Ο Μάρτιν, ένας επίδοξος μουσικός που ζει στο Λος Aντζελες, γνωρίζει τον «τρομακτικό» κύριο Γκάλο, πατέρα της συντρόφου του, Τζίνι. Ο Γκάλο είναι ένας ισχυρογνώμων επιχειρηματίας που βρίσκεται διαρκώς με μια βαλίτσα στο χέρι, δεν έχει χρόνο για ανοησίες και όπως αποδεικνύεται ούτε για την κόρη του. Το δείπνο της γνωριμίας τους καταλήγει μάλλον σε καταστροφή, καθώς ο Γκάλο δείχνει εμφανώς ότι δεν εντυπωσιάζεται από τον Μάρτιν, φέρνοντάς τον σε πολύ δύσκολη θέση. Eξι μήνες αργότερα, ο Μάρτιν προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του μετά τον χωρισμό του από την Τζίνι, όταν ο Γκάλο εμφανίζεται στο κατώφλι του αναζητώντας την κόρη του. Το κινητό της είναι απενεργοποιημένο και δεν έχει απαντήσει ούτε στα μηνύματα ούτε στα email που της έχει στείλει. Παρόλο που είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει να κάνει, ο Μάρτιν «πείθεται» από τον Γκάλο να τον πάει στο σπίτι της. Η Τζίνι όμως, δεν είναι ούτε εκεί κι έτσι ο Μάρτιν και ο κύριος Γκάλο αναγκάζονται να περάσουν την υπόλοιπη μέρα αλλά και τη νύχτα που ακολουθεί μαζί, αναζητώντας τα ίχνη της σε ολόκληρη την πόλη. Καθώς προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει στη ζωή της Τζίνι, συναντούν τους τρελούς φίλους της και μπλέκουν σε μπελάδες που προκαλούν μόνοι τους. Μέσα από υλικές ζημιές και κάποιες παρανομίες, οι δύο άνδρες θα αρχίσουν να χτίζουν μια μάλλον απίθανη φιλία, καθώς θα ανακαλύψουν ότι οι ίδιοι, και όχι η Τζίνι, είναι αυτοί που στην ουσία έχουν χάσει τους εαυτούς τους.
Η κωμωδία δεν είναι και το πιο εύκολο είδος για να πετύχει. Αυτό είναι σίγουρο. Αλλά ακόμα κι έτσι όμως, είναι δύσκολο να βρεις έστω και μια καλή δικαιολογία για να πεις τι πήγε στραβά σε αυτή την ανάλαφρη bromance κωμωδία του σκηνοθέτη Γκάβιν Γουίσεν, η οποία σταματάει γρήγορα να είναι στο ελάχιστο αστεία, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να συμμαζέψει ό,τι έχει απομείνει από την αξιοπρέπειά της.
Αν και ξεκινάει με έναν τρόπο που νιώθεις πως ίσως καταλήξει σε κάτι το τουλάχιστον διασκεδαστικό, η ταινία γρήγορα παραπατάει και μετατρέπεται σε έναν αχταρμά κινηματογραφικών αναφορών και κακογραμμένων αστείων. Ο Γουίσεν προσπαθώντας να ξεφύγει από την τυπική φόρμουλα του γαμπρού που φοβάται τον σκληρό πεθερό του, αποφασίζει να γεμίσει την ταινία του με τόσα πολλά πράγματα, από μυστήριο εξαφάνισης μέχρι ένα άβολο buddy movie, που μέχρι το τέλος μοιάζει ανίκανος να τα διαχειριστεί, χάνοντας στην πορεία και την ταυτότητά της. Και μπορεί να μην είναι το ίδιο φτηνή όπως το πιο πρόσφατο «Γιατί Αυτόν;» του Τζον Χάμπουργκ, αλλά καταλήγει να είναι το ίδιο ανώδυνη και το ίδιο συντηρητική όπως αυτή, άλλα αυτή την φορά όχι τόσο ως προς τη σημασία της οικογένειας, αλλά στο τι σημαίνει να είναι κάποιος αρρενωπός και δυναμικός ως άντρας, πασπαλισμένη με χοντροκομμένα αστεία πάνω σε αυτό.
Και σε αυτό δεν βοηθάει και τόσο το σενάριο, που αν και υπάρχουν κάποιες στιγμές που ίσως δώσουν κάποια χαμόγελα, μοιάζει σαν να έχει γραφτεί στο πόδι. Μπαίνει γρήγορα σε έναν αυτόματο πιλότο, με γεγονότα προβλέψιμα μέχρι και την τελευταία ατάκα και χιούμορ και μοιάζει να τόσο αδιάφορο και χλιαρό λες και έχει πάρει όλες τις (κακές) ιδέες από άλλες τέτοιου είδους ταινίες και απλά τις έχει συρράψει, με κάποιο περίεργο τρόπο.
Τουλάχιστον δεν έχεις να προσάψεις κάτι στους Εμίλ Χιρς και Τζ.Κ. Σίμονς οι οποίοι προσπαθούν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να σώσουν την ταινία από την καταστροφή. Ο Σίμονς δεν χρειάζεται να προσπαθήσει αρκετά για να μπει στον ρόλο ενός άλφα αρσενικού, που κάτω από την σκληράδα και του πολλά βαρύ χαρακτήρα του όμως κρύβει έναν γλυκό και φοβισμένο άντρα. Όλοι μοιάζουν να ερωτεύονται αυτήν την αρρενωπότητα του Σίμονς, ακόμα και ο χαρακτήρας του Χιρς, ο οποίος γίνεται αμέσως συμπαθητικός στον ρόλο του χαμηλών τόνων τυπά που ακολουθεί παντού, σχεδόν τυφλά μερικές φορές, προσπαθώντας να μοιάσει, έστω και στο ελάχιστον, σε αυτόν. Και η χημεία τους είναι αυτή που κάνει την ταινία υποφερτή, ως ένα σημείο, και είναι κρίμα να την βλέπεις να πηγαίνει χαμένη.
Δεν είναι σίγουρο το τι ήθελε ο Γουίσεν να πετύχει με αυτή του την ταινία. Αν και στην αρχή ήθελε να μοιάσει λίγο στο indie του «Meet the Parents», γρήγορα καταλήγει σε κάτι που μοιάζει σε «Hangover», αλλά στο πιο indie του, και στο τέλος καταλήγει να μην είναι τίποτα από τα δυο, απλά μια τετριμμένη κι αποτυχημένη indie φεστιβαλική κωμωδία που πετάει στα σκουπίδια το ταλέντο του πρωταγωνιστικού της διδύμου.