Ο σκηνοθέτης της τσιγγάνας καρδιάς, ο Γάλλος, γεννημένος στο Αλγέρι, Τονί Γκατλίφ, ανέκαθεν έβρισκε ζεστασιά και θαυμασμό στο ελληνικό κοινό: όχι τυχαία μια και, όπως ο ίδιος διαπιστώνει, νιώθει πολύ κοντά στην ελληνική κουλτούρα και διάθεση για ελευθερία.
Ο Τονί Γκατλίφ έχει αφήσει για πάντα τη σφραγίδα του στο ευρωπαϊκό σινεμά, αποτυπώνοντας στο φιλμ την κουλτούρα και το πηγαίο αίσθημα ανεξαρτησίας των τσιγγάνων. Διπλά βραβευμένος του Φεστιβάλ Καννών (Βραβείο Σκηνοθεσίας για το «Exils», Βραβείο στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα» με το «Latcho Drom»), παρουσίασε εκεί τη νέα του ταινία, «Djam» («Μποέμικη Ψυχή»), γαλλοελληνική συμπαραγωγή (η Blonde και η Φένια Κοσοβίτσα, αλλά και το ελληνογαλλικό ταμείο συμπαραγωγών ΕΚΚ / CNC), που καταπιάνεται με την ελληνική πραγματικότητα και ιδιοσυγκρασία και με τη σημασία του ρεμπέτικου. Ηρωίδα η Ντζαμ που, σε μια αποστολή από το θείο της, τον Κακούργο (Σιμόν Αμπκαριάν), αφήνει τη Λέσβο και ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη και, από εκεί, παρέα μ' ένα συνομήλικό της κορίτσι από τη Γαλλία, παίρνει το δρόμο της επιστροφής, περνώντας από την Καβάλα και την Κομοτηνή, διανύοντας το ταξίδι των ανατολίτικων επιρροών στη μουσική και στο λόγο, συναντώντας, παράλληλα, σημεία των καιρών, το ρατσισμό, το σεξισμό, τη δυστυχία των προσφύγων.
Δείτε ακόμη: Οταν η Δάφνη Πατακιά χόρεψε στην παραλία των Καννών
Η «Μποέμικη Ψυχή» προβάλλεται από την Πέμπτη, 19 Απριλίου στις αίθουσες από την Tanweer. Το Flix συνάντησε τον Τονί Γκατλίφ στο Φεστιβάλ Καννών και μεταφέρει όσα εκείνος είπε, με βροντερή φωνή, θάρρος και πάθος. Διαβάστε παρακάτω.
Για τη μουσική Η μουσική μου δίνει ζωή. Ολο το σινεμά που κάνω εμπνέεται και κατοικείται από τη μουσική, όπως το μπλουζ, το φλαμένκο ή την τσιγγάνικη τζαζ και το ρεμπέτικο το βάζω εκεί, μαζί. Είναι η μουσική του λαού. Εάν υπάρχει, είναι για να μιλά. Το ρεμπέτικο υπήρχε πριν αρχίσει ο Τύπος να εκφράζεται για την πολιτική: πρώτα το έκανε η μουσική. Το ρεμπέτικο ήταν το κείμενο με το οποίο ο λαός, στις ταβέρνες, δυστυχισμένος, φτωχός, μιλούσε για την πολιτική και για την ανθρώπινη κατάσταση. Γι’ αυτό και τους διαλόγους της ταινίας τους υπαγορεύουν η μουσική και τα τραγούδια του λαού. Η πρώτη φορά που γνώρισα αυτή τη μουσική ήταν στην Τουρκία, το 1983, ένας σπουδαίος δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου, γνωρίζοντας το πάθος μου για η τσιγγάνικη μουσική, για φλαμένκο, με ρώτησε, γνωρίζεις το ρεμπέτικο; Είπα όχι, καθόλου. Μου αφηγήθηκε την ιστορία του ρεμπέτικου κι όταν, τρία-τέσσερα χρόνια αργότερα, πήγα στην Ελλάδα, έψαξα παντού για τη ρεμπέτικη μουσική, σε δισκάδικα, σε ταβέρνες κι άρχισε να ζει μέσα μου, τη λάτρεψα αμέσως, κυρίως χάρη στους στίχους της. Η μουσική είναι πάντα παρόμοια, αλλά οι στίχοι αλλάζουν κι είναι παντοδύναμοι, εκπληκτικοί. Είναι μια μουσική που μου ταιριάζει, έχει μια πλευρά αντιδραστική, μια πλευρά επαναστατική, του κακού παιδιού, που με εμπνέει. Λέει, δεν θέλουμε την κοινωνία σας, τους νόμους σας, μας αρέσουν οι φυλακές, τα αντίθετα απ’ ό,τι σε σας.
Για το πολιτικό σινεμά Εγώ είμαι ενεργός, όχι πολιτικοποιημένος, είμαι ένας σκηνοθέτης που αντιτίθεται στην πολιτικοποίηση, αλλά είμαι αφοσιωμένος στην πραγματικότητα. Είμαι ένας λαϊκός σκηνοθέτης, αλλά δεν κάνω λαϊκές ταινίες, μαζικού ενδιαφέροντος ταινίες. Μου αρέσουν πολύ οι άνθρωποι για να θέλω να τους χειρίζομαι, όπως κάνει το mainstream σινεμά. Αντίθετα, είμαι στενά συνδεδεμένος με τον κόσμο, έχω έντονο παρών κι όσα συμβαίνουν σήμερα βρίσκω πως είναι ένας φρικτός εφιάλτης. Αυτό που συνέβηστη γειτονιά μου στο Παρίσι, όπου πυροβόλησαν τους νέους στα καφέ, είναι ένας εφιάλτης. Βλέπουμε ανθρώπους από τις χώρες τις άμμου, τις χώρες του Ισλάμ που άφησαν τις ζωές τους πίσω για να βρουν καταφύγιο στην Ευρώπη κι έφτασαν στην Ελλάδα και στην Τουρκία, τους υποδέχτηκαν, τους προστάτευσαν. Στη Γαλλία, στη Γερμανία, τους συμπεριφέρθηκαν σχετικά αξιοπρεπώς. Αλλά οπουδήποτε αλλού, οι άνθρωποι αυτοί συνάντησαν παγωμένες αγκαλιές, ερχόμενοι από μέρη όπου γίνονται σφαγές.
Για τη σημερινή Ελλάδα Για μένα η «χώρα» δεν είναι οι τοίχοι. Τοίχοι είναι τα σύνορα που επιβάλλουν οι φασίστες στην Ευρώπη. Χώρα είναι αυτή που υποδέχεται τους άλλους ανθρώπους και δεν τους υποδέχεσαι με τοίχους. Τοίχους βάζεις στις φυλακές, στα στρατόπεδα. Γνωρίζω κι αισθάνομαι κοντά μου την Ελλάδα εδώ και 35 χρόνια. Από την αρχή της κρίσης, όταν βρέθηκα εκεί για να κάνω το «Indignados», είδα ότι ο ελληνικός λαός κρατά το κεφάλι του ψηλά. Κι αυτό θέλησα να πω στην ταινία μου. Η κρίση έχει να κάνει μόνο με τα λεφτά. Οι τράπεζες, με την εξουσία τους, το μόνο που διαθέτουν είναι χρήματα. Οχι ότι τα χρήματα δεν έχουν σημασία, αλλά αυτό δεν σ’ εμποδίζει να κρατάς το κεφάλι σου ψηλά. Αν θέλουν να πάρουν το λιμάνι του Πειραιά, όπως το πήραν οι Κινέζοι, κι αυτό μόνο τσιμέντο είναι, δεν θα πάρουν την ελληνική υπερηφάνεια, την ελληνική ψυχή. Φυσικά τα χρήματα έχουν σημασία, η φτώχεια είναι τρομακτική, αλλά με κάτι πρέπει να πολεμήσεις. Με τι πολεμάς; Οχι με όπλα, τουλάχιστον όχι στο δικό μου κόσμο. Στη θέση του όπλου, βάζουμε λέξεις. Τα λεφτά ας τα αφήσουμε για τους πλούσιους, εκείνοι είναι που τρελαίνονται μ’ αυτά.
Για την Ευρώπη... Η Ευρώπη είναι αυτή που ψηφίστηκε στη Γαλλία, μ έναν Ευρωπαϊστή Πρόεδρο. Χωρίς την Ευρώπη είμαστε νεκροί, το μέλλον μας θα είναι νεκρό. Φυσικά πρέπει να το ανασκευάσουμε, να το αναθεωρήσουμε, το ζήτημα της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας. Αλλά αυτό πρέπει να το σκεφτούμε όντας στην Ευρώπη, μόνο. Πρέπει να δουλέψουμε ώστε η Ευρώπη να γίνει διαφορετική απ’ ό,τι πριν από πέντε και δέκα χρόνια, να μην καταστρέφει τις χώρες, να τις βοηθά και να τις υποστηρίζει. Και νομίζω ότι κάνουμε βήματα προς τα εκεί.
...και για τον Μίκαελ Χάνεκε (σημείωση: καθώς η συνέντευξη έγινε στο Φεστιβάλ Καννών, ο Γκατλίφ ρωτήθηκε για το πού βρίσκει την αισιοδοξία του για την Ευρώπη, όταν άλλοι σκηνοθέτες με ταινίες στο Φεστιβάλ, παρουσιάζουν ένα ζοφερό ευρωπαϊκό μέλλον, όπως ο Φατίχ Ακίν και ο Μίκαελ Χάνεκε) Εχετε δει τη φάτσα του Μίκαελ Χάνεκε; Εχετε δει πώς μοιάζει; Μπορείτε να βρείτε ένα ίχνος αισιοδοξίας σ’ αυτό το πρόσωπο; Τον Μίκαελ Χάνεκε θα έπρεπε να τον βάλουν σ’ ένα μουσείο: «ο άνθρωπος που δεν μπορούσε να χαμογελάσει»! Εγώ δεν θα ήθελα ποτέ να ζήσω στην Ευρώπη του Μίκαελ Χάνεκε!
Για τη γυναικεία χειραφέτηση, ξανά, σήμερα Σήμερα, οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες από τους άντρες. Οταν βλέπω όσα υφίστανται οι γυναίκες – και, προσέξτε, δεν εννοώ να πάψει το Ισλάμ ν’ ακολουθεί τον πολιτισμό του, αυτό είναι αυτονόητο για μένα – αλλά όταν βλέπω τις ακραίες συμπεριφορές προς τις γυναίκες, όχι, δεν μπορώ να συμφωνήσω με κάτι τέτοιο. Οι γυναίκες πάλεψαν το ’68 για να ζήσουν ως ίσες απέναντι στους άνδρες κι αυτό τούτη τη στιγμή κλονίζεται. Γι’ αυτό κι έβαλα ένα κορίτσι ηρωίδα της ταινίας μου και την άφησα να κάνει ό,τι θέλει, να ντυθεί ή να γδυθεί και κανείς να μην την πει πόρνη. Σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο ακραία επιθετικός ενάντια στις γυναίκες κι ενάντια στους άπορους. Η ηρωίδα που ενσαρκώνει η Δάφνη Πατακιά δεν είναι α-σεξουαλική, είναι μια γυναίκα αλλιώτικη. Φορά παντελόνι γατί τη βολεύει, δεν παίζει με το κορμί της, δεν είναι αντικείμενο, είναι το αντίθετο. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Το ρεμπέτικο είναι γυναίκα. Η Ρόζα Εσκενάζυ παντρεύτηκε τον 20χρονο θαυμαστή της, παντρεμένο, την ακολούθησε ως το θάνατό της. Η Μπέλλου είχε σχέσεις με γυναίκες. Οι γυναίκες του ρεμπέτικου είναι ελεύθερες γυναίκες. Αλλά δεν είναι γυναίκες αντικείμενα.
Για το τι θεωρεί επικίνδυνο Τη διαφορετικότητα την υποστηρίζω απόλυτα, το μόνο που πάντα θα πολεμώ είναι ο φασισμός κι η φτώχεια. Η φτώχεια στις μέρες μας έχει γίνει κοινότυπη κι αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Το κενό μεταξύ πλούσιων και φτωχών έχει γίνει τεράστιο, η φτώχεια θεωρείται καθημερινότητα, δεν προκαλεί εντύπωση σήμερα, τη βλέπουμε όπως κοιτάζουμε αυτό το ποτήρι. Κι όμως, η φτώχεια είναι φρικτή, είναι σαν αρρώστια. Δεν είναι κάτι μπανάλ. Στην Ελλάδα, δεν είναι φυσικό οι ηλικιωμένοι να μην έχουν σύνταξη, έχουν δουλέψει όλη τους τη ζωή για τα συνταξιοδοτικά ταμεία, να ζουν με 500 ευρώ, δεν είναι φυσικό αυτό, κανείς στην Ευρώπη δεν ζει μ’ αυτά τα χρήματα.
Διαβάστε ακόμη: Η Δάφνη Πατακιά πρωταγωνίστρια στη νέα ταινία του Πολ Βερχόφεν, πρώτη μετά το «Elle»