Ο Οσγκουντ Πέρκινς βρίσκεται σε μια περίοδο εκρηκτικής δημιουργικότητας, αφού μέσα σε μόλις δύο χρόνια έχει παραδώσει τρεις ταινίες (βλέπε «Longlegs» και «The Monkey»), η μία να ακολουθεί την άλλη με αμετάβλητη εμμονή στο σκοτεινό σύμπαν που τον χαρακτηρίζει. Οσο εντυπωσιακή κι αν είναι αυτή η παραγωγική ταχύτητα, το «Keeper» μοιάζει να κουβαλά το τίμημα της εξάντλησης. Είναι ένα φιλμ που διατηρεί σαφείς αποτυπώσεις της γνώριμης υπογραφής του σκηνοθέτη, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει τις ρωγμές μιας ιστορίας που δεν καταφέρνει να σταθεί με την ίδια δύναμη που είχαν τα προηγούμενα έργα του.
Ο Μάλκομ και η Λιζ δραπετεύουν από την καθημερινότητα σε μία απομακρυσμένη καλύβα για να γιορτάσουν απομονωμένα και ρομαντικά την επέτειο του γάμου τους. Μόνο που μία σκοτεινή παρουσία στοιχειώνει το χώρο και το ζευγάρι ξυπνά στο χειρότερο εφιάλτη του.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά γίνεται φανερό ότι ο Πέρκινς εξακολουθεί να χειρίζεται την εικόνα σαν έναν ζωντανό οργανισμό. Το απομονωμένο σπίτι, με τις γωνίες του να κλείνουν απειλητικά γύρω από την ηρωίδα, λειτουργεί σαν σκηνικός μηχανισμός που ανασαίνει μαζί της. Η κάμερα παραμένει συνεχώς κοντά στο σώμα της πρωταγωνίστριας, σαν να θέλει να συλλάβει τον φόβο πριν καν σχηματιστεί πλήρως μέσα της. Το αποτέλεσμα είναι μια ατμόσφαιρα που χτίζεται όχι μέσα από κραυγές τρόμου αλλά μέσα από λεπτές μετατοπίσεις φωτός και σκιάς, μέσα από σιωπές που γίνονται πιο απειλητικές από οποιοδήποτε τέρας.
Παρόλα αυτά, η αισθητική αρτιότητα δεν συνοδεύεται πάντοτε από μια αφηγηματική ακρίβεια που θα μπορούσε να δώσει στο φιλμ πραγματική ένταση. Η σκηνοθεσία μοιάζει μερικές φορές να υπερβαίνει το ίδιο το υλικό πάνω στο οποίο στηρίζεται, σαν να κρέμεται από μια ιστορία που δεν έχει αρκετό βάθος για να αντέξει το βάρος της.
Κι εκεί ακριβώς είναι που η νέα ταινία του Πέρκινς να δείχνει τις ρωγμές της, καθώς στηρίζεται κάτω από ένα αρκετά αδύναμο σενάριο. Το «Keeper» ξεκινά από μια γνώριμη βάση, μια ιστορία που τοποθετεί ένα ζευγάρι στην απομόνωση για να δοκιμάσει τα όριά του. Στην πράξη, όμως, το σενάριο δεν κατορθώνει να μετατρέψει αυτή τη δυναμική σε κάτι ουσιαστικά ανατρεπτικό. Η ένταση επαναλαμβάνει τον ίδιο κύκλο και πολλές σκηνές χτίζονται με τον ίδιο ρυθμό, σαν να μη βρίσκουν ποτέ τον δρόμο προς μια ουσιαστική κορύφωση.
Εκεί όπου η ταινία επιχειρεί να πει κάτι περισσότερο είναι στα θέματα της γυναικοκτονίας και της γυναικείας ενδυνάμωσης. Ο τρόμος εδώ δεν είναι μόνο υπερφυσικός αλλά και βαθιά ανθρώπινος, μια απειλή που γεννιέται μέσα από την ίδια τη σχέση, από τις ανισότητες, τις προσδοκίες, τις υποδόριες μορφές εξουσίας. Η πρόθεση είναι ξεκάθαρη, όμως η σεναριακή επεξεργασία συχνά σταματά στην επιφάνεια, με τους συμβολισμούς να υπάρχουν αλλά δεν αναπτύσσονται μέχρι τέλους και τα σχόλια για τη βία κατά των γυναικών δεν αποκτούν την πυκνότητα που θα τα μετέτρεπε σε πραγματικά αιχμηρή κινηματογραφική θέση.
Βέβαια η Τατιάνα Μασλάνι σηκώνει σχεδόν ολόκληρη την ταινία στους ώμους της, με μια ερμηνεία που κινείται από την εύθραυστη ηρεμία μέχρι την πλήρη διάλυση χωρίς να χάνει ποτέ τη γείωσή της. Η σταδιακή μετάβασή της από την αμφιβολία στη διεκδίκηση του ελέγχου είναι ίσως το πιο συνεκτικό στοιχείο του φιλμ. Αντίθετα, οι υπόλοιποι χαρακτήρες, όπως ο Ρόσιφ Σάδερλαντ στον ρόλο του σύντροφού της Μάλκομ, μένουν περιορισμένοι μέσα στις λειτουργικές τους θέσεις χωρίς το εύρος που θα μπορούσε να προσφέρει στην ιστορία διαφορετικά επίπεδα σύγκρουσης.
Το «Keeper» είναι μια ταινία που κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Από τη μία, προσφέρει στιγμές ατόφιου κινηματογραφικού αισθήματος, εκεί όπου η σκηνοθεσία του Πέρκινς θυμίζει γιατί θεωρείται τόσο ιδιαίτερη φωνή στον σύγχρονο τρόμο. Από την άλλη, παλεύει με ένα σενάριο που δεν αξιοποιεί στο έπακρο τις προθέσεις του και εγκλωβίζεται στην επανάληψη μιας έντασης που ποτέ δεν γίνεται πραγματικά απειλητική. Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία της Μασλάνι και η βαθύτερη θεματική στόχευση κρατούν ζωντανό ένα ενδιαφέρον που δεν σβήνει, έστω κι αν η ταινία δεν κατορθώνει να φτάσει στο επίπεδο συγκέντρωσης και τόλμης που θα της επέτρεπε να μείνει πραγματικά αξέχαστη.

