Αν αυτό που περιμένει κάποιος να διαβάσει από μια κριτική για τη νέα ταινία του Πάβελ Παβλικόφσκι είναι κατά πόσο ο Πολωνός σκηνοθέτης στέκεται στο ύψος της τεράστιας επιτυχίας του «Ida», η απάντηση είναι θετική, όσο κι αν ο «Ψυχρός Πόλεμος» είναι μια πιο ψυχρή, πιο μελαγχολική και πιο ελλειπτική ταινία, εμπνευσμένη και αφιερωμένη στην ιστορία των ίδιων των γονιών του σκηνοθέτη.
Στη μεταπολεμική Πολωνία, η Ζούλα επιλέγεται για τη φωνή της σε μια χορωδία παραδοσιακής μουσικής που γρήγορα θα γίνει όργανο για την διάδοση των ιδανικών του κομμουνισμού. Εκεί θα γνωρίσει τον Βίκτορ, έναν μποέμ πιανίστα που την ξεχωρίζει αμέσως για το ταλέντο και το ταμπεραμέντο της και θα τον ερωτευτεί παράφορα. Το ίδιο κι αυτός. Οχι όμως τόσο ώστε να την πάρει μαζί του, όταν σχεδιάζει να φύγει για το Παρίσι και να γίνει μέλος μιας παρέας ποιητών και καλλιτεχνών. Η Ζούλα θα τον ακολουθήσει και θα προσπαθήσει να ζήσει μαζί του το όνειρο μια άλλης ζωής, μέχρι που πρώτη αυτή μετά από χρόνια θα επιστρέψει στην Πολωνία, χωρίς τον Βίκτορ, σε μια αλληλουχία διαδρομών μέσα και έξω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα που θα σημαδευτούν ανεξίτηλα από το παράδοξο της σχέσης τους - μια σχέση παράφορου πάθους, ζήλειας, περιφρόνησης και ψυχρότητας.
Αν ο Πάβελ Παβλικόφσκι ήθελε να μεταφέρει όλη την ταραγμένη, παράλογη, στιγματισμένη από μικρές και μεγάλες τραγωδίες ιστορία του Ψυχρού Πολέμου μέσα στην ερωτική ιστορία αυτών των δύο ανθρώπων, το κάνει με τον ωραιότερο τρόπο καθώς το ασπρόμαυρο τετράγωνο κάδρο που αγαπήθηκε τόσο στην «Ida» γίνεται και εδώ ο περιορισμένος, ασφυκτικός, μαζί ρομαντικός και όμως κλειστοφοβικός χώρος μέσα στον οποίο η Ζούλα και ο Βίκτορ θα ανακαλύψουν πως, ενώ δεν μπορούν να ζήσουν μαζί, είναι αδύνατον να ζήσουν χωριστά.
Με το ένα πόδι στην κομμουνιστική Πολωνία του σταλινισμού, της φολκλόρ προπαγάνδας και της βίαιης ενηλικίωσης και με το άλλο στο Παρίσι της τζαζ, του ελεύθερου σεξ, των ποιητών και της βίαιης δεύτερης ενηλικίωσης, η Ζούλα και ο Βίκτορ νιώθουν και είναι ξένοι όχι μόνο στις χώρες που θα περιπλανηθούν κάθε φορά για να συναντήσουν ο ένας τον άλλον αλλά και μέσα στις «χώρες» που ορίζουν τη σχέση τους, τον ίδιο τους τον εαυτό. Κατακερματισμένοι ανάμεσα στις επιθυμίες τους, όσα θα ήθελαν να έχουν και όσα πρέπει να θυσιάσουν για να νιώσουν ευτυχισμένοι, μοιάζουν και οι δύο σαν δύο άνθρωποι που πρέπει κάθε φορά να μάθουν να ζουν μαζί από την αρχή.
Ο Παβλικόφσκι τους ακολουθεί μέσα σε ένα διάστημα 15 χρόνων - από το 1949 μέχρι και τα μισά των 60s, αφήνοντας την ιστορία τους να κυλάει ελλειπτικά, άλλοτε με λεπτομέρεια στις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις και άλλοτε κι αυτός ψυχρά, σαν αυτός ο πόλεμος του τίτλου να διαδραματίζεται ακόμη και όταν δεν υπάρχει πια τίποτ' άλλο να πεις και να τραγουδήσεις για το χρόνο που χάνεται, την αγάπη που πάντα επιστρέφει και μια Ενωση που στηρίχθηκε πάνω στην αρχέγονη έννοια του χωρισμού. Οσο τους κατηγορεί γι' αυτό που κάνουν ο ένας στον άλλον, άλλο τόσο τους αγαπά γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν μαζί και όσο τους θέλει να λειτουργούν σαν σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής, άλλο τόσο τους δίνει συνεχώς τα χαρακτηριστικά δύο υπαρκτών ανθρώπων που ζουν το δικό τους γοητευτικό, μελαγχολικό, ασπρόμαυρο «La La Land».
Με δύο ηθοποιούς που νιώθεις ότι θέλουν - και θα το κάνουν στην τελική σκηνή - να σπάσουν το κάδρο και να βγουν εκτός (τη σαρωτική Τζοάνα Κούλιγκ και τον εσωστρεφή σαν χολιγουντιανό σταρ μιας άλλης εποχής Τόμας Κοτ) και με κάθε σκηνή της ταινίας του να πρέπει να χωρέσει την πικρή επίγευση μιας ολόκληρης ζωή, ο Παβλικόφσκι ολοκληρώνει με τον «Ψυχρό Πόλεμο» ακόμη μια σπουδή ακρίβειας πάνω στο παρελθόν της ίδιας του της χώρας και μαζί ένα ατελές, αλλά στην ολότητά του συγκλονιστικό μικρό φιλμ για έναν μεγάλο έρωτα.