Στις 27 Ιουνίου του 1976, ένα αεροπλάνο της Air France, που πραγματοποιεί δρομολόγιο από το Τελ Αβίβ στο Παρίσι μέσω Αθήνας, καταλαμβάνεται εν μέσω της δεύτερης πτήσης από δύο ακραίους Γερμανούς, μέλη της συνδεδεμένης με τους Μπάαντερ-Μάινχοφ οργάνωσης Επαναστατικά Κύτταρα, κι άλλους δύο Παλαιστίνιους αγωνιστές του Λαϊκού Μετώπου. Οι αεροπειρατές εκτρέπουν το σκάφος στη Λιβύη για ανεφοδιασμό, κι από κει στο παλιό, εγκαταλειμμένο αεροδρόμιο του Εντεμπε στην Ουγκάντα, με τις ευλογίες του δηλωμένα αντισημιτικού προέδρου της χώρας, Ιντι Αμίν Νταντά.

Οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν, με τους δράστες να ζητούν την απελευθέρωση 54 έγκλειστων ανά τον κόσμο Παλαιστινίων και λύτρα 5 εκατομμύρια δολάρια. Από τους τρομοκρατημένους επιβάτες αφήνονται ελεύθεροι μόνον οι μη ισραηλινοί υπήκοοι, Γάλλοι οι περισσότεροι, κι έτσι το βάρος της εύρεσης διπλωματικής λύσης πέφτει πάνω στην ισραηλινή κυβέρνηση, όπου θα αρχίσει να δίνεται άλλος ένας πόλεμος νεύρων για το πολιτικό κόστος της όποιας απόφασης: ενώ ο πρωθυπουργός Γιτζάκ Σαμίρ επιμένει στη μη διαπραγμάτευση με τους τρομοκράτες, ο Υπουργός Αμυνας Σιμόν Πέρεζ προσπαθεί να τον πείσει να παραμείνει στο παζάρι για να οργανωθεί στο μεταξύ με τη Μοσάντ μια επιχείρηση απελευθέρωσης των ομήρων.

Γνωστή η έκβαση της «Επιχείρησης Κεραυνός», άλλωστε απασχόλησε αμέσως μετά τρεις ταινίες που τη δραματοποίησαν, μία ομότιτλη περιπέτεια του Μεναχέμ Γκόλαν και δύο αμερικανικές τηλεοπτικές παραγωγές (με την all-star «Επιδρομή στο Εντεμπε» να παραμένει η γνωστότερη στην Ελλάδα, έχοντας παιχτεί στο τότε κινηματογραφικό κύκλωμα). Αν όμως τα φιλμ εκείνα κοιτούσαν εύλογα τα γεγονότα από την πλευρά των απελευθερωτών και γιόρταζαν τον ηρωισμό τους, η τρέχουσα εκδοχή, γραμμένη από τον Βρετανό Γκρέγκορι Μπερκ («’71») και σκηνοθετημένη από τον Βραζιλιάνο Χοσέ Παντίγια (το «φαβελικό» δίπτυχο «Οι Επίλεκτοι», το ριμέικ του «Robocop»), αποπειράται να τα προσεγγίσει από τη μεριά των δύο Γερμανών ακτιβιστών και τα διλήμματά τους.

Το οποίο έχει ένα εξαρχής ενδιαφέρον, φυσικά. Και αποκτά όλο και μεγαλύτερο, όσο μαθαίνουμε, μέσα από σύντομα φλασμπάκ, για το παρελθόν του φιλειρηνιστή βιβλιοπώλη Βίλφριντ και της εθισμένης στις αμφεταμίνες Μπριγκίτε. Και σε ιντριγκάρει για τα καλά στις σκηνές στο αφρικανικό αεροδρόμιο-φάντασμα, όταν οι ίδιοι αφήνουν τους επιβάτες με ισραηλινά διαβατήρια να καταλάβουν πως είναι οι μόνοι που δε θα φύγουν. Ο τρόμος στο βλέμμα των δεσμωτών ξεθάβει από το (συλλογικό) υποσυνείδητό τους το κληρονομημένο από το Ολοκαύτωμα ενοχικό σύνδρομο, κι εδώ, σε τούτο το δίλημμα, δείχνει να πάλλεται η καρδιά του δράματος.

Ομως μονάχα προσωρινά. Καθώς, με την πάροδο του φιλμικού χρόνου, πυκνώνουν και οι ζυμώσεις στο έκτακτο ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο, και η δράση αρχίζει να παλινδρομεί όλο και συχνότερα ανάμεσα στις δύο πλευρές του Σουέζ. Λες και ο Παντίγια νιώθει την υποχρέωση (προς τον σεναριογράφο του; τους παραγωγούς; την ίδια την ειδολογική προϋπηρεσία του;) να μοντάρει ιστορική πληροφορία και σασπένς μόνο και μόνο για χάρη της θεαματικά ηρωικής κορύφωσης. Οι Γερμανοί παραμερίζονται και ξεπέφτουν σε καρικατούρες, οι διάλογοι περιορίζονται σε φράσεις τύπου τσιτάτα, ενώ μέσα σε όλα παρεμβάλλεται και η παράλληλη ιστορία ενός ισραηλινού στρατιώτη που φεύγει για την αποστολή παρά τις παρακλήσεις της χορεύτριας συζύγου του να μείνει στο Τελ Αβίβ να παρακολουθήσει την παράστασή της, της οποίας στιγμιότυπα (επίσης) ενθέτονται αλληγορικώ τω τρόπω (κορμιά που πάλλονται στη σκηνή) στην αφήγηση. Η επιχείρηση στέφεται με επιτυχία, η παράσταση τελειώνει με την εξάντληση των σωμάτων και ένα χειροκρότημα αποθεώνει αμφότερες, με το προπαγανδιστικό πνεύμα εκείνων των ταινιών του ’70 να διαταράσσει οριστικά το μπαλάντσο που νομίζαμε πως θα κρατηθεί.

Ποιοι την πλήρωσαν τελικά, κινηματογραφικά μιλώντας; Μα, οι άλλοι δύο αγωνιστές του Λαϊκού Μετώπου για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Φιγούρες διακοσμητικές θαρρείς σε όλο το φιλμ. Στη δική τους οπτική πότε άραγε θα εντρυφήσει οποιαδήποτε ταινία διατείνεται πως σέβεται τις ισορροπίες;