Ο Φερνάντο είναι ένας Μεξικανός νεαρός χορευτής με εγκλωβισμένες φιλοδοξίες σε μία χώρα που δεν μπορεί να του προσφέρει το μέλλον που ονειρεύεται. Για αυτό και περνάει παράνομα, επικίνδυνα, τα σύνορα από το Σαν Αντόνιο στην Καλιφόρνια. Ενας ακόμα «λαθραίος» σ' ένα καμιόνι με άλλους μετανάστες - κάποιοι επιβιώνουν, κάποιοι όχι.
Εχει ρισκάρει τα πάντα για να βρεθεί στο Σαν Φρανσίσκο, εκεί που κατοικεί η πλούσια ερωμένη του. Η Tζένιφερ, μεγαλύτερή του και μεγαλοαστή, χορηγός των τεχνών στο Μεξικό και της σχολής χορού του, τον γνώρισε εκεί, τον ερωτεύτηκε, τού υποσχέθηκε το αμερικανικό όνειρο (ότι θα βρει τρόπο να του εξασφαλίσει άσυλο και μέλλον), έφυγε, χάθηκε.
Γιατί κι η ίδια είναι εγκλωβισμένη. Στις συνθήκες της- κόρη εκατομμυριούχου επιχειρηματία, φιλάνθρωπου μεν, αλλά με κοινωνικό στάτους που απαιτεί να συνεχίσουν και τα παιδιά του. Πραγματικά ερωτεύθηκε τον Μεξικανό πάμπτωχο Φερνάντο. Ηταν ειλικρινής στο ότι θα τον παντρευόταν για να του χαρίσει την υπηκοότητα και μια πραγματική ευκαιρία στο όνειρό του. Αυτά συμβαίνουν όμως σε έναν αντίστοιχα ονειρικό κόσμο. Κι αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει.
Μετά από το δυνατό, αξέχαστο «Memory», ο Μισέλ Φράνκο συνεργάζεται ξανά με την Τζέσικα Τσαστέιν. Αυτή τη φορά όμως με κάτι που απογοήτευσε και τα δικά μας όνειρα - θέλαμε να πιστέψουμε ότι ο Μεξικανός σκηνοθέτης είχε επιστρέψει στον παλιό, καλό του εαυτό.
Πόσο άδοξο, πόσο επιδερμικό, πόσο άστοχο επόμενο βήμα στη φιλόδοξη τριλογία που έχει δηλώσει ότι θέλει να κάνει με ηγετική πρωταγωνίστρια την Τσαστέιν.
Ναι, ο Φράνκο είναι πάντα ψυχρός, κυνικός, περιγράφει καυτά ζητήματα από απόσταση, επενδύει σε σοκαριστικές ανατροπές στην τρίτη πράξη για να εμβολίσει τις αισθήσεις του θεατή. Ολα αυτά τα περιμέναμε.
Δεν περιμέναμε όμως ένα σενάριο γεμάτο κλισέ, με δήθεν δυνατές ταξικές συγκρούσεις - στην ουσία απολύτως αναμενόμενες, κακογραμμένες και κακοστημένες. Μία μοντέρνα ιστορία χωρίς την παραμικρή φρέσκια ιδέα στο πώς παρουσιάζει κανείς τον βαθιά ριζωμένο «not in my backyard» ρατσισμό των «φιλεύσπλαχνων» Αμερικανώ. Κι ένα τέλος που (δεν το θέλει, αλλά..) αφήνει την πόρτα ανοιχτή για να δικαιώσει τους Τραμπιστές αυτής της χώρας.
Ακόμα χειρότερα; Η Τσαστέιν που περιφέρεται στην ταινία ευνουχισμένη, παγερή, ποζάτη. Εγκλωβισμένη στα κυριλε της ρούχα και τις ψηλοτάκουνες γόβες της, χωρίς γερό κείμενο, χωρίς να της επιτρέπει εκφραστικότητα, ερμηνεία.
Χαμένα όνειρα, χαμένη ευκαιρία.