Συνέντευξη

«Σαγκάν»: Μια σκηνοθέτης, μια ηθοποιός, μια γυναίκα-ιστορία

στα 10

Η Ντιάν Κουρίς μιλά για το πώς έκανε ταινία τη γυναίκα – σύμβολο της γαλλικής ελευθερίας.

«Σαγκάν»: Μια σκηνοθέτης, μια ηθοποιός, μια γυναίκα-ιστορία

Ηθοποιός και σκηνοθέτης, η Ντιάν Κουρίς αποφάσισε να τιμήσει τη γυναίκα που πήρε μέρος στη διαμόρφωση του σύγχρονου γαλλικού τρόπου ζωής: τη Φρανσουάζ Σαγκάν. «Σ’ αυτό το άγνωστο συναίσθημα, που η ανησυχία και η γλύκα του μου έχουν γίνει εμμονές, διστάζω να δώσω ένα όνομα, το όμορφο, βαρύ όνομα της θλίψης.» Η Φρανσουάζ Σαγκάν ήταν δεκαοκτώ χρόνων όταν έγραψε τις πρώτες λέξεις του «Καλημέρα Θλίψη», του μυθιστορήματος που θα την εκτόξευε στη σφαίρα του μύθου, στη λογοτεχνία και στη ζωή. Η Ντιάν Κουρίς, ηθοποιός και η ίδια, αλλά και σκηνοθέτης ταινιών σαν το «C’ est la vie» και το «Apres l’ amour», επιστρατεύει τη δική της αγάπη για τη Σαγκάν και το ταλέντο της πρωταγωνίστριάς της, Σιλβί Τεστούντ και σκιαγραφεί το ίνδαλμά της. Η ταινία «Σαγκάν» θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη, 14 Ιουλίου, από την Audio Visual.

Πώς γεννήθηκε η επιθυμία σας ν’αφιερώσετε μια ταινία στη Φρανσουάζ Σαγκάν;Δε γνώρισα ποτέ τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Θα μπορούσα, συναντούσε πολύ κόσμο. Αλλά, παραδόξως, είχα πάντα την εντύπωση ότι αποτελούσε κομμάτι της ζωής μου. Αυτό οπωσδήποτε ισχύει για πολλούς ανθρώπους της γενιάς μου. Μας συντρόφευσε από την εφηβεία, ταυτόχρονα ως οικείο πρόσωπο και ως ζωντανός μύθος. Για καιρό κορόιδευε το χρόνο, γνωρίζαμε την επαναστατική της μορφή, τον κοφτερό λόγο, τη σιγουριά, την πρωτοτυπία της και, κατά κάποιον τρόπο, πιστεύαμε ότι είναι αθάνατη. Οταν χάθηκε, το 2004, είχα το συναίσθημα ότι πέρασα δίπλα από μια σημαντική προσωπικότητα, μια και δεν καταφέραμε ποτέ να συνεργαστούμε. Της είχα προτείνει να γράψει μαζί μου το σενάριο για το «Les Enfants du Siècle», αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Διαβάζοντας άρθρα που γράφτηκαν στον τύπο μόλις πέθανε, ανακαλύπτοντας δεκάδες φωτογραφίες της με τους φίλους της, είδα σε ποιο σημείο η ζωή της ήταν μυθιστορηματική, έντονη, πλούσια. Η ταινία βρισκόταν εκεί, σ’ αυτά τα έγχρωμα πορτρέτα της, στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του αυτοκινητιστικού της δυστυχήματος, σ’ εκείνη από το γάμο της με τον Γκι Σέλερ… Χρειαζόταν απλώς να γυρίζω τις σελίδες. Ξεκίνησα να διαβάζω ό,τι είχε γραφτεί για εκείνη, ξαναβυθίστηκα στα μυθιστορήματά της, είδα τις συνεντεύξεις της και η ιδέα να κάνω μια ταινία για τη ζωή της δεν ξαναέφυγε ποτέ από το μυαλό μου.

Ποια πλευρά της Σαγκάν θελήσατε να περιγράψετε;Δεν είχα ιδέα για την ταινία που επρόκειτο να γράψω. Η Φρανσουάζ Σαγκάν ήταν για μένα πάντα μια μορφή μοναδική, αινιγματική. Η γυναίκα που ανακάλυψα ήταν τρομερά σύνθετη. Συγκρατημένη στην τραγωδία, πληθωρική στη ματαιότητα, ανέμελη, φιλήδονη, ακόρεστη για ουσίες και αλκοόλ, φλογερή. Τα δοκίμασε όλα. Τα απέκτησε όλα και τα έχασε και διένυσε το μισό αιώνα με μια ξεγνοιασιά και μια αυθάδεια που έχουν μόνο οι ποιητές και οι καλλιτέχνες. Ηταν πάνω απ’ όλα και πρώτα απ’ όλα ένας άνθρωπος ελεύθερος: ελεύθερη να γράψει, ν’ αγαπήσει, να μοιραστεί… Ηταν επίσης κάποιος που προσπάθησε να συνδυάσει τη ζωή του καλλιτέχνη, της συζύγου, της μητέρας. Ηθελα να δείξω την πολύπλευρη προσωπικότητά της, ταυτόχρονα κοντινή, ανθρώπινη και εντελώς απρόβλεπτη. Δεν προσπάθησα να την κάνω καλύτερη απ’ ό,τι ήταν, θέλησα απλώς να την κάνω αληθινή, προσπαθώντας να πλησιάσω πιο κοντά της. Ηταν γεναιόδωρη, εμπαθής, παθιασμένη και μπορούσε να γίνει τέρας εγωισμού, καμιά φορά και αδύναμη. Το να κάνεις το πορτρέτο κάποιου σημαίνει να κάνεις μαζί και το δικό σου. Επιλέγοντας τι μας αγγίζει σε μια προσωπικότητα, τι μας μιλάει, τι καταλαβαίνουμε καλύτερα, αποκαλυπτόμαστε όσο και το μοντέλο μας.

Μπορούμε να πούμε ότι προσπαθήσατε ν’ αποκαταστήσετε τη μνήμη της;Οχι. Δε χρειάζεται εμένα γι’ αυτό. Κατ’ αρχήν, η επιτυχία των βιβλίων που εκδόθηκαν γι’ αυτήν φέτος το αποδεικνύουν: βρίσκεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, μέσα στη μνήμη μας. Θ’ ανακαλύψουμε ξανά το έργο της. Αλλά αν κάποιοι μιλούν γι’ αποκατάσταση της μνήμης της, είναι γιατί μια μερίδα των ανθρώπων του πνεύματος άδικα την περιφρόνησε, αναμβφίβολα επειδή ο θόρυβος που δημιουργήθηκε γύρω της, η πλευρά της «σταρ» που είχε, τους εμπόδιζε να την πάρουν στα σοβαρά. Αυτό αναγκάστηκε να το υποστεί, χωρίς να αλλάξει όμως τρόπο ζωής… Κάποιοι μπέρδεψαν το δημόσιο πρόσωπο με τον δημιουργό κι έκαναν λάθος και στα δύο ταμπλό: η προσωπικότητα είναι πιο βαθειά απ’ ότι πίστευαν και η συγγραφέας συχνά δεν είχε καμία σχέση με την ευκολία με την οποία τη συνέδεαν. Πρέπει να ξαναδιαβάσει κανείς το «Καλημέρα Θλίψη», το βιβλίο δεν έχει ούτε μια ρυτίδα, είναι ένα μικρό κόσμημα διαστροφής, γραμμένο με εκπληκτική γλώσσα. Γι’ αυτόν και μόνο το λόγο οφείλουμε να την τιμούμε. Ελπίζω ο κόσμος να το ξαναδιαβάσει, το δίκαιο είναι να την ξανανακαλύψει, μια και δούλεψε πολύ περισσότερο από πολλούς συγγραφείς, ακόμα και την περίοδο που αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.

Ποια είναι η γνώμη σας για τις κινηματογραφικές βιογραφίες;Δε σκέφτομαι με ετικέτες. Στη διάρκεια της συγγραφής, μας ενδιαφέρουν περισσότερο οι στιγμές που μας φαίνονται πιο καθοριστικές, πιο δυνατές, πιο συγκινητικές και πιο αστείες, και οι πιο σημαντικές σχέσεις. Προφανώς είχε μια ζωή πολύ πιο πλούσια απ’ όσο μπορεί να δείξει μια ταινία δυο ωρών. Η ταινία δεν αναφέρεται καθόλου στα παιδικά της χρόνια κι υπάρχουν πολλά θέματα τα οποία απλώς αγγίζουμε – κυρίως το θέατρο – παρότι την απασχόλησαν πολλά χρόνια.

Ξεκινάτε την ταινία με μια συγκινητική εικόνα της Φρανσουάζ Σαγκάν στο τέλος της ζωής της: μόνη, άρρωστη, κλεισμένη στο σπίτι της. Γιατί κάνατε αυτήν την επιλογή;Η ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτήν την εικόνα της Σαγκάν, λίγο πριν πεθάνει και σ’ εκείνη της πολύ νέας Φρανσουάζ, είναι που μου φάνηκε πολύ χαρακτηριστική: το πέρασμα, από την παρακμή της στιγμής που τελειώνει η ζωή της, στα 18, όταν κρατά όλα τα χαρτιά στο χέρι κι ετοιμάζεται να τα σπαταλήσει. Είχα την εντύπωση ότι έτσι μπορούσα να σχολιάσω τον τρόπο με τον οποία έζησε: ανοικονόμητα, βάζοντας φωτιά στη ζωή της.

Κάθε κινηματογραφική βιογραφία θέτει το ζήτημα της ποιητικής άδειας: πόσο αλλάξατε τα γεγονότα;Η ταινία γίνεται μυθοπλασία: πρόκειται για την ιστορία μια γυναίκας, αλλά δε χρειάζεται να εγκλωβίζεται πάντα με απόλυτη ακρίβεια στις χρονολογίες και τα γεγονότα. Ολα είναι αλήθεια κι όλα έχουν λίγο ξαναδημιουργηθεί. Προφανώς, οι μελετητές της Σαγκάν μπορούν πάντα να εντοπίσουν κάποιο γεγονός που δεν έγινε όπως το αφηγούμαι. Για παράδειγμα, τον Μάη του ‘68, η Φρανσουάζ Σαγκάν πήγε στο Οντεόν με τη Μαζεράτι της - μια και δεν ήθελα ν’ αναπαραστήσω αυτό το συμβάν, άλλαξα την ιστορία, προτίμησα να διατηρήσω το πνεύμα της κι όχι τα γεγονότα κατά γράμμα. Πήρα ελευθερίες, κάποιες φορές και στις χρονολογίες, όπως στη συνάντησή της με την Πέγκι, που στην ταινία συμβαίνει νωρίτερα απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Αλλά νομίζω ότι αυτό δεν έχει σημασία, εφόσον δεν παραποιώ την αλήθεια της. Νομίζω ότι αν εκείνη έβλεπε την ταινία, δε θα στενοχωριόταν, ούτε καν με τις μικρές απάτες: η ίδια λάτρευε να επινοεί.

Ο Ντενίς Γουέστχοφ, ο γιος της Σαγκάν, εμφανίζεται στους τίτλους της ταινίας ως καλλιτεχνικός σύμβουλος: ήταν σημαντικό να έχετε την έγκρισή του;Ναι, ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο μίλησα όταν μου ήρθε η ιδέα να κάνω αυτήν την ταινία: χρειαζόμουν τη συγκατάθεσή του, τη ματιά του, τη βοήθειά του. Της μοιάζει πολύ, ήθελα ούτως ή άλλως να τον συναντήσω. Ηταν για μένα το ίδιο σημαντικό με το να γνωρίσω τη Φλοράνς Μαλρό, τον Ζαν-Κλοντ Μπριαλί, τη Ρεζίν, τη Σαρλότ Αγιό, τη Μαντάμ Μπαρτόλι, τη Μαντάμ Λε Μπρετόν: όλοι μου διηγήθηκαν μια ιστορία, ο καθένας μου έδωσε μια διαφορετική οπτική και τα αφομοίωσα όλα.

Στην ταινία, είναι αποκάλυψη να βλέπεις τη Σιλβί Τεστούντ στο δέρμα της Σαγκάν: πότε σας ήρθε η ιδέα να τη χρησιμοποιήσετε;Μια μέρα έφαγα με τον Τιερί Τέτινγκερ κι είχε μόλις έρθει από την κηδεία της Φρανσουάζ Σαγκάν, την οποία γνώριζε καλά και μου είπε: «Αν γινόταν μια ταινία για τη Σαγκάν, θα έπρεπε να την παίξει η Σιλβί Τεστούντ.» Μου φάνηκε αυτονόητο και την είχα στο μυαλό μου όταν ξεκίνησα ν’ ασχολούμαι με την ταινία. Είναι μια γυναίκα έξυπνη και τολμηρή, όπως η Σαγκάν και, επίσης, γράφει κι εκείνη… Κατάλαβε την πρόκληση που αποτελούσε ο ρόλος. Εχει επίσης μια πλευρά «στρατιωτικής πειθαρχείας»: φέρνει μαζί της το δικό της κόσμο και ήταν για μένα μεγάλη ευτυχία να βλέπω τη δουλειά της, τη συγκέντρωση αλλά και την ελαφρότητα με την οποία τα έκανε όλα αυτά.

Πώς δουλέψατε μαζί της στην προετοιμασία για το ρόλο;Η ηρωίδα γεννήθηκε από μια πραγματική συνεργασία. Περάσαμε πολλά βράδια τρώγοντας και συζητώντας μαζί, για όλα, για μας, γελάσαμε πολύ… Μου σύστησε τον Ζαν-Πολ Σκαρπίτα που ήταν φίλος της Φρανσουάζ, και που τη συντρόφευσε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της. Από τη δική της πλευρά, διάβασε ανεξάντλητα, είδε φωτογραφίες, άκουσε συνεντεύξεις…

Τι προσέθεσε στο δικό σας όραμα για την ηρωίδα σας;Είναι μια εντυπωσιακή ηθοποιός. Ηξερε πώς να ενσαρκώσει την ηρωίδα χωρίς εμφανή προσπάθεια. Για τη Σιλβί, όλα μοιάζουν προφανή. Οταν έπαιζε, είχα την αίσθηση ότι έβλεπα ακριβώς τη Σαγκάν, όπως την είχα φανταστεί. Η έκπληξη ήταν το χιούμορ που κουβαλούσε, ειδικά όταν ήταν ζευγάρι με τη Ζαν Μπαλιμπάρ. Δεν είχα προβλέψει την κωμική φλέβα που θα χτυπούσε ο συνδυασμός τους. Η Σιλβί είναι αστεία και στη ζωή κι αυτό της το χαρακτηριστικό το μετέφερε στην ταινία.

Η φιλία βρίσκεται στο κέντρο της ζωής της Σαγκάν: είναι ένα θέμα που συναντά κανείς και στις δικές σας ταινίες…Από την εποχή του «Coup de Foudre», που αφηγούνταν μια φιλία ερωτική, μ’ ενδιέφερε πολύ η παρουσίαση αυτού του θέματος στο σινεμά. Εκείνη την εποχή, μου άρεσε αυτός ο ορισμός της φιλίας: «είναι η αγάπη που διαρκεί». Κι όπως λέει η Σαγκάν, ο έρωτας διαρκεί τρία χρόνια, ενώ μια φιλία μπορεί να επιβιώσει μια ολόκληρη ζωή. Εκείνη φοβόταν τη μοναξιά, της άρεσε να είναι περικυκλωμένη από την παρέα της. Ηταν εξίσου τυραννική και γεναιόδωρη: αυτό δεν υπάρχει στην ταινία, αλλά μου διηγήθηκαν ότι στο εξοχικό της στο Ονφλέρ, είχε ένα κουτί, στο οποίο έβαζε χρήματα για τα ψώνια, σαν κουμπαρά όπου ο καθένας συμμετείχε όπως μπορούσε, έβαζε ή έπαιρνε. Τη διέκρινε πάντα αυτή η χαρά της κοινοκτημοσύνης.

Η αίσθηση της εποχής βρίσκεται εκεί, αλλά χωρίς κανείς να νοιώθει ότι πρόκειται για ακριβή αναπαράσταση: αυτό έγινε για να υπογραμμίσετε ότι η Σαγκάν είναι μια μοντέρνα προσωπικότητα;Μέχρι ενός σημείου ναι, αλλά αυτή η εντύπωση βασίζεται κυρίως στο ότι διανύσαμε αρκετές εποχές, αλλά δε θέλαμε να περιγράφεται η κάθε δεκαετία χωριστά. Παρόλ’ αυτά, είναι όλα εκεί, τα κοστούμια, τα χτενίσματα, η μουσική…

Αυτό προφανώς προέρχεται κι από το στιλ της Σαγκάν, που αντιστεκόταν στη μόδα…Είναι πολύ μοντέρνα, τόσο στον τρόπο ζωής της, όσο και στο ντύσιμό της: εκείνη επέβαλε τις μπαλαρίνες και τις εσπαντρίγιες, το κοντό, στενό παντελόνι. Φτιάξαμε τα ρούχα της ταινίας με έμπνευση τις φωτογραφίες της και διαπιστώσαμε ότι φορούσε μαρινιέρα και τζιν παντελόνι όταν καμία γυναίκα δεν ντυνόταν έτσι: ήταν ιδιαίτερα σπάνιο για το 1956! Εκοβε, επίσης, τα μαλλια της κοντά και φορούσε το διάσημο παλτό πάνθηρα που ξανάρχεται στη μόδα. Ολα αυτά δίνουν στην ταινία ένα ύφος σύγχρονο.

Τι αντιπροσώπευε η Σαγκάν για τη νεολαία του Μάη του ’68;Η Σαγκάν θεωρούσε τις ιδέες του ’68 λίγο ξεπερασμένες, γιατί εκείνη τις είχε πολύ νωρίτερα: ζούσε το ’68 στη δεκαετία του ’50! Μαζί με την Μπαρντό, αποτέλεσαν το σύμβολο της γυναικείας ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Ενσάρκωσαν και οι δύο ένα γυναικείο μοντέλο τρομερά πρωτοπορειακό, της γυναίκας που παίρνει το πεπρωμένο τα χέρια της και δεν περιμένει τον πρίγκιπα στο άσπρο άλογο.

Η ταινία απευθύνεται στο νεανικό κοινό;Κάποτε πήγα διακοπές με το γιο μου που ήταν, τότε, 15 χρόνων και παρατήρησα ότι στη βαλίτσα του είχε το «Καλημέρα Θλίψη». Μου φάνηκε περίεργο ότι γνώριζε το βιβλίο και όταν τον ρώτησα σχετικά, μου απάντησε: «Μα, το έχουν διαβάσει όλοι μου οι γνωστοί». Με ρώτησε πολλά πράγματα για τη Σαγκάν και μ’ εντυπωσίασε το γεγονός ότι η δική του γενιά ενδιαφερόταν για εκείνη, ειδικά για την επαναστατική της πλευρά: αυτό με έπεισε ότι υπήρχε ένα κοινό μεγαλύτερο απ’ όσο νόμιζα.

Ποια φράση της Σαγκάν σε έχει σημαδέψει περισσότερο;Στο τέλος μιας συνέντευξης τη ρωτούν τι θα ευχόταν κι εκείνη απαντά, «Θα ήθελα να είμαι δέκα ετών, θα ήθελα να μην είμαι ενήλικη. Ορίστε.» Αυτό την αντιπροσωπεύει πραγματικά: ένας άνθρωπος που δε θέλησε να μεγαλώσει, που θέλησε, με τη σκέψη και τον τρόπο ζωής της και την επιθυμία της για ελευθερία, να παραμείνει ένα μικρό επαναστατικό κορίτσι, ένα παιδί λίγο πιο κακομαθημένο αλλά που διατηρούσε την αθωότητά του.