Ο Τζανγκο Ράινχαρτ, υπήρξε μια αληθινή ιδιοφυΐα της τζαζ, ένας μουσικός που έφερε το τσιγγάνικο πάθος στην τζαζ κιθάρα και δημιούργησε ένα δικό του στιλ που έγινε στην πορεία κλασσικό. Γεννημένος το 1910 στο Βέλγιο από τσιγγάνους γονείς, ξεκίνησε να ζει από την μουσική ήδη στα δεκατρία του χρόνια, όμως το φιλμ του Ετιέν Κομάρ τον συναντά στα 1943 στο υπό κατοχή Παρίσι, όντας ήδη λαμπρός σταρ, ακόμη κι αν αναγκάζεται να παίζει μουσική κυρίως για τους Γερμανούς κατακτητές, οι οποίοι ακόμη κι αν δεν έχουν σε καμμιά εκτίμηση την μουσική των μαύρων ή των τσιγγάνων, δεν μπορούν να αντισταθούν στο ταλέντο και τον συναρπαστικό ρυθμό του.

Στην πραγματικότητα, ένας λάτρης της τζαζ αξιωματικός των Ναζί, φιλοδοξεί να οργανώσει μια λαμπρή περιοδεία για τον Τζάνγκο στην Γερμανία, με σκοπό να παίξει στα μεγαλύτερα θέατρα της χώρας πιθανότατα μπροστά στον Γκέμπελς, ίσως ακόμη και στον Φίρερ. Ομως με τις διώξεις των Ναζί να έχουν γίνει πλέον μαζικές κι εκτός από τους Εβραίους πλέον τα τρένα να φορτώνουν προς άγνωστο προορισμό και τσιγγάνους, ο Ράινχαρντ θα προειδοποιηθεί από μία ερωμένη του να μην πραγματοποιήσει την περιοδεία και να φυγαδεύει στα σύνορα της Ελβετίας με την έγκυο γυναίκα και την μητέρα του, σε μια προσπάθεια όταν δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία να περάσει απέναντι σε ουδέτερo έδαφος.

Η ιστορία ακούγεται συναρπαστική κι αγγίζει ενδιαφέρουσες νότες, όπως φυσικά τον ελάχιστα ιδωμένο στην οθόνη διωγμό των τσιγγάνων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά κι αυτό του καθήκοντος ή της δυνατότητας ενός καλλιτέχνη στην αντίσταση σε σκοτεινούς καιρούς και εξουσίες. Μόνο που το φιλμ του Κομάρ δεν προσεγγίζει παρά μόνο περιγραφικά τα παραπάνω, δεν κατορθώνει να αποδώσει το μέγεθος της ιστορικής τραγωδίας, ούτε να εμβαθύνει στα ηθικά διλλήματα του βασικού του ήρωα.

Μπορεί το φιλμ να αποκαλύπτει την μουσική ιδιοφυΐα του Ράινχαρντ, όχι μόνο ως ερμηνευτή, αλλά κι ως συνθέτη κι ενορχηστρωτή μέσα από μια σειρά καλογυρισμένες σκηνές γεμάτες μουσική, αλλά δεν πετυχαίνει να χτίσει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο ενός άντρα που μοιάζει γεμάτος αντιφάσεις. Δοτικός μα και νάρκισσος, αφοσιωμένος σύζυγος μα κι εραστής άλλων γυναικών, τσιγγάνος μα απόλυτα άνετος στην μεγαλοαστική ζωή του, ατίθασος μα και μη πολιτικός όταν χρειαζόταν.

Μόνο που όλα αυτά είναι περισσότερο πράγματα που φαντάζεσαι για τον ήρωα αφού δεν σκιαγραφούνται παρά πολύ αμυδρά από το σενάριο, αφήνοντας τον χαρακτήρα του Ράινχαρντ ημιτελή και αυτούς όλων των άλλων γύρω του, στην καλύτερη περίπτωση σχηματικούς στην χειρότερη –όπως για παράδειγμα τους Ναζί- στα όρια της καρικατούρας.

Η απειρία του Κομάρ να χτίσει κάτι παραπάνω από μια σχεδόν τηλεοπτικής λογικής βιογραφική ταινία είναι προφανής, αφού το «Django» αποτελεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο και η προϋπηρεσία του στο σινεμά είναι μόνο σεναριακή και από την θέση του παραγωγού σε φιλμ όπως το «Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων». Κλείνοντάς το φιλμ με φωτογραφίες τσιγγάνων που έπεσαν θύμα της θηριωδίας των ναζί, μπορεί οι τίτλοι του τέλους να κάνουν μια έντονη δηλωση, την ίδια στιγμή όμως τονίζουν τα όσα θα μπορούσε να είναι αυτή η ταινία, που αν και αξιοπρεπής δεν παύει να μοιάζει με μια χαμένη ευκαιρία.