To «Cure» του Κιγιόσι Κουροσάουα, παρά τις όποιες ατέλειές του, είναι μια σπουδαία ταινία.

Και αυτό όχι μόνο γιατί θεωρείται μια ταινία σταθμός η οποία, συνδυάζοντας τον τρόμο με το αστυνομικό θρίλερ, αναβίωσε και εκτόξευσε εκτός Ιαπωνίας το είδος του J-horror στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, βάζοντάς την μάλιστα και στις λίστες με τις αγαπημένες ταινίες αρκετών σκηνοθετών, από τον Μάρτιν Σκορσέζε στον Μπονγκ Τζουν-χο, αλλά και γιατί μέσα από ένα σκοτεινό ταξίδι μέσα στον λαβύρινθο του μυαλού, σε βυθίζει σταδιακά και μεθοδικά μέσα σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, που ως το τέλος νιώθεις πως σου κόβει την ανάσα.

Στην ταινία ένα κύμα φρικιαστικών δολοφονιών σαρώνει το Τόκιο. Η μόνη σύνδεση είναι ένα αιματηρό Χ χαραγμένο στο λαιμό καθενός από τα θύματα. Σε κάθε περίπτωση, ο δολοφόνος βρίσκεται κοντά στο θύμα και δεν θυμάται τίποτα από το έγκλημα. Ο ντετέκτιβ Τακάμπε και ο ψυχολόγος Σακούμα καλούνται να ανακαλύψουν τη σύνδεση των αποτρόπαιων εγκλημάτων, αλλά η έρευνά τους δεν οδηγεί πουθενά.

Οι επιρροές στην ταινία του Κουροσάουα, όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος εξάλλου, είναι από την πρώτη στιγμή εμφανείς, συνδυάζοντας στοιχεία από κλασικές αμερικάνικες ταινίες του είδους, όπως το «Se7en» (το πρώτο πράγμα που ίσως έρχεται στο μυαλό κάποιου βλέποντάς την), με εκείνη την απόκοσμη και σε στιγμές ανατριχιαστική φύση των ιαπωνικών ταινιών τρόμου. Αν και ο τίτλος αναφέρεται σε «θεραπεία», η ταινία διερευνά περισσότερο την έννοια της ανεξέλεγκτης βίας και της ανθρώπινης επιρροής μέσα σε ένα δαιδαλώδες ψυχολογικό θρίλερ που πραγματεύεται τη φύση του κακού και τη λεπτή γραμμή μεταξύ λογικής και παραφροσύνης.

Επικεντρώνοντας περισσότερο στη ροπή του ανθρώπου για τη βία, παρά σε μια πιο άμεση ή μεταφυσική έννοια του κακού, η ταινία αναδεικνύει την ιδέα ότι το κακό δεν είναι απλώς κάτι εξωτερικό ή υπερφυσικό, αλλά μια βαθιά ανθρώπινη κατάσταση που μπορεί να προκληθεί από εσωτερικές ή ψυχολογικές καταστάσεις. Ο τρόπος που παρουσιάζεται η βία στην ταινία δεν είναι συνήθως γραφικός. Αντίθετα, η βία συχνά υποννοείται ή παρουσιάζεται με πολύ απλό τρόπο, γεγονός που ενισχύει την αίσθηση του τρόμου μέσω της αφήγησης και της ατμόσφαιρας, παρά μέσω εικόνων που σοκάρουν, εστιάζοντας περισσότερο έτσι στην ανθρώπινη ψυχολογία, παρά σε εξωτερικούς παράγοντες.

Για να το πετύχει αυτό ο Κουροσάουα χρησιμοποιεί μια σειρά από σκηνοθετικά εργαλεία για να ενισχύσει την αίσθηση του μυστηρίου και του τρόμου, παίζοντας αρκετά με τη χρήση του χώρου, τη χρήση του φωτός και των σκιών, οι οποίες σε πολλές σκηνές, γίνονται σχεδόν χαρακτήρες από μόνες τους, ενισχύοντας έτσι το αίσθημα της απειλής. Επιλέγει να κινηματογραφεί συχνά σε άδειους ή απομονωμένους χώρους, δημιουργώντας μια αίσθηση αποξένωσης και απομόνωσης, γεγονός που ανεβάζει στα ύψη την ένταση και την αίσθηση του κινδύνου που υποβόσκει καθόλη τη διάρκειά της. Παίζοντας παράλληλα με λήψεις συχνά μακρινές και στατικές, σου δίνει χρόνο να απορροφήσεις τη σκηνή και να αισθανθείς το σασπένς που σιγοβράζει, με την κίνηση της κάμερας να είναι μάλλον περιορισμένη, κάτι που δημιουργεί μια αίσθηση ακινησίας και εγκλωβισμού, ενισχύοντας έτσι τον ψυχολογικό τρόμο της ταινίας - κάτι που αποτελεί ένα από τα πιο κύρια χαρακτηριστικά του J-horror.

Από την άλλη όμως ο ρυθμός της ταινίας είναι ελεγχόμενος, δίκοπο μαχαίρι ως επιλογή, με τον Κουροσάουα να μην βιάζεται να αποκαλύψει την πλοκή, ενώ αντίθετα την αφήνει να χτίζεται σιγά-σιγά, σχεδόν βασανιστικά, κάτι που ίσως αποτρέψει πολλούς να την απολαύσουν όπως πρέπει. Επιπλέον, αφήνει πολλά ερωτήματα αναπάντητα τα οποία οδήγουν σε ένα αμφίσημο φινάλε. Ο Κουροσάουα αρέσκεται να εστιάζει περισσότερο στη δημιουργία μιας αίσθησης αβεβαιότητας και ψυχολογικού τρόμου, παρά στο να δίνει σαφείς απαντήσεις και αφήνει το κοινό του να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Και είναι αυτή η έλλειψη κάθαρσης που δίνει στο «Cure» τη δύναμή του, καθιστώντας το μια από τις πιο σημαντικές ταινίες όχι μόνο στο στο είδος J-horror αλλά και σε εκείνο του ψυχολογικού θρίλερ.