To περίμεναν, λένε. Και γράφουν απίστευτα ωραία πόστ μέσα στην νύχτα. Εγώ πάλι, που δεν το περίμενα και πιστή στην απόφασή μου να μην μπαίνω στο ίντερνετ μετά τις 10μμ για να με προφυλάξω από εφιάλτες και αυπνίες, έμαθα τον θάνατό του το επόμενο πρωί.
Η είδηση ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν είναι πιά εδώ είχε δώσει ως δια μαγείας στα ξυνισμένα, εξαγριωμένα, διχασμένα σόσιαλ μίντια αξιοπρέπεια και περιεχόμενο.»
Πλημμύρισαν με αγάπη, θαυμασμό, λατρεία και πένθος για έναν καλλιτέχνη, που όσο μέγιστος ήταν (και ήταν) δεν είχε περάσει πάντα τόσο καλά μαζί μας. Και τον λοιδώρησαν και τον αρνήθηκαν και τον καταδίωξαν πολλοί από αυτούς που σήμερα τον αποχαιρετούν με σεβασμό και δάκρυα –βάζοντας οι πιο ειλικρινείς (αλλά κι αμετανόητοι) κι ένα «αλλά» στο τέλος της κατάθεσής τους.
Αλλά ψήφιζε Μητσοτάκη. Αλλά ήταν με τους νεοορθόδοξους. Αλλα έγινε αστός με λεφτά. Αλλά ήταν εθνικόφρων και έτρεχε με το δεξιό υπουργείο Αμυνας στα στρατόπεδα. Αλλά έβγαλε την Καλομοίρα στοΗρώδειο. Αλλά ήθελε να μείνουμε Ευρώπη. Στο λαιμό μού κάθισαν αυτά τα «αλλά»….
Ας μην γίνομαι κακιά.
Νιώθω ότι κατάφερε να μας ενώσει, έστω για λίγο, ο άνθρωπος που σημάδεψε την τέχνη και τη ψυχή μας από πολύ νέος, χωρίς ποτέ να κρύψει, να λειάνει τις απόψεις του –απίστευτο μου φαίνεται αυτό σε woke εποχές, που τρέμουμε μπας και μάς ξεφύγει καμμιά ύποπτη λεξούλα.»
Θυμάμαι την εποχή του δίσκου του «Το Κούρεμα» (βγήκε το «βρώμικο» 1989) την αμηχανία των πιο σωφρόνων (μέσα σ’ αυτούς κι εγώ) για την δήθεν δεξιά, μητσοτακική στροφή του. Θυμάμαι και το ξεκάθαρο μίσος των πούρων αριστερών, που του κόστισε χρόνια δύσκολα, παραλίγο να του καταστρέψει την καριέρα.
Δεν αντέχει η αριστερά απορρίψεις ειδικά από τους μπροστάρηδες σαν τον Νιόνιο, τα σύμβολα του αντιδικτατορικού αγώνα και της Μεταπολίτευσης. Μια φορά να την πιστέψεις οφείλεις να της είσαι πιστός μέχρι να σου βγει η τελευταία ανάσα. Να της είσαι πιστός με τον τρόπο και τη ζυγαριά που κουβαλάνε ιδεολόγοι και ηθικολόγοι, κι ας μεγαλώνεις εσύ στο μεταξύ, κι ας αλλάζει ο κόσμος, κι ας ανοίγουν τα μάτια, κι ας πέφτουν τείχη και καθεστώτα.
Ας είναι. Ο Διονύσης Σαββόπουλος από νωρίς μας έβαλε στα δύσκολα. Ηταν τόσο πλούσιος ο κόσμος του (και η γλώσσα του, ποιητική και μουσική) που ένας καυγάς είναι η πρώτη μου θύμηση από αυτόν. Σαββοπουλικοί και αντισαββοπουλικοί βόλτα στο νυφοπάζαρο μεγάλης επαρχιακής πόλης. Μικρότερή του μόλις δεκατρία χρόνια, ναι, μόλις, - εγώ μαθήτρια επί χούντας, αυτός εικοσάρης τραγουδοποιός- έπρεπε να καταλάβω, να καταπιώ, να οικειοποιηθώ τη μουσική του, τα τραγούδια του, που οι φίλοι μας φοιτητές (δεκαοχτάρηδες, δηλαδή, μειράκια) μάς έφερναν από την Αθήνα και την Πάτρα, μαζί με εικόνες από τον αντιδικτατορικό αγώνα, που μας γαλβάνιζε. Μαθημένη στις μελωδίες του Χατζιδάκι και στα λαικά τραγούδια, και παρόλο που άκουγα ήδη με πάθος ξένα συγκροτήματα, το βαλκάνιο ροκ του Σαββόπουλου και κυρίως οι στίχοι του μου έπεσαν δύσκολοι.
Χρειάστηκε υπομονή και επιμονή, τότε τους δίσκους τούς ακούγαμε με μαθητική προσήλωση δεκάδες φορές χωρίς διάλειμμα, για να μπω σιγά σιγά στη μουσική του και να τη βρίσκω έκτοτε και πάντα, μέχρι τέλους, αριστούργημα που με άφηνε άφωνη.»
Ο ίδιος, λίγο σαν τον Χατζιδάκι, που δεν επέτρεπε πολλά πολλά, οικειότητες και τέτοια, μου προκαλούσε πάντα δέος. Δημοσιογράφος του κινηματογραφικού ρεπορτάζ δεν είχα και την ευκαιρία να τον γνωρίσω κανονικά, τι κρίμα, είμασταν και γείτονες και σχεδόν κάθε πρωί τον έβλεπα σε ένα ταξί να κατεβαίνει στην Αθήνα ενώ εγώ ξεροστάλιαζα στην Κηφισίας. Δεν έχανα συναυλία του, έγραφα πότε πότε στην Ελευθεροτυπία γι’ αυτές όταν οι ειδικοί (ο μέγας Φώτης Απέργης, δηλαδή) δεν προλάβαινε. Τόλμησα και μια φορά να τον ψιλοκράξω γιατί ολοκλήρωσε μια εμφάνισή του τραγουδώντας το«Υπερμάχω» (που το ξέρω απέξω και το λατρεύω), ξεχνώντας η ανόητη άθρησκη τι ρόλο έπαιζε και παίζει η θεία εκκλησιαστική μουσική.
Από εκπλήξεις και δημιουργική ελευθερία άλλο τίποτα ο Σαββόπουλος. Δε θα ξεχάσω ποτέ, εγώ η τρελαμένη με το σινεμά, και δη το ελληνικό, την χαρά μου και την ανατριχίλα μου όταν ακουσα στο «Happy Day» του Παντελή Βούλγαρη, την ωραιότερη για μένα ταινία του, τον λαϊκό Μενιδιάτη να τραγουδάει… Το βαρύ λαικό, που λάτρευα, δενόταν με τον πιο μπρεχτικό έβερ Βούλγαρη και την τραγωδία της Μακρονήσου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συνεργασία του με τον άλλο μεγάλο ,που χάσαμε, τον Λάκη Παπαστάθη, στη μουσική παράσταση «Θίασος Σκιών». Οχι, το 1973, ήμουνα ακόμα μαθήτρια, αλλά δόξα τω θεώ, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του Σαββόπουλου είχαμε την ευτυχία να τον χαρούμε όσο ποτέ άλλοτε.
Κάθε τόσο και μια γερή δόση Σαββόπουλου, άλλοι ένιωθαν ότι μας αποχαιρετούσε, εγώ, κι ας είμαι και επιρρεπής στο μελό, ούτε σκεφτόμουνα κάτι τέτοιο, μόνο ζωή, δύναμη και χαρά εισέπραττα και ανέβαινα, ανέβαινα στα ουράνια.
Με το μοναδικό ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη «Χαίρω Πολύ, Σαββόπουλος», γυρισμένο για το τότε ΕΙΡΤ το 1975, που χάρη στην έκθεση για τον Παπαστάθη στο Μουσείο Μπενάκη, χαμένο πολλάχρόνια, ξαναβρέθηκε, ψηφιοποιήθηκε και προβλήθηκε πέρυσι τον Μάιο παρουσία του Σαββόπουλου –σ’ αυτό πρωτοείδα ολόκληρα και τα θρυλικά φιλμάκια που είχε γυρίσει ο Παπαστάθης για τον «Θίασο Σκιών» του Σαββόπουλου, στο Κύτταρο.
Με το αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδόσεις Πατάκη, 2024), που όταν το άφησα από τα χέρια μου σκέφτηκα, «αν δεν πάρει Κρατικό Βραβείο θα είναι σκάνδαλο».
Με την συναυλία του για τη «Δική μας Μεταπολίτευση» στο Ηρώδειο τον Ιούλιο του 2024 , αλλά και την μεγαλειώδη εμφάνισή του στο Rockwave φέτος τον Ιούνιο. Τέσσερις μήνες πριν πεθάνει.
Τον χορτάσαμε. Ετσι ένιωθα. Μα χθές, μέρα πένθους, ακούγοντας συνέχεια τραγούδια του, κατάλαβα πώς τούτη η θητεία δεν σταματάει πουθενά.»
