Συνέντευξη

«Return of the Creeps»: Πώς ο Νίκος Χαντζής μετέτρεψε την αγάπη του για τον σκοτεινό ήχο σε ένα DIY ντοκιμαντέρ

στα 10

Ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ για την εμβληματική ανεξάρτητη δισκογραφική Creep Recοrds μιλάει στο Flix για τη σημασία της DIY υλοποίησης ενός τέτοιου πρότζεκτ.

«Return of the Creeps»: Πώς ο Νίκος Χαντζής μετέτρεψε την αγάπη του για τον σκοτεινό ήχο σε ένα DIY ντοκιμαντέρ

Σας λέει κάτι το όνομα Creep Records; Αν ναι, πιθανώς α) είστε γεννημένοι γύρω στα mid 60s, ή ακόμη-ακόμη στα early 70s, β) αγαπάτε πολύ τα παρακλάδια του σκοτεινού ήχου (post punk, synth/ dark wave) που σημάδεψε τα 80s και είστε εξοικειωμένοι με την αθηναϊκή σκηνή της εποχής. Αν όχι, έχετε την ευκαιρία να έρθετε σε επαφή με το τεράστιο κεφάλαιο για την underground μουσική στην Ελλάδα που ακούει στο όνομα «Creep Records», μέσα από το «Return of the Creeps», το ντοκιμαντέρ-μουσικό (και όχι μόνο) οδηγό που φέρει την υπογραφή του Νίκου Χαντζή.

Το «Return of the Creeps» πραγματοποίησε την πρεμιέρα του τον Σεπτέμβριο του 2023 στο Βερολίνο και προβλήθηκε πρώτη φορά για το ελληνικό κοινό τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας. Συνέχισε την πορεία του συμμετέχοντας σε 9 ελληνικά και πανευρωπαϊκά φεστιβάλ, αποσπώντας 4 βραβεία (ανάμεσά τους το Βραβείο Κοινού στο 10ο Too Drunk To Watch - PunkFilmFest του Βερολίνου), ενώ για περιορισμένο διάστημα παίχτηκε και σε σινεμά της Αθήνας, στο πλαίσιο κύκλου ειδικών προβολών. Από την Πέμπτη, 9 Ιανουαρίου, αποκτά την επίσημη κινηματογραφική του διανομή από τη New Star, βρίσκοντας το νέο του σπίτι στο Studio New Star Art Cinema (Σταυροπούλου 33, Αθήνα) για το προσεχές διάστημα.

return-of-the-creeps

Τι είναι όμως - επί της ουσίας - το «Return of the Creeps»;

Στα χαρτιά, πρόκειται για το δεύτερο ντοκιμαντέρ του Νίκου Χαντζή, μετά το «Music for Οrdinary Life Machines» του 2019 και την τρίτη δουλειά στη συνολική φιλμογραφία του (που διαδέχτηκε τη μικρού μήκους «Dildo Riot», την οποία συν-σκηνοθέτησε με την ακτιβίστρια Μαρία Κατσικαδάκου-Cyber το 2022). Στην πράξη, αυτό που ξεκίνησε σαν μία προσωπική του επιθυμία να αποτυπώσει κινηματογραφικά, αγαπημένα του μουσικά σημεία αναφοράς που τον συνόδευαν από την εφηβεία του, κατέληξε να λειτουργεί σαν ένα φιλμικό κείμενο που σκιαγραφεί την κουλτούρα μιας ολόκληρης εποχής με αφετηρία την Creep Records, την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία η οποία στο βραχύβιο, αλλά ανεξίτηλο πέρασμά της, έδωσε φωνή σε μερικές από τις σημαντικότερες μπάντες της εγχώριας new wave, post punk και dark wave σκηνής. Σε διάστημα τεσσάρων μόλις χρόνων, η Creep κυκλοφόρησε μία σειρά από εμβληματικούς δίσκους, στους οποίους συγκαταλέγονται δουλειές των Angelo & His Egos, Art of Parties, Clown, Cpt Nefos, Headleaders, Metro Decay, Rehearsed Dreams, The Reporters, South of No North, Villa 21 και The Vyllies.

Με αφορμή την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ, ο Νίκος Χαντζής μάς μιλά για όλα όσα συνέβαλαν στη γέννηση αυτού του πρότζκετ, από τη σύλληψη της δημιουργικής ιδέας, έως τις απαιτήσεις της εκτέλεσης. Και για πολλά ακόμη.

return-of-the-creeps

Θα ήθελες να μάς συστηθείς μέσα από μία μικρή εισαγωγή για τη σχέση σου με το σινεμά (τόσο από τη σκοπιά του θεατή, όσο και του δημιουργού);

Ασχολούμαι με τη βιντεογραφία, κάμερα και μοντάζ. Eχω σπουδάσει εικονολήπτης και πέρα από τα βιοποριστικά μου πρότζεκτ κάνω βίντεο κλιπς σε μπάντες. Χωρίς καν να είμαι σκηνοθέτης, αλλά πολύ περισσότερο θεατής μουσικών ντοκιμαντέρ, αποφάσισα κάπου στο ’18 να επιχειρήσω να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για μουσικές που αγαπάω, στηρίζω και ακολουθώ. Ετσι, το ’18 μπήκα πολύ αυθόρμητα σε όλο αυτό το κομμάτι, με πολύ «θράσος» και μεράκι, κάνοντας το «Music for Οrdinary Life Machines». Hταν εντελώς απόφαση της στιγμής, δεν το δούλευα χρόνια. Ηταν από τις σκέψεις που ήρθαν τυχαία και είπα «γιατί να μην το επιχειρήσω». Ξεκίνησα αμέσως τη δουλειά και έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Στο βάθος του μυαλού μου, ήξερα ότι αυτό θα ενδιαφέρει και θα απασχολεί κάποιους ανθρώπους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν περίμενα την απήχηση που είχε μετά, πράγμα το οποίο με χαροποιεί πολύ. Πέρα από την ενασχόλησή μου με τα παραπάνω είμαι και Dj. Κάπως έτσι μπλέκω ουσιαστικά τις δύο μου αγάπες, το σινεμά και τη μουσική.

Πάντα όταν γυρνάω κάτι, η μουσική είναι ο βασικότερος παράγοντας στο background για μένα. Και στην περίπτωση του «Return of the Creeps» ξεκίνησα πρώτα ως ακροατής. Σκέφτηκα ότι αυτό το πράγμα που θέλω κι εγώ να δω στο σινεμά, κυρίως σαν ακροατής, θα αφορά κι άλλο κόσμο, οπότε έτσι το προσέγγισα. Επιασα ένα θέμα που το είχα ήδη «μέσα μου», προϋπήρχε στην καρδιά μου και το μυαλό μου, περισσότερο σαν ανάγκη να το κάνω.»

return-of-the-creeps

Ανέφερες ότι οι δύο σου μεγάλες αγάπες είναι το σινεμά και η μουσική. Ποια από τις δύο υπερισχύει, ποια θα έλεγες ότι είναι η αφετηρία σου;

Ας πούμε ότι είναι η μουσική. Κάπως το ένα φέρνει το άλλο. Δηλαδή, πιάνω συχνά τον εαυτό μου να ακούω μουσική και αυτομάτως να κάνω εικόνες στο μυαλό μου για μια ταινία ή να βλέπω μία ταινία κι από αυτήν να μαθαίνω μία μουσική, ένα σάουντρακ, μία μπάντα. Λειτουργούν μαζί αυτά. Μουσική ακούω από μικρός, οπότε σε ένα μεγάλο ποσοστό θα έβαζα πρώτα τη μουσική. Πάντα όταν γυρνάω κάτι, η μουσική είναι ο βασικότερος παράγοντας στο background για μένα. Και στην περίπτωση του «Return of the Creeps» ξεκίνησα πρώτα ως ακροατής. Σκέφτηκα ότι αυτό το πράγμα που θέλω κι εγώ να δω στο σινεμά, κυρίως σαν ακροατής, θα αφορά κι άλλο κόσμο, οπότε έτσι το προσέγγισα. Επιασα ένα θέμα που το είχα ήδη «μέσα μου», προϋπήρχε στην καρδιά μου και το μυαλό μου, περισσότερο σαν ανάγκη να το κάνω.

return-of-the-creeps

Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με την Creep Records και πώς προέκυψε η απόφαση να χτίσεις ένα ολόκληρο ντοκιμαντέρ γύρω από αυτή;

Πίσω στα λυκειακά μου χρόνια, αρχές του 2000, η πληροφορία ήταν πολύ πολύτιμη, γιατί τη μάθαινες από στόμα σε στόμα, από κανένα ραδιόφωνο ή από κάποιο μουσικό περιοδικό. Δεν υπήρχε η ευκολία του διαδικτύου, των smartphones κι όλα αυτά. Οπότε αγόραζες κάτι, το άκουγες κι αυτό ήταν. Δεν υπήρχε η δυνατότητα δηλαδή να το ακούσεις από πριν.

Σαν έφηβος κλασικά έψαχνα μουσικές. Πολύ ελληνική σκηνή, ελληνικό πανκ και ροκ. Μία μέρα πήγα σε ένα δισκοπωλείο, όπου έψαχνα CD – αγόραζα πολλά εκείνη την περίοδο. Καθώς έψαχνα σε μία κατηγορία με συλλογές, όπου υπήρχαν χύμα compilations από όλα τα είδη ελληνικής μουσικής, κάτω- κάτω στο ράφι βρήκα μία συλλογή που λεγόταν «Return of the Creeps». Μου ήταν άγνωστος ο τίτλος, δεν ήξερα καμία μπάντα απ’ αυτές που έγραφε το οπισθόφυλλο. Είχε ακριβούτσικη τιμή για το δικό μου χαρτζιλίκι, οπότε το άφησα και για πολύ καιρό έλεγα «ασ' το μωρέ, θα πάρω κάτι άλλο, μπορεί να μην μου αρέσει». Εντωμεταξύ, τα περισσότερα κομμάτια ήταν αγγλόφωνα, δεν τα ήξερα, αλλά κάτι μου θύμιζαν κιόλας. Ισως τα είχε πάρει το μάτι μου στο βιβλίο του Ντίνου Δηματάτη, «Get That