιστούν. Γιατί είναι swingers. Πάνε σε οργανωμένα πάρτι, ενός πολύ «cool» κύκλου και κάνουν σεξ με πολλαπλούς παρτενέρ. Αυτή η εξομολόγηση φουντώνει την βαριεστημένη Εμίλια, η οποία ξεκινά να πιέζει τον ντροπαλό και διστακτικό Ντιέγκο να δοκιμάσουν κι εκείνοι. Μόνο που ο δρόμος προς την σεξουαλική απελευθέρωση, ακόμα κι αν είναι στρωμένος με συναινετικές προθέσεις, είναι επικίνδυνος, κατηφορικός και χωρίς φρένα. Για να τον επιβιώσεις πρέπει να έχεις δεχτεί την πιθανότητα ότι μπορεί να τα πετάξεις όλα στον γκρεμό.
Η αργεντίνικη κομεντί πατάει σε όλες τις συνταγές της νεύρωσης, των ταμπού και των ονειρώξεων του μέσου θεατή για να δημιουργήσει μπουφόνικη, φλύαρη, σε στιγμές απολαυστική και, σε άλλες (περισσότερες), βαθιά προβλέψιμη φάρσα καταστάσεων. Ο ταραγμένος, γεμάτος αναστολές σύζυγος, η πρώην σεμνή και νυν ξαναμμένη γυναίκα του, το προχωρημένο φιλικό ζευγάρι, τα μεγαλοαστικά χλιδάτα πάρτι οργίων, οι καρικατούρες δευτεροχαρακτήρες. Ολα είναι τραβηγμένα από τα μαλλιά, με τον τρόπο που απαιτεί μία ανάλαφρη κωμωδία που δεν έχει κάτι βαθύτερο να πει - δεν έχει το σουρεαλισμό και την τόλμη ενός Αλμοδόβαρ, την ακαδημαϊκότητα και τη φιλοσοφία ενός Γούντι Αλεν.
Εδώ όλα είναι... αφρός. Οι διάλογοι, η υπερβολή στη θεατρικότητα των ερμηνειών, οι παρεξηγήσεις, οι γκάφες. Οι ήρωες είναι χαριτωμένα σχήματα, θα μπορούσαν να βρίσκονται σε καλοστημένη κωμική σειρά στους δέκτες μας με εβδομαδιαίο ραντεβού, θα τους βλέπαμε ευχάριστα, θα μας διασκέδαζαν, θα περνούσε το μισάωρο μιας sit com χωρίς να το καταλάβουμε.
Η ελαφρότητα της ταινίας όμως δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της. Περισσότερο ο, όποιος, ενθουσιασμός ξεφουσκώνει από την ηθικοπλαστική, βαθιά προβλέψιμη κι ακόμα πιο απογοητευτικά συντηριτική ανατροπή του δεύτερου μέρους. Οσο παρακολουθούσαμε τις γάργαρες περιπέτειες της αργεντίνικης μπουρζουαζίας, την αβάσταχτη ελαφρότητα του id τους, περνούσαμε καλά. Οταν μας κούνησαν το δάχτυλο στο πρόσωπο προειδοποιώντας μας ότι το σεξ χωρίς όρια βλάπτει σοβαρά την υγιή σχέση, τότε μας κόπηκε η λίμπιντο.
Ομως το καλοκαιρινό κοινό βάζουμε στοίχημα ότι μπορεί να απογειωθεί αν κάτι, έστω, χαριτωμένο του ξυπνήσει την ορμή για απροβλημάτιστη, mainstream κωμωδία. Ολοι άλλωστε έχουμε κάπου κάποτε προσποιηθεί.