Αν κοιτάξει κάποιος πληροφορίες για τα Σκινκανέν τρένα (γνωστά κι ως «Υπέρ-Εξπρες»), ένα δίκτυο σιδηροδρομικών γραμμών υψηλής ταχύτητας στην Ιαπωνία, θα μάθει πως τρέχουν με πάνω από 300 χλμ/ώρα, ενώ μπορούν να φτάσουν ακόμα και τα 443 με 603 χμλ/ώρα, και κάνουν την διαδρομή Τόκιο – Κιότο σε μόλις 2 ώρες και 20 λεπτά.
Λίγο παραπάνω δηλαδή από ότι διαρκεί το «Bullet Train» του Ντέιβιντ Λιτς, του σκηνοθέτη των «Deadpool», «Atomic Blonde» και «John Wick», το οποίο μοιάζει ως ένας συνδυασμός όλων αυτών έχοντας πάρει τα απαραίτητα στεροειδή, γεμάτο από ξέφρενη δράση και χαρισματικό all star καστ. Σίγουρα ένα ταξίδι που υπόσχεται πολλά και, ενώ εν μέρει τα καταφέρνει παραδίδοντας μια από τις διασκεδαστικά απενεχοποιημένες περιπέτειες της χρονιάς, υπάρχουν στιγμές που νιώθεις όλα αυτά να είναι έτοιμα να εκτροχιαστούν.
Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Κοτάρο Ισάκα, η ταινία ακολουθεί τον Ladybug, έναν κάπως κακότυχο δολοφόνο που είναι αποφασισμένος αυτή τη φορά να κάνει τη δουλειά του με την ησυχία του μετά από σειρά αποτυχιών. Η μοίρα, όμως, έχει τα δικά της σχέδια και έτσι η τελευταία αποστολή του Ladybug τον φέρνει σε μια ξέφρενη πορεία σύγκρουσης με φονικούς αντιπάλους από όλη την υφήλιο-όλοι με σχετικούς, αλλά αντικρουόμενους σκοπούς- πάνω στο πιο γρήγορο τρένο του κόσμου, με ένα βασικό σκοπό. Να βρει έναν τρόπο να κατέβει από αυτό το τρένο.
Από την αρχή ο Λιτς στήνει ένα φαντασμαγορικό pulp fiction πανηγύρι παρουσιάζοντας την Ιαπωνία με μια neon-pop anime αισθητική, καθώς παρουσιάζει τους «παίχτες» του με νέον επιγραφές οι οποίες δείχνουν τόσο την αγγλική όσο και την ιαπωνική γραφή των ονομάτων τους, εμπλουτίζοντάς το με ένα δυνατό soundtrack το οποίο περιλαμβάνει τραγούδια όπως το «Staying Alive» των Bee Gees και το «I Will Survive» της Γκλόρια Γκέινορ, παίζοντας τα φυσικά στην ιαπωνική τους εκδοχή. Και όλα αυτά μέσα μια έξτρα δόση τρέλας από την ιαπωνική κουλτούρα η οποία, αν και σε στιγμές μοιάζει να παρουσιάζεται ως κάπως άβολα καρικατουρίστικη, καταφέρνει να συνθέσει μια έντονη αισθητική η οποία ταιριάζει απόλυτα με τους ξέφρενους ρυθμούς της ταινίας.
Μέσα σε αυτούς τους ρυθμούς της υπερταχείας και στους κλειστοφοβικούς διαδρόμους ενός τρένου, ο Λιτς αξιοποιεί την δράση του η οποία ποτέ δεν παύει να είναι εντυπωσιακή, οργανική, γρήγορη και πάνω από αρκετά βίαιη, με αρκετές αναφορές σε ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο (ένα σαφές γράμμα αγάπης στο «Kill Bill») και του Γκάι Ρίτσι, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που σε στιγμές ίσως να φανεί σε κάποιους ιδιαίτερα καρτουνίστικη. Εξάλλου ο Λιτς δεν αποποιείται τις anime καταβολές μια ολόκληρης κουλτούρας, αλλά την αγκαλιάζει και την αφήνει να αφομοιωθεί με την ταινία του, προσθέτοντας και μερικά στοιχεία slapstick κωμωδίας.
Εκεί όμως που φαίνεται πως χωλαίνει η ταινία είναι στο σενάριο, το οποίο φαίνεται υπερβολικά φορτωμένο με τον Λιτς σε στιγμές να φαίνεται να μην ξέρει πως να το συμμαζέψει, ενώ κάπου εκεί στις αμέτρητες κινηματογραφικές αναφορές, πασχίζει να βρει την δική της ταυτότητα. Από τη μια η εξερεύνηση της θεματικής του να παραδίνεται κάποιος στη μοίρα του από το να αδράξει τη μέρα ή και το κλασσικό γνωμικό «ό,τι σπέρνεις θα θερίσεις» μοιάζουν, στην καλύτερη περίπτωση, αρκετά ρηχά. Από την άλλη η παρουσία συνεχώς καινούργιων χαρακτήρων, ακόμα και λίγο πριν το τέλος της ταινίας, τους κάνει αδιάφορους, χωρίς βάθος και υπόσταση, ενώ ο Λιτς ξοδεύει αρκετά πολύτιμα λεπτά από την ταινία του για να μας δείξει κάποια flashbacks από το παρελθόν τους, μόνο για να τους σκοτώσει λίγα λεπτά μετά, κάτι που δεν βοηθάει στο να ενδιαφερθεί κάποιος γι’ αυτούς όσο τραγική κι αν είναι ιστορία τους. Ακόμα και κάποιοι Ιάπωνες σταρ, όπως ο Μάσι Οκα (γνωστός από την σειρά «Heroes») και η Κάρεν Φουκουχάρα στον ρόλο μιας πωλήτριας στο τρένο, ξοδεύονται σε άσκοπους ρόλους, ενώ ο Χιρογιούκι Σανάντα, όσο υποβλητικός κι αν είναι, αξιοποιείται μόνο λίγο πριν το φινάλε, κάτι που πραγματικά τον αδικεί.
Αυτό όμως δεν πάει να πει πως δεν υπάρχουν και κάποιοι υπέροχοι χαρακτήρες. Ο Μπραντ Πιτ λάμπει στον ρόλο του Ladybug, ενισχύοντας τις σκηνές δράσης με κωμικά στοιχεία καθώς απαγγέλλει την κατάλληλη στιγμή, τις διδασκαλίες του ψυχοθεραπευτή του. Από την άλλη, ο Αάρον Τέιλορ-Τζόνσον στον ρόλο του Μανταρινιού είναι άκρως διασκεδαστικός και η χημεία του με τον Μπράιαν Τίρι Χένρι στον ρόλο του δίδυμου αδερφού του, του Λεμονιού, ο οποίος συγκρίνει τους ανθρώπους που γνωρίζει με χαρακτήρες από το «Τόμας το Τρενάκι», είναι εξαιρετική. Ακόμα και η Ζάζι Μπιτς, η οποία εμφανίζεται μόνο σε μια σκηνή, καταφέρνει να κλέψει έστω για λίγο τα φώτα κυρίως με τις βιτριολικές της ατάκες αλλά και την άγρια επιθετικότητά της.
Οταν το «Bullet Train» φτάνει στον τελικό του προορισμό νιώθεις πως ήταν ένα διασκεδαστικό, αν και με κάποιες αναταράξεις στην διαδρομή, ταξίδι. Μια κινηματογραφική βόλτα που αξίζει το αντίτιμο του εισιτηρίου, αρκεί να μην την πάρεις και τόσο στα σοβαρά και να χαλαρώσεις και να την απολαύσεις. Γιατί εξάλλου, όπως λένε, σημασία έχει το ταξίδι κι όχι ο προορισμός.