Σ' έναν μετα-αποκαλυπτικό, δυστοπικό κόσμο, ο παραμικρός ήχος σκοτώνει. Αν τολμήσεις κάτι παραπάνω από ψίθυρο, εξωγήινα σαρκοβόρα τέρατα εμφανίζονται και σε κατασπαράζουν. Εκεί αφήσαμε την ιστορία επιβίωσης της οικογένειας Αμποτ, με τον πατέρα, Λι Αμποτ, να θυσιάζεται στην συγκινητική τελευταία σκηνή, για τη γυναίκα του, Εβελυν και τα παιδιά τους - την Ρέιγκαν, την κωφή κόρη τους, τον Μάρκους, τον πιτσιρικά γιο τους και το νεογέννητο μωρό τους. Κι εκεί θα ξαναπιάσουμε το νήμα: η οικογένεια πρέπει να εγκαταλείψει το κατεστραμμένο μετά την επίθεση των τεράτων σπίτι τους και να βρει νέο καταφύγιο.

Πακετάροντας ελάχιστα υπάρχοντα, οπλισμένη, και με το μωρό με φυάλη οξυγόνου στην κλειστή καλαθούνα του για να μην κλάψει, η Εβελυν ξεκινά προσεχτικά την έξοδό της από το δάσος που τους προστάτευε τον τελευταίο χρόνο, σε αναζήτηση άλλων επιζώντων που ανάβουν φωτιές για να υποδηλώσουν που βρίσκονται. Η Ρέιγκαν είναι κόρη του πατέρα της: έχει μελετήσει το χάρτη, έχει καταστρώσει πορεία και έχει πάρει μαζί της ένα ηχείο: οι δυνατοί μικροφωνισμοί ακινητοποιούν από τον πόνο τα ευαίσθητα στον ήχο τέρατα, επιτρέποντας σε όποιον δέχεται επίθεση λίγα πολύτιμα δευτερόλεπτα για να οπλίσει και να σημαδέψει. Ανεβαίνοντας το βουνό, σε ένα εγκατελειμένο εργοστάσιο, ανακαλύπτουν έναν παλιό τους γείτονα. Ο Εμετ όμως δεν είναι φιλικός: έχει χάσει και τα αγόρια του και τη γυναίκα του και έχει μεταμοφωρθεί σε ερημίτη που κοιτά απλώς να επιβιώσει. Ο κοινός κίνδυνος όμως θα τους κάνει συμμάχους. Σε μια αναζήτηση ελπίδας, «Beyond the Sea».

Το πιο έξυπνο εύρημα του Τζον Κραζίνσκι, ο οποίος γράφει και σκηνοθετεί και πάλι, είναι ότι, όχι, δεν πιάνουμε το νήμα από εκεί. Ο πρόλογος της νέας ταινίας, ένα συναρπαστικό πρελούδιο γυρισμένο με μονοπλάνα, μας επιστρέφει 474 μέρες πίσω. Βλέπουμε τον Λι Αμποτ να οδηγεί το τζιπ του με το ραδιόφωνο στη διαπασών, να παρκάρει στον κεντρικό δρόμο της μικρής αμερικανικής τους πόλης, χτυπώντας την πόρτα του οδηγού να κλείσει, να ψωνίζει φρούτα και να δαγκώνει ηχηρά ένα τραγανό μήλο, να χαιρετά με στεντόρια φωνή τους γείτονες που συναντά και να κατευθύνεται στο μικρό γήπεδο όπου όλη η οικογένεια παρακολουθεί τον τελικό μπέιζμπολ του σχολείου του Μάρκους. Χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, μεγάφωνα που ανακοινώνουν αποτελέσματα. Κι εμείς οι θεατές ζαρωμένοι στις καρέκλες μας από τον τρόμο. [Ειρωνικά, όπως κάνουμε τώρα, ένα χρόνο μετά την επίθεση του κορωνοϊού που άλλαξε τις ζωές μας, όταν βλέπουμε παλιά βίντεο με πλήθη να συνωστίζονται, ανθρώπους να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται.]

Είναι η μέρα της επίθεσης. Της επέλασης των εξωγήινων πλασμάτων. Μόνο που οι κάτοικοι δεν το ξέρουν. Βλέπουν εντελώς ξαφνικά ένα άγνωστο αντικείμενο να πέφτει φλεγόμενο από τον ουρανό και τρέχουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους σ' ένα κακόφωνο χάος. Θα ανακαλύψουν σύντομα και τραγικά ότι όσο πιο κακόφωνο, τόσο πιο χάος. Κι όταν τα αραχνοειδή τέρατα με τα κοφτερά σαγόνια κάνουν την επίθεσή τους, ο Κραζίνσκι δίνει ρέστα: σε μια τέλεια κουρδισμένη χορογραφία μονοπλάνων, αυτοκίνητα αναποδογυρίζονται, άνθρωποι αρπάζονται όσο τρέχουν πανικόβλητοι, κτίρια γκρεμίζονται από τη δύναμη των θανατηφόρων εξωγήινων πλοκαμιών.

Η επιστροφή στο παρελθόν και μάς βοηθάει να ανακαλύψουμε πώς ξεκίνησαν όλα (και πώς η οικογένεια Αμποτ είχε το πλεονέκτημα ότι λόγω της Ρέιγκαν μπορούσαν να επιβιώσουν στη σιωπή, γνωρίζοντας τη γλώσσα των κωφών), αλλά κάνει και κάτι περισσότερο: υπογράφει την υπόσχεση του Κραζίνσκι ότι θα παραδώσει μία πολύ μεγαλύτερη ταινία από την πρώτη.

