Στο Παρίσι του 1871, λίγο με την ήττα των Γάλλων από τους Πρώσους, εργάτες και ριζοσπάστες διανοούμενοι ελέγχουν την κατάσταση στην πόλη την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση έχει καταφύγει στις Βερσαλλίες.
Μπορεί, περισσότερο για λόγους αρχειοθέτησης, ο βρετανός Πίτερ Γουότκινς να καταχωρείται στην ιστορία του κινηματογράφου ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, αλλά στην πραγματικότητα κανένα έργο της φιλμογραφίας του δεν υπήρξε ντοκιμαντέρ με την στενή έννοια του όρου. Υπέρμαχος της αποδόμησης των κινηματογραφικών ειδών και πολέμιος της «μονοφόρμας», όπως χαρακτήρισε ο ίδιος την ομογενοποιημένη αφήγηση όπως την δίδαξε και την επέβαλλε το Χόλιγουντ, ο Γουότκινς πειραματίστηκε για περισσότερες από πέντε δεκαετίες πάνω στο είδος του ντοκιμαντέρ παραδίδοντας μερικά από τα πιο σημαντικά υβρίδια του είδους και ταυτόχρονα ένα όγκο δουλειάς που δεν υποτάχθηκε ποτέ σε τοπικούς ή θεματικούς περιορισμούς. Η φήμη του θα εκτοξευόταν το 1965 με το απαγορευμένο για είκοσι χρόνια στην Μ.Βρετανία «The War Game», το οποίο θα κέρδιζε το Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ, αλλά έκτοτε ο Γουότκινς θα εγκατέλειπε την Αγγλία ταξιδεύοντας στην Σουηδία («The Gladiators» του 1969), στην Αμερική («Punishment Park» το 1971), στην Νορβηγία («Edvard Munch» το 1976) και τη Γαλλία για τις ανάγκες της τελευταίας ταινίας του μέχρι σήμερα, της «Κομμούνας».
Αρχικά γυρισμένη για τις ανάγκες του καναλιού La Sept ARTE, η «Κομμούνα» συνάντησε την αποδοκιμασία των υπευθύνων, κυρίως λόγω της φόρμας και της διάρκειας της με αποτέλεσμα η μοναδική προβολή της (από τις 10 το βράδι μέχρι τις 4 το πρωί) να περάσει απαρατήρητη από το κοινό. Ο θόρυβος, όμως, γύρω από το φιλμικο αξιοπερίεργο του Γουότκινς ήταν αρκετός για να κάνει την «Κομμούνα» θρυλική ακόμη και πριν από οποιαδήποτε δημόσια προβολή της. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως η ταινία γυρίστηκε μέσα σε 13 ημέρες, σε ένα εργοστάσιο στο ανατολικό Παρίσι με τη συμμετοχή 220 ερασιτεχνών ηθοποιών (ανάμεσα τους και παράνομοι μετανάστες) σε μια πειραματική προσπάθεια ανασύστασης του 11ου διαμερίσματος του Παρισιού, εκεί όπου έλαβαν χώρα τα σημαντικότερα από τα γεγονότα που συνδέθηκαν με το μύθο της κομμούνας του 1871.
Ανασυνθέτοντας την Ιστορία μέσα από τα ίδια της τα κομμάτια, ο Γουότκινς επιχειρεί μια μείξη αφηγηματικών μέσων που ξεκινούν από τον Μπρεχτ και καταλήγουν στον Μάρσαλ Μακ Λούαν, ανακατεύοντας την δραματοποίηση των γεγονότων με talking heads, κάρτες που ακολουθούν τα γεγονότα, συνεντεύξεις από τους ανθρώπους που υποδύονται τους ήρωες της ταινίας και όλα αυτά σε ένα αιχμηρό ασπρόμαυρο που μέσα από την ψηφιακή του ευλυγισία υπενθυμίζει συνεχώς πως ό,τι παρακολουθούμε είναι απλά μια σύνθεση αυτοσχεδιασμού από μια ομάδα ανθρώπων που μπήκαν στο πνεύμα της παρισινής κομμούνας με σκοπό όχι να το αναπαραστήσουν αλλά να το διαδώσουν. Ταυτόχρονα, ακυρώνοντας τον χρόνο, ο Γουότκινς τοποθετεί ως εξωτερικούς παρατηρητές της «παράστασης» του μια τηλεόραση που μεταδίδει νέα από τις Βερσαλλίες και στον αντίποδα της ένα τηλεοπτικό συνεργείο που καλύπτει τα γεγονότα στο 11ο διαμέρισμα των τελών του 19ου αιώνα.
Ναι, η «Κομμούνα» είναι μια εμπειρία. Οχι τόσο ως μια ευφυής αποδόμηση του ντοκιμαντέρ όπως το γνωρίζαμε μέχρι το 2000, όσο ως σημάδι μιας σκεπτόμενης αναμόχλευσης της ιστορίας του θεάματος στη μορφή μιας ποπ όπερας. Μέσα της, η εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων αποκτά σχεδόν δευτερεύουσα σημασία, καθώς ο όγκος της πληροφορίας, η εξαντλητική επανάληψη των ίδιων θέσεων και η «δογματική» στάση του Γουότκινς υπέρ της μιας πλευράς μοιάζει έτσι κι αλλιώς να καταπλακώνεται από τη δύναμη της φόρμας της ίδιας της κινηματογράφησης του. Και αυτό είναι ίσως το μόνο που ειρωνικά θα μπορούσε κανείς να στρέψει εναντίον αυτής της τιτάνιας προσπάθειας: το γεγονός πως στην προσπάθεια του ο Γουότκινς να σπάσει τους δεσμούς του συμβατικού ντοκιμαντέρ παρασύρεται από την στρατευμένη του πολιτική θέση, αδιαφορεί για την διαλεκτική και τελικά καταλήγει να ακούγεται απλοικός στην επίμονη προσπάθεια του να αναδείξει την «ουτοπία» που ονειρεύτηκαν οι κομμουνάροι και να δικαιολογήσει την διαχρονική αξία ενός κινήματος που κατατροπώθηκε στην πραγματικότητα από τους ίδιους τους χαλαρούς δεσμούς που το γέννησαν.
Σε συνδυασμό με την εξαντλητική διάρκεια της (που αγγίζει τις 6 ώρες – λίγο λιγότερο σε αναλογία κινηματογραφικού χρόνου από τους δύο μήνες που τελικά διήρκεσαν τα γεγονότα του 1871), η «Κομμούνα» παραμένει σε όλη τη διάρκεια της ένα κινηματογραφικό αξιοπερίεργο, μια εκκίνηση για ένα ξαναδιάβασμα της Ιστορίας (και του σινεμά) αλλά όχι και η αφετηρία μιας επανάστασης, όπως θα ήθελε ο δημιουργός της.