Ο Μπιλ Μπράισον είναι ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας που, στα 70τόσα του, μοιάζει ν' αναζητά τη ζωντάνια, την έμπνευση, τη συμφιλίωση με τους περιορισμούς της ηλικίας του. Επιδιώκοντας μια τελευταία πρόκληση και, ταυτόχρονα, τη δημιουργική μοναξιά, θ' αποφασίσει να διασχίσει τα Απαλάχια Ορη με τα πόδια, από την Τζόρτζια του Νότου ως το Μέιν του Βορρά, μια πεζοπορία εξαντλητική για ανθρώπους πολύ νεώτερούς του. Κατ' απαίτηση της συζύγου του που ανησυχεί, ο Μπιλ θα βρει έναν σύντροφο για το ταξίδι: τον πάλαι ποτέ φίλο του, Στίβεν Κατς, ο οποίος, μετά από μια ζωή αλκοολίκι και έκλυτα πάθη, μοιάζει να μην μπορεί να πάρει ανάσα ακόμα και πριν ξεκινήσει το περπάτημα. Οι δυο τους θα ζήσουν για μήνες στη μαγική αμερικανική φύση, θα συναναστραφούν ανθρώπους που συναντούν στο μονοπάτι τους και, κυρίως, θα διαπιστώσουν ότι η ζωή, όσο κι αν δεν είναι περίπατος, αξίζει να τη ζεις.
Ο Κεν Κουάπις βασίζεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του αληθινού Μπιλ Μπράισον, για να μεταφέρει στην οθόνη αυτό το παράδοξο οδοιπορικό. Με μια απόλυτα επίπεδη σκηνοθεσία, αποφεύγει την όποια φιλόδοξη αξιοποίηση των δυο πρωταγωνιστών του κι επιβάλλει... ελαφρύ βηματισμό, ένα συγκρατημένο χιούμορ που προκύπτει κυρίως από τις αυτοσαρκαστικές διαπιστώσεις για τις αλήθειες της ζωής.
Τα ίδια τα Απαλάχια Ορη (ιδιαίτερης σημασίας για τον φυσιολάτρη Ρόμπερτ Ρέντφορντ που εδώ τελεί και χρέη παραγωγού) προκαλούν το δέος, ακόμα και αποτυπωμένα με τον πιο απλό, ρεαλιστικό τρόπο στην οθόνη. Ολόκληρη η ταινία είναι «πασπαλισμένη» με μικρές εμφανίσεις απίθανων ηθοποιών, από τη νοσταλγική Μέρι Στίνμπεργκεν στον ό,τι-κι-αν-κάνει-ξεκαρδιστικό Νικ Οφερμαν. Ωστόσο, ο Κουάπις διατηρεί στην ταινία του τον σαρκασμό του πρωτότυπου τίτλου: το τρεισήμισι χιλιάδων χιλιομέτρων οδοιπορικό δεν είναι «a walk in the woods» και, με την ίδια μετριοπάθεια, το φιλμ δεν προσφέρει καμιά υπαρξιακή συζήτηση, κανένα πόρισμα για τα ύψιστα νοήματα, καμιά συμβουλή για το πέρασμα του χρόνου. Είναι μια ανάλαφρη, εύκολη, ενίοτε διασκεδαστική, επεισοδιακή κωμωδία.
Η συμμετοχή του Ρόμπερτ Ρέντφορντ και του Νικ Νόλτε είναι εκείνη που δίνει στην ταινία όχι μόνο προσδοκίες, αλλά και προστιθέμενη αξία. Η ίδια τους η ύπαρξη, του αιώνιου golden boy και του απολαυστικά κατεστραμμένου ογκόλιθου, δυο καθοριστικών ηθοποιών του αμερικανικού σινεμά, οι οποίοι, στα 79 ο πρώτος και στα 74 ο δεύτερος, έχουν καταφέρει να κάνουν τη «διαδρομή» και να μη λαχανιάσουν. Εστω και μόνο για τον δικό τους συνδυασμό και για τα όσα το εκτόπισμά τους και η πορεία τους επιτρέπουν στον θεατή να συμπληρώσει στο υπερβολικά απλό σενάριο, το Ταξίδι αξίζει τον κόπο.