Πραγματικά, το δεύτερο μέρος του «Ησυχου Μέρους» δεν είναι -μόνο- ήσυχο. Ο Κραζίνσκι δυναμώνει την ένταση στη δράση, έχει πιο μεγαλεπίβολες ιδέες, αλλάζει τοποθεσίες, ανοίγει τα πλάνα, τσιτώνει τον τρόμο. Αν στην πρώτη ταινια, τα εξωγήινα τέρατα εμφανιζόντουσαν ελάχιστα και περισσότερο καραδοκούσαν ως απειλή, εδώ τα βλέπουμε σε όλο τους το CGI τρομαχτικό τους μεγαλείο, σε συνεχείς επιθέσεις.

Κι αν κάποιοι από εμάς προτιμούσαν την πιο ψιθυριστή πρώτη ταινία (με το σασπένς να χτίζεται σε ό,τι ελλοχεύει), δεν μπορούμε παρά να παραδεχθούμε το ταλέντο, τις ιδέες και τις ισορροπίες που κρατά ο Κραζίνσκι, ο οποίος αποδεικνύεται σκηνοθέτης με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Κάθε κάδρο του είναι ένα μελετημένο master class σύνθεσης: πώς το στήνει, πώς εκμεταλλεύεται τους χώρους, το βάθος πεδίου, τη δυναμική κίνηση της κάμερας. Πώς ανοίγει το φακό στη μεγάλη εικόνα και πώς σφίγγει το πλάνο πάνω στα πρόσωπα των ηρώων, ή σ' ένα γυμνό τους πέλμα - αν πατήσουν χώμα θα σωθούν, αν ένα ξερό θορυβώδες φύλλο θα κινδυνεύσουν. Πώς εμπιστεύεται την διευθύντρια φωτογραφίας του, Πόλυ Μόργκαν, η οποία, γυριζοντας σε 35άρι φιλμ, χαρίζει στην εικόνα ζεστασιά, πλούσιες υφές - μια γειωμένη ποιότητα σ' ένα σύμπαν του φανταστικού. Πώς παίζει με το αριστουργηματικό sound design, δυναμώνοντας κι σβήνοντας τους ήχους (για να μάς χαρίσει και μια ακόμα διάσταση: το πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο η μικρή Ρέιγκαν). Πόσο έξυπνα χωρίζει τους ήρωες σε τρία γκρουπ, και επιτρέπει στον μοντέρ του, Μάικλ Π. Σόγιερ, να παίζει ανελέητα με τα νεύρα μας, κόβοντας γοργά την παράλληλη δράση.

Ομως δεν είναι αυτή η καρδιά της ταινίας, ούτε ο κύριος στόχος του Κραζίνσκι. Οπως και στο πρώτο μέρος, έτσι κι εδώ, ο τρόμος λειτουργεί μόνο ως εύρημα. Στην πραγματικότητα, και πάλι, παρακολουθούμε μια οικογενειακή ιστορία. Επιβίωσης, αλλά κυρίως αγάπης κι αυτοθυσίας. Κι αν η πρώτη ήταν «ένα ερωτικό γράμμα στα παιδιά του» (σε ποιο σημείο θα έφτανε ένας πατέρας να τα σώσει), εδώ ο Κραζίνσκι ενηλικώνεται και τα ενηλικιώνει: τα παιδιά είναι οι κεντρικοί ήρωες. Η Ρέιγκαν είναι η πρωταγωνίστρια.

Για αυτό και η Εμιλι Μπλαντ (πάντα εξαιρετική, με μόνα εργαλεία το εκφραστικό της βλέμμα και μια φλέβα που χτυπά στο μέτωπο, καταφέρνει να αποτυπώνει και απόγνωση και θάρρος, και θρήνο και κουράγιο) κάνει χώρο κι επιτρέπει στην έφηβη Μίλι Σίμοντς (την έφηβη κωφή ηθοποιό που πρωτοείδαμε στο «Wonderstruck» του Τοντ Χέινς) να λάμψει. Με μία ερμηνεία που την κρατά σε σφιχτό χαλινάρι, η Σίμοντς παραδίδει μία ηρωίδα δυνατή, έξυπνη, ώριμη. Μια «old soul» πιτσιρίκα.

Ακόμα κι αν αυτό το θέμα με τα «παιδιά που θα σώσουν τον κόσμο» το έχουμε τελευταία ξαναδεί («Stranger Things»), ακόμα κι αν στη σύγκριση με την πρώτη ταινία εδώ λείπει το στοιχείο της έκπληξης, ακόμα κι αν θα θέλαμε λίγο περισσότερη Μπλαντ (που κάπως μένει ανεκμετάλλευτη), ο Κραζίνσκι κερδίζει στα σημεία. Κατασκευάζει αριστοτεχνικό, μελετημένο, old-fashion σασπένς. Ενα εντυπωσιακό, καλοκουρδισμένο, μετρημένο σε σωστούς timing ρυθμούς θρίλερ. Μία ποπ κορν ταινία που δεν χάνει ποτέ το focus της από τον άνθρωπο.

Και μάς επιστρέφει εκεί που ανήκουμε: σε μία σκοτεινή αίθουσα να ουρλιάζουμε (αν τολμάμε) απολαμβάνοντας γνήσια κινηματογραφική εμπειρία.