H Kλερ είναι μία γυναίκα που ζει με χρόνιο πόνο. Ενα άδειο από ζωή προαστιακό σπίτι, με μόνη συντροφιά την μεξικάνα μεσήλικη υποπληρωμένη καθαρίστριά της που την περιποιείται από λύπηση. Ένα αυτοκίνητο που δεν μπορεί να οδηγήσει η ίδια – ο εκάστοτε οδηγός τής ξαπλώνει το κάθισμα του συνοδηγού στο τέρμα, την μόνη στάση που μπορεί να αντέξει η πλάτη της και το γεμάτο λαμαρίνες και ουλές σώμα της. Η Κλερ είναι μία γυναίκα που ζει με κυνισμό. Δεν προσπαθεί καν να περάσει το συναίσθημά της μέσα από ένα υποτυπώδες φίλτρο κοινωνικού συμβιβασμού – λέει ακριβώς αυτό που αισθάνεται, όποτε το αισθάνεται. Κι όταν δεν μιλά, περιφέρει το άκαμπτο σώμα, το ανέκφραστο πρόσωπό της με την ξυνίλα μιας λεμονόπιτας, ενώ εκείνη είχε ζητήσει από τη ζωή κέικ σοκολάτας. Η Κλερ είναι μία γυναίκα που ζει με το χρόνιο πόνο και την οργή μίας μεγάλης απώλειας.
O Ντάνιελ Μπαρνζ μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη ένα διήγημα του Πάτρικ Τόμπιν, επιχειρώντας να γυρίσει «αυτό» το indie drama που θα κάνει τη διαφορά. Θα έχει μία ηρωίδα που θα είναι αντιπαθής και δε θα προσπαθήσει για να τη συμπαθήσουμε, μία ιστορία που δε θα αποκαλυφθεί στην ολότητά της από την αρχή αλλά θα τη μάθουμε όταν έρθει ο καιρός, έναν ρυθμό , χαμηλό, ήσυχο, «off» κι έναν τόνο… μπεζ και γκρι – όπως το σπίτι και τα πουλόβερ της Κλερ.
Ολα αυτά τα ανεξάρτητα μικρά δράματα που θεωρούν ότι η ησυχία μίας ταινίας ισοδυναμεί απαραίτητα και με σινεμά παρατήρησης, η στρατευμένη αποφυγή του στερεότυπου σημαίνει αυτόματα ειλικρινές σενάριο ή το ξεβάφω μία σταρ εξυπακούεται κι οσκαρικής υποψηφιότητας είναι η νέα μάστιγα. Και η απόδειξη ότι δεν υπάρχει μόνο κλισέ χόλιγουντ, αλλά και κλισέ ανεξάρτητο σινεμά.
Δυστυχώς, αντίθετα με τη ζαχαροπλαστική, στη χρήση των κινηματογραφικών εργαλείων δεν υπάρχουν ακριβείς συνταγές. Αν προσπαθείς τόσο έντονα (ώστε να με κάνεις ως θεατή να το παρατηρώ και, κυρίως, να το νιώθω) να είσαι πρωτότυπος, διαφορετικός, «κόντρα» τότε υποκύπτεις κι εσύ σε μία κατασκευή. Βάζεις στο μίξερ μία σειρά από σεναριακές ιδέες που σου φαίνονται κουλ, της χτυπάς με δυο-τρεις αποκαλυπτικές σκηνές έντασης, ψήνεις σε προθερμασμένο φούρνο και σερβίρεις με γλάσο μία σταρ που διψά για καλλιτεχνική αναγνώριση και το προσπαθεί (όμως η ερμηνευτική της δεινότητα έχει ταβάνι, κι αυτό είναι εμφανές).
Από όλα όμως λείπει το κυρίως συστατικό: η αναγκαιότητα. Η ανάγκη να μιλήσεις για κάτι που πονά, η παλλόμενη ειλικρίνεια ενός σεναρίου, μίας ερμηνείας, μίας ταινίας που όταν υπάρχει στη μαγιά της ο θεατής τη ρουφά ωμή, τον πιάνει από τα σωθικά, τον βουρκώνει. Αυτό δεν είναι κάτι που μαθαίνεται , οι έμπειροι το βάζουν χωρίς δοσολογία, με το μάτι.
Διαβάστε ακόμη: