Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1962, στην ρωσική πόλη Νοβοτσερκάσκ της τότε Σοβιετικής Ενωσης, ξέσπασαν ταραχές, αρχικά στο εργοστάσιο ατμομηχανών Μπουντιόνι όπου οι εργαζόμενοι σταμάτησαν να εργάζονται και εξαπλώθηκε στη συνέχεια και σε άλλες επιχειρήσεις. Αιτία ήταν η αύξηση των τιμών βασικών τροφίμων, αλλά και η αντίστοιχη αύξηση της ελάχιστης ποσόστωσης παραγωγής και η μείωση της αμοιβής των εργατών.

Την πρωτοφανή απεργία για το «σοσιαλιστικό κράτος» της Σοβιετικής Ενωσης, που αποφασίστηκε όταν κανένας υψηλόβαθμός δεν δέχθηκε να ακούσει τα παράπονα των εργατών, ακολούθησαν και διαδηλώσεις με πορείες μέχρι το δημαρχείο της πόλης και το αρχηγείο της αστυνομίας, ενώ την καταστολή των διαδηλωτών ανέλαβε από κοινού ο στρατός και η KGB, με ελεύθερους σκοπευτές και πυροβολισμούς στον αέρα που κόστισαν την ζωή σε 26 ανθρώπους συν 87 τραυματίες.

Η «σφαγή του Νοβοτσερκάσκ» έμεινε στην Ιστορία ως τέτοια, μόνο μετά το 1992, αφού η εντολή για απόλυτη λήθη των τραγικών συμβάντων ήταν σαφής προς όλους, αξιωματούχους και μη. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει τι ακριβώς συνέβη εκείνες τις δύο ημέρες, όταν μια ρωγμή στο ατσάλινο σώμα της Σοβιετικής Ενωσης υπήρξε αρκετή για να διαλύσει τους μύθους χρόνων και να αποκαλύψει με τον χειρότερο τρόπο μπροστά στα έντρομα μάτια των τυφλών «συντρόφων» έναν μηχανισμό που τελικά λειτουργούσε με τους ίδιους - και ακόμη πιο σκοτεινούς - νόμους από αυτούς πάνω στην ακύρωση των οποίων οικοδομήθηκε.

Αυτό είναι το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο στο κέντρο του οποίου ο βετεράνος και πιο «Αμερικάνος» από τους Ρώσους συναδέλφους του, ο Αντρέι Κοντσαλόφσκι του αειθαλούς «Το Τρένο της Μεγάλης Φυγής», τοποθετεί μια από τις καλύτερες ταινίες του.

Ενα φιλμ που πάνω στην τομή του προσωπικού με το οικουμενικό χτίζει σκηνή με τη σκηνή μια κινηματογραφική περιπέτεια που παρακολουθείς στην άκρη της θέσης σου, θεατής και ήρωας κι εσύ ενός τραγικού παραλογισμού, σπαρακτικού γιατί είναι ιδωμένος την ίδια στιγμή μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας που φοράει ταυτόχρονα τα ρούχα της εξουσίας και του απλού λαού σε μια συνταρακτική, όχι και τόσο μοιραία συγκυρία.

Η γυναίκα είναι η Λιουντμίλα, μια δημοτική σύμβουλος στο Νοβοτσερκάσκ, σύντροφος που τιμάει τη θέση της με το να θεωρεί τον εαυτό της δίκαια «προνομιούχο» στις προμήθειες που ο υπόλοιπος λαός στριμώχνεται για να αποκτήσει, δίκαια «άτεγκτο» απέναντι σε όποιον χλευάζει και αμφισβητεί την ακεραιότητα της Σοβιετικής Ενωσης, δίκαια «νοσταλγό» του Στάλιν για τον οποίο πολέμησε, δίκαια «μόνη» απέναντι σε έναν παράνομο εραστή, έναν πατέρα που αναγνωρίζει προφητικά τη ματαιότητα ενός συστήματος που φτάνει στο τέλος του, μιας κόρης που ανήκει σε μια άλλη γενιά, έτοιμη να ανατρέψει κάθε δεδομένο.

Οταν θα ξεσπάσει η απεργία στο εργοστάσιο ατμομηχανών, η Λιουντμίλα θα πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων ως αφοσιωμένη υπηρέτης του συστήματος και ως μητέρα, αφού η κόρη της βρίσκεται ανάμεσα στους διαδηλωτές και η τύχη της είναι άγνωστη όταν ξεσπάει η τραγωδία.

Σαν μια ιστορία που όχι μόνο θα μπορούσε, αλλά μάλλον συνέβη στ’ αλήθεια, η διαδρομή της Λιουντμίλα είναι ένα roller coaster μέσα στην κόλαση των ψευδαισθήσεων όταν αυτές πέφτουν στο κενό για να ξεγυμνώσουν την αλήθεια.

Ο Κοντσαλόφσκι τη σκηνοθετεί σε αυστηρό και ελαφρώς σέπια ασπρόμαυρο και σε τετράγωνο ασφυκτικό κάδρο που με σκηνές αριστοτεχνικά ενορχηστρωμένες αποδεικνύεται ακόμη πιο κλειστοφοβικό στον εξωτερικό χώρο παρά μέσα στους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος όπου ζουν εγκλωβισμένες οι τρεις γενιές Σοβιετικών. Μέσα από το βλέμμα της Λιουντμίλα, τα γεγονότα στο Νοβοτσερκάσκ παύουν πλέον να αφορούν μόνο το σαθρό οικοδόμημα της Σοβιετικής Ενωσης και γίνονται η στιγμή της συνειδητοποίησης πως αυτό στο οποίο πίστευες ήταν ένα ψέμα, πως αυτό στο οποίο αφιέρωσες τη ζωή σου σε αφήνει μόνη αβοήθητη στη μέση του δρόμου, πως κανένα σύστημα δεν πρέπει και δεν μπορεί να στέκεται πιο ψηλά από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ανθρώπινη ζωή.

Με όρους περιπέτειας, όπου η αγωνία αγγίζει τα πιο καταχωνιασμένα ανθρώπινα ένστικτα και η δράση εκτυλίσσεται με κομμένη την ανάσα, αλλά και με στιγμές ποίησης αποτυπωμένες κατά κύριο λόγο πάνω στην ατμόσφαιρα που κουβαλά η σύζυγος του Κοντσαλόφσκι, Γιούλια Βιζότσκαγια, το (με τον ειρωνικό τίτλο) «Αγαπητοί Σύντροφοι!» είναι σαφές πως θέλει να κρατήσει ισορροπίες ανάμεσα στους «καλούς» και τους «κακούς», δεν αποφεύγει το σκόπελο των κλισέ που επειδή συμβαίνουν στην πραγματικότητα, είναι γνωστό πως δεν σημαίνει ότι λειτουργούν και κινηματογραφικά, ενώ παραμένει επικριτικό ως προς το παρελθόν της Ρωσίας χωρίς όμως καμία διάθεση να θυσιάσει την κινηματογραφική απόλαυση.

Το στίγμα του όμως είναι σαφές και απαραίτητο: σινεμά που από πολιτικό γίνεται - ίσως ακόμη σημαντικότερο - βαθιά κοινωνικό, ένα ξαναδιάβασμα της Ιστορίας, μια αφύπνιση και απότομο ξύπνημα στο παρόν μαζί.