Eνας 40χρονος άντρας τριγυρίζει στο απεριποίητο, ακατάστατο διαμέρισμά του με εμφανή σημάδια κατάθλιψης. Κλείνει την πόρτα πίσω του και βγαίνει στο δρόμο. Σε έναν κόσμο αλλόκοτο. Σε μια Αθήνα χτυπημένη από μία ανεξήγητη πανδημία: οι κάτοικοί της, ξαφνικά, ξεχνούν. Ποιοι είναι, τι κάνουν, πού πήγαιναν, πού είναι το σπίτι τους, υπάρχει κάποιος που τους περιμένει εκεί; Ο ήρωας αποκοιμιέται στη νυχτερινή διαδρομή του αστικού λεωφορείου κι όταν ξυπνά στο τέρμα, έχει φτάσει κι ο ίδιος στο δικό του. Χαμένος. Ενα ακόμα κρούσμα. Το Νο 14842. Γιατροί τον περιμαζεύουν και τον οδηγούν στα ειδικά κέντρα αποκατάστασης μνήμης. Ολοι στα γύρω δωμάτια, γυναίκες και άντρες διαφορετικών ηλικιών, χωρίς ταυτότητα, περιμένουν να τους αναζητήσουν οι αγαπημένοι τους. Εκτός κι αν κι εκείνοι πάσχουν από την ίδια μυστηριώδη αμνησία. Εκτός κι αν δεν τους αγαπά κανείς.

Οι μέρες περνούν, κι ο μοναχικός άντρας θα δεχθεί να πάρει μέρος σ' ένα πειραματικό πρόγραμμα μιας ομάδας θεραπευτών που θέλει τους ασθενείς να ξαναχτίζουν τη ζωή και τις αναμνήσεις τους από την αρχή. Νέο διαμέρισμα, νέα ρούχα, νέα ταυτότητα και ένα speed-course εκμάθησης εμπειριών - μια σειρά από ασκήσεις στον έξω κόσμο. Mια βόλτα με ποδήλατο, μια ταινία, ένα one night stand. Κάθε φορά που ολοκληρώνουν μια αποστολή, θα βγάζουν μια polaroid – ως απόδειξη, ως κερδισμένο ενθύμιο. Ο άντρας ακολουθεί τις οδηγίες με μουδιασμένη πειθαρχία. Με το ίδιο χαμένο βλέμμα. Με την ίδια θλίψη. Το μόνο που μοιάζει να τον συνδέει ενστικτωδώς με το πριν, το μόνο που του προσφέρει μία οικεία αίσθηση εαυτού, είναι η αγάπη του για τα μήλα. Από τον τρόπο που τα καθαρίζει και τα απολαμβάνει, του ξεφεύγει μια μικρή λαχτάρα για ζωή. Πόσο ειρωνικό ότι, όπως λέγεται, τα μήλα βοηθούν την μνήμη.

Ο Χρήστος Νίκου, με μόνο την μικρού μήκους «Km» στις αποσκευές του, κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση, σιγουριά και οικονομία. Ξέρει ακριβώς τι θέλει να πει, πώς θα το στήσει και πώς θα το κάνει. Για αυτό και την ταινία διέπει μια ησυχία, που καθόλου δεν είναι συνώνυμη της μη-δράσης. Αντιθέτως, το σενάριο (που ο Νίκου συνυπογράφει με τον Σταύρο Ράπτη) έχει επίπεδα. Ναι, είναι μια επίκαιρη δυστοπική αλληγορία, αλλά αυτό είναι απλώς μια ειρωνική σύμπτωση. Η πανδημία είναι μόνο το εύρημα για να ξεφλουδίσει κανείς την κόκκινη επιδερμίδα και να φτάσει στη ζουμερή σάρκα. Εκεί όπου κρύβεται ο μελαγχολικός διάλογος της μνήμης με τον πόνο, της απώλειας με την ταυτότητα, του κυνισμού των πολλών και της προσωπικής αντίστασης. Αν κάτι είναι τα «Μήλα», είναι αυτό το τελευταίο. Μια παραβολή για τη βαθιά μοναξιά των τελευταίων, πεισμωμένων ρομαντικών.

Των νοσταλγών. Οσων δεν μπορούν εύκολα να αποκοπούν από το παρελθόν. Polaroid (το 4:3 κάδρο της ταινίας εκεί παραπέμπει) που μπαίνουν σε φωτογραφικά άλμπουμ με ζελατίνα. 90ρες TDK να παίζουν τις οδηγίες των γιατρών σε κασετόφωνα. Χειρόγραφα σημειώματα, παλιά αυτοκίνητα, 60ς τραγούδια στο soundtrack. Η vintage νοσταλγία για έναν κόσμο αναλογικό έχει λόγο, άμεσα συνδεδεμένο με την καρδιά της ταινίας. Περισσότερο κι από καυστικό σχόλιο για την εποχή των trademark δαγκωμένων μήλων των Apple συσκευών μας που υπόσχονται αιωνιότητα στο cloud, καθοδηγούν τις δράσεις μας με apps, ανεβάζουν τη ζωή μας στο Facebook και τον selfies ναρκισσισμό μας στο Instagram, ο Νίκου αναρωτιέται το αντίθετο. Οχι πόσο εύκολα αποθηκεύεις σε μια ψηφιακή εποχή, αλλά πόσο εύκολα σβήνεις. Πόσο εύκολα ξεχνάς. Select, move to trash, empty trash. Delete, block. Πόσο απλά προσπερνάς ανθρώπους, πόσο απαξιώνεις την επικοινωνία, πόσο ανώδυνα τους αντικαθιστάς. Κι αν η απάντηση είναι ακόμα πιο σκληρή κι από τον χώρο που ελευθερώνεις στο σκληρό σου δίσκο, ο Νίκου προβάλει ως αντίσταση ένα διαφορετικό ήρωα. Προβληματικό (σίγουρα), ακοινώνητο (σε στιγμές ως κι αντιπαθητικό), αλλά πιστό στη δική του αλήθεια: κουβαλά μια τραυματισμένη αναλογική καρδιά.

Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά από το σύμπαν των Λάνθιμου/Φιλίππου με τους οποίους γίνεται η πρώτη αυτόματη σύγκριση: ο σουρεαλισμός της ιδέας, η οικονομία στα εκφραστικά μέσα, το στεγνό, absurdist χιούμορ μπορεί να θυμίζουν το πώς στήνει ο Λάνθιμος το σύμπαν του, όμως εκεί σταματούν οι όποιες ομοιότητες. Ο Λάνθιμος ανατομεί άψογα την ανθρώπινη φύση με κοφτερό νυστέρι: σε κάθε ταινία του ελλοχεύει σκοτάδι, νιχιλισμός, βία. Ο Νίκου, ο οποίος υπήρξε βοηθός του στον «Κυνόδοντα», επιλέγει να κοιτάξει το ανθρώπινο τραύμα διαφορετικά (ακολουθώντας περισσότερο άλλους κινηματογραφικούς του ήρωες: Τσάρλι Κάουφμαν, Σπάικ Τζόνζι, Λεός Καράξ). Να προσφέρει μια ανατροπή συγκίνησης, τρυφερότητας, κατανόησης. Αυτιστικού ρομαντισμού.

Για αυτό κι η ησυχία της ταινίας είναι θορυβώδης. Τα καθαρά κάδρα, η αυστηρότητα με την οποία κρατά ο Νίκου τη θερμοκρασία και τον ρυθμό σταθερό, το υποδηλώνουν. Η λακωνική μελαγχολία του Σερβετάλη (σε μία αριστοτεχνική ερμηνεία βλεμμάτων που δραπετεύουν από το μουδιασμένο, ακίνητο σώμα) το μαρτυρούν. Νεκρή φύση. Θρήνος. Μια βουβή κραυγή, ακόμα και κάτω από το υπέροχο, γλυκόπικρο πιανάκι του The Boy.

Ο Νίκου συντάσσεται με όλους τους χαμένους, τους αταίριαστους ανθρώπους. Αυτούς που βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια στολή αστροναύτη, και συναναστρέφονται με τους «γήινους» ανέπαφα, πίσω από το τζάμι του κράνους τους. Αυτούς που ακόμα κι αν προσπάθησαν με γενναιότητα να ενταχθούν στην ομοιογένεια του συνόλου, τα κοντά τους παντελόνια τους προδίδουν. Θα τους δώσει ένα ζουμερό μήλο για παρηγοριά και θα τους χαρίσει ένα χορό – αφήνοντας την μουσική να ξυπνήσει τη σωματική μνήμη, να ξεδιπλώσει την ακαμψία, να χαλαρώσει τα άκρα, να ανοίξει τα χέρια ανέμελα. Να ανοίξει και την καρδιά στην πιθανότητα να χτυπήσει ξανά.