Στο κοντινό μέλλον την πάταξη του εγκλήματος και τη διατήρηση της τάξης έχουν αναλάβει να επιβάλλουν με ωμό τρόπο αστυνομικοί-ρομπότ. Το ανθρώπινο είδος ασφυκτιά κάτω από τον ρομποτικό αυτόν κλοιό και προσπαθεί να αντιδράσει. Eνα τέτοιο ανθρωποειδές, ο Chappie, πέφτει θύμα απαγωγής και προγραμματίζεται κατά έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Γίνεται, έτσι, το πρώτο ρομπότ που έχει την ικανότητα να σκέφτεται και να νιώθει. Κάποιες δυνάμεις, όμως, θεωρούν πως ο Chappie είναι επικίνδυνος και θα κάνουν τα πάντα, για να διατηρήσουν την καθεστηκυία τάξη και να διασφαλίσουν ότι το σκεπτόμενο ρομπότ θα είναι το τελευταίο του είδους του.

Οσες ταινίες και να γυρίσει, ο Νιλ Μπλόμκαμπ θα είναι για πάντα ο συναρπαστικός σκηνοθέτης του αριστουργηματικού «District 9», εκείνης της μικρής ταινίας που μας σύστησε έναν μεγάλο auteur, έναν εκκολαπτόμενο Στίβεν Σπίλμπεργκ στη μορφή ενός geek πολιτικού σκηνοθέτη ικανού να ανατρέψει τα χολιγουντιανά δεδομένα σχεδόν από τις βάσεις τους.

To «Elysium» που ακολούθησε ήταν το λογικό επόμενο βήμα. Μια ακριβή παραγωγή πάνω στο ίδιο θέμα με το «District 9», πιο ατελής στην εκτέλεση του οραματός της, αλλά καλοδουλεμένη και χορταστική με τον τρόπο που οφείλει να το κάνει κάθε σκεπτόμενο blockbuster που σέβεται, πριν από τον θεατή, τον ίδιο του τον εαυτό.

Το «Chappie» έρχεται για να κλείσει μια πρώτη τριλογία στο σύμπαν του Νιλ Μπλόμκαμπ, μια τριλογία – μανιφέστο πάνω στη διαφορετικότητα, την ελευθερία και τους τρόπους με τους οποίους αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να γίνει ένα καλύτερο μέρος για να στεγάσει την ανθρώπινη ζωή. Και σαν σκέψη – ήδη από την υπόθεσή του – είναι το πιο φιλόδοξο και από τις δύο προηγούμενες ταινίες, όχι μόνο γιατί ασχολείται με την τεχνητή νοημοσύνη αλλά γιατί έχει για κεντρικό του ήρωα ένα... παιδί.

Αυτό είναι ο Chappie. Ενα παιδί που μαθαίνει τον κόσμο από την αρχή, χωρίς να ξέρει τις λεπτές γραμμές που χωρίζουν τις έννοιες του «καλού» και του «κακού», του «δίνω» και «παίρνω», του «ζω» και «πεθαίνω». Ενα κανονικό παιδί, δηλαδή, που έρχεται σε έναν βίαιο κόσμο χωρίς καμία τύχη επιβίωσης και όμως καταφέρνει να ζήσει, να αγαπήσει, να παλέψει γι’ αυτούς που αγαπά και το κυριότερο – περισσότερο από το να μάθει το ίδιο τι είναι η ζωή – να διδάξει όλους γύρω του το πραγματικό νοημά της.

Ο Νιλ Μπλόμκαμπ είναι συνεπαρμένος με την ιδέα και το καταλαβαίνει κανείς ήδη από τα πρώτα πλάνα της εμφάνισης του Chappie, όταν τον κινηματογραφεί σαν ένα φοβισμένο ζώο να μαθαίνει τις πρώτες του λέξεις ή λίγο αργότερα, στην πρώτη πράξη εγκατάλειψης που θα γνωρίσει, θα τον φιλμάρει σαν το φωτεινό σύμβολο μιας αποκάλυψης στην κορυφή ενός σκουπιδότοπου να κοιτάζει τη μεγάλη πόλη με τα μελαγχολικά μηχανικά του μάτια.

Φτιαγμένος από αταίριαστα μεταξύ τους κομμάτια, ο Chappie θα γίνει το θύμα του συλλογικού φόβου μιας αναρχης κοινωνίας για το «διαφορετικό» και ταυτόχρονα η μοναδική της ελπίδα για να αλλάξει. Και με όπλο τη συνειδησή του, θα γίνει η μηχανή που θα μάθει στους ανθρώπους τη σημασία της αποδοχής, της αφοσίωσης και της παντοτινής αγάπης.

Για όλο το πρώτο μέρος, η ιστορία του Chappie είναι ένα δείγμα υπέροχου σινεμά με τον τρόπο που θα το έκανε και ο Σπίλμπεργκ: άγριο, τρυφερό, αστείο, ελαφρύ και ρομαντικό την ίδια ακριβώς στιγμή με ένα extra αγγιγμα από το αγαπημένο στον Μπλόμκαμπ σκονισμένο Γιοχάνεσμπουργκ και πινελιές νεο-punk κουλτούρας, τουλάχιστον στην απεικόνιση της συμμορίας – οικογένειας του Chappie.

Ακόμη όμως και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, αισθάνεσαι πως ο Μπλόμκαμπ ακολουθεί πιστά (και ίσως έτσι οφείλει να κάνει) ένα σενάριο που μοιάζει να παρασύρεται συχνά από την παιδικότητα του ηρωά του (κάτι που δεν θα έκανε ποτέ ο Σπίλμπεργκ) και επενδύει στην ελαφρότητα ακόμη και εκεί που δεν χρειάζεται.

Οπως και στο «Εlysium», οι δευτερεύοντες χαρακτήρες (που εδώ είναι όλοι εκτός από τον Chappie) είναι μονοδιάστατοι – σχεδόν σαν ήρωες ενός video game και γρήγορα στο δεύτερο μέρος αυτό αρχίζει να γίνεται προβληματικό, καθώς η δράση που αναπόφευκτα θα κυριαρχήσει αρχίζει να αφαιρεί από το όραμα και τον ρομαντισμό και να υποβιβάζει το όλο εγχείρημα στον χαβαλέ, πριν πιάσει πάλι το νήμα της «μεγάλης ταινίας» λίγο πριν το φινάλε.

Κάπου εκεί, σε ένα λυρικό ξέσπασμα που περιμένεις από τον Μπλόμκαμπ (και ναι θα σε συγκινήσει), αλλά πλέον το παρακολουθείς μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα, το «Chappie» έχει χάσει κάθε ευκαιρία να γίνει μια από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη, μια ανθρώπινη κωμωδία με ήρωα μια μηχανή και ένα δοκίμιο πάνω στην κυριολεκτικά απόλυτη κυριαρχία της ανρώπινης συνείδησης.

Σαν τα σώματα που πρέπει να αλλάζει ο Chappie προκειμένου να ανανεώνει την μπαταρία του και να μην πεθάνει, έτσι και το φιλμ του Μπλόμκαμπ αλλάζει συνεχώς διαθέσεις και ρυθμό από φόβο μην γίνει κάτι περισσότερο μελοδραματικό ή περισσότερο βαρύ απ’ όσο αντέχει η γενια των multiplex, αδειάζοντας στη διαδρομή από ψυχή και ιστορία.

Αφήνοντας μόνο σε λειτουργία τη διαρκή υποψία του «υπό συνθήκες» αριστουργήματος που κρυβόταν βαθιά μέσα του την ώρα που γεννήθηκε.


Διαβάστε και δείτε ακόμη: