Ηθοποιός με πλούσια εμπειρία στο θέατρο, ο Ξαβιέ Λεγκράν έχει προκαλέσει αίσθηση στον κινηματογράφο όχι με τους μικρούς ρόλους στις ελάχιστες ταινίες που έχει συμμετάσχει, αλλά με τις δύο σκηνοθετικές του απόπειρες. Το «Avant que de tout Perdre», η πρώτη μικρού μήκους ταινία του, κέρδισε το βραβείο Σεζάρ το 2014 και ήταν υποψήφιο για Οσκαρ, ενώ το «Μετά το Χωρισμό», στο οποίο πρωταγωνιστούν οι ίδιοι ήρωες αυτή τη φορά σε μια μεγάλου μήκους ταινία, θριάμβευσε στη Βενετία με δύο βραβεία, τον Αργυρό Λέοντα Σκηνοθεσίας και το Βραβείο Καλύτερης Πρώτης Ταινίας.
Το Flix συνάντησε τον Γάλλο ηθοποιό και σκηνοθέτη στη Μόστρα λίγο πριν το διπλό αυτό θρίαμβο και τον ρώτησε για τις σκηνοθετικές και σεναριακές του φιλοδοξίες, την επιλογή ενός τόσο πολύπλοκου και ακανθώδους ζητήματος, όπως η οικογενειακή βία, τους ηθοποιούς του και τη σύντομη συνάντησή του με τον θείο Όσκαρ.
Η σχέση της πρώτου μεγάλου μήκους ταινίας του με το μικρού μήκους «Avant que de tout perdre» (σ.σ. Το μικρού μήκους φιλμ, με το οποίο κέρδισε το βραβείο Σεζάρ κι έφτασε μέχρι την πεντάδα των Οσκαρ και στο οποίο εμφανίζονται για πρώτη φορά οι χαρακτήρες του «Μετά το Χωρισμό») και η εμμονή του με το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας Με ενδιαφέρει πολύ το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας και πώς αυτό αντιμετωπίζεται από την κοινωνία και τους θεσμούς. Φιλοδοξία μου είναι να γυρίσω μια τριλογία με τους ίδιους χαρακτήρες και τους ίδιους ηθοποιούς. Οι δύο ταινίες έχουν, επομένως, αφηγηματική συνέχεια κι η αλήθεια είναι ότι όσο γύριζα το «Avant que de tout Perdre» είχα ήδη το «Μετά το Χωρισμό» στο μυαλό μου. Αρχική ιδέα, ωστόσο, ήταν να γυρίσω τρεις μικρού μήκους ταινίες γι’ αυτή την οικογένεια, το χωρισμό και τη διάλυσή της. Τελικά συνειδητοποίησα ότι για λόγους ισορροπίας και διεισδυτικότητας η δεύτερη ταινία έπρεπε να είναι μεγάλου μήκους.
Η διαδικασία της συγγραφής του σεναρίου Αρχικά διάβασα πολλά βιβλία, ψυχολογίας και κοινωνιολογικά, για το ζήτημα και τις μαρτυρίες θυτών και θυμάτων, προκειμένου να συλλάβω το πρόβλημα στην ολότητά του. Δεν ήταν ευχάριστο ανάγνωσμα. Μετά έκανα εμπειρική έρευνα, μίλησα με δικαστές, αστυνομικούς και οικογένειες, με όλους όσοι εμπλέκονται στο ζήτημα. Hταν μια επίπονη κι επώδυνη διαδικασία, αλλά σε κάθε περίπτωση διαφωτιστική.
Η σκηνοθετική προσέγγιση Hταν σκοπός μου να παίξω με τα είδη. Αρχικά ήθελα μια στεγνή καταγραφή, ντοκιμαντερίστικη σχεδόν, της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του δικαστή και μετά, όταν θα έφτανα στις συνέπειες της απόφασης, ήταν συνειδητή επιλογή να γίνει η ταινία ένα ψυχολογικό θρίλερ. Επίσης, όλος αυτός ο βερμπαλισμός του πρώτου μέρους, ο καταιγισμός των λέξεων έπρεπε να κάποιο τρόπο να αντισταθμιστεί στο τέλος με μια δραματική κορύφωση, να δημιουργήσει έναν σαρωτικό αντίλαλο. Για μένα σημασία σε μια ταινία δεν έχει ο σκηνοθέτης, αλλά το σενάριο και η ιστορία, τα κάδρα υπαγορεύονται από τις αφηγηματικές ανάγκες και όχι από τη φιλοδοξία μου για προβολή ή για ένα μοναδικό όραμα.
Η πολιτική διάσταση της ταινίας Γίνεται μεγάλη συζήτηση στη Γαλλία για το ζήτημα της βίας κι ο δημόσιος διάλογος ανανεώνεται διαρκώς με απόψεις για το ζήτημα. Κάθε ταινία είναι μια πολιτική πράξη και φυσικά θέλω η ταινία να συμμετάσχει στο διάλογο, ειδικά ως προς το ζήτημα των θυμάτων και των παιδιών. Τον τελευταίο χρόνο μόνο στη Γαλλία σκοτώθηκαν 123 γυναίκες από τους συντρόφους ή τους συζύγους τους. Δεν ήταν ατυχήματα ή οικογενειακά δράματα, όπως θέλουν να τα παρουσιάζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ήταν δολοφονίες. Μπορεί να λέει η δικαστής στην αρχή της ταινίας ότι ένας κακός σύζυγος δεν κάνει έναν κακό πατέρα, αλλά πολλές φορές τα παιδιά είναι οι παράπλευρες απώλειες σ’ αυτή την ιστορία.
Η ταινία δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά είναι η κοινωνική πραγματικότητα γύρω μου που με ενέπνευσε να γυρίσω την ταινία. Μια πραγματικότητα που με γέμιζε οργή για την οικογενειακή βία που συγκαλύπτεται και πολλές φορές παραμένει κρυμμένη χωρίς να αποκαλύπτεται ποτέ. Ταυτόχρονα, ήθελα να βρω έναν άλλο τρόπο να απεικονίσω τη βία στο σινεμά, να καταργήσω αυτή τη ζώνη ασφαλείας που πολλές ταινίες δημιουργούν στο θεατή και να τον κάνω πιο ενεργό και πιο κριτικό απέναντι σε αυτά που βλέπει.
Η επιλογή του μικρού Τομά Γκιοριά στον δύσκολο κι απαιτητικό ρόλο του γιου Hμουν πολύ τυχερός που βρήκα τον Τομά για το ρόλο του Ζουλιέν, ο οποίος φυσικά δεν είχε καμία ανάλογη εμπειρία βίας στην οικογένειά του, αλλά επέδειξε ωριμότητα επαγγελματία ηθοποιού κι ένα φυσικό ένστικτο που τον οδήγησε να κάνει όλες τις κατάλληλες ερμηνευτικές επιλογές για το ρόλο του. Η αλήθεια είναι ότι δεν του χαρίστηκα και απαίτησα από αυτόν ό,τι ζητούσα από τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Προσπάθησα να τον προστατεύσω μόνο στο βαθμό που δε θα αιθανόταν κάποιο είδος απειλής ή τρόμου με τα όσα διαδραματίζονται στην ταινία. Με εντυπωσίασε ο επαγγελματισμός του και η διάθεσή του να συνεργαστεί με όλους. Στη συνέντευξη Τύπου δήλωσε ότι γι’ αυτόν ηθοποιία είναι να ακολουθεί το ρυθμό που επικρατεί στο γύρισμα κι αυτή η προσαρμοστικότητα είναι πραγματικά αξιοσημείωτη για κάθε ηθοποιό ανεξαρτήτως ηλικίας.
Η δεύτερη συνεργασία του με τη Λεά Ντρουκέρ Από τη μικρού μήκους ταινία μου ήξερα ότι το ρόλο της μητέρας θα τον ερμηνεύσει και πάλι η Λεά. Το σενάριο του «Μετά το Χωρισμό» γράφτηκε με αυτή στο μυαλό και η επιλογή του Ντενίς Μενοσέ στο ρόλο του πατέρα έγινε λόγω του τρόπου που αλληλοσυμπληρώνονται ερμηνευτικά. Η σωματική ερμηνεία του Ντενίς αντισταθμιζεται ιδανικά από το πιο συγκρατημένο παίξιμο της Λεά και μαζί δημιουργούν μια εκρηκτική χημεία.
Η υποψηφιότητα για το Οσκαρ και πώς αυτή άλλαξε τη ζωή του Είμαι ως επί το πλείστον θεατρικός ηθοποιός και το Avant que de tout perdre ήταν μια μικρού μήκους ταινία, οπότε η υποψηφιότητα για το Οσκαρ στην κατηγορία δεν άλλαξε τίποτα στη ζωή μου, ούτε έκανε πιο εύκολη τη χρηματοδότηση της ταινίας μου. Αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον των παραγωγών και των ηθοποιών ήταν το σενάριό μου κι ότι είχα μια πολύ δυνατή ιστορία στα χέρια μου που ήθελα πάση θυσία να αφηγηθώ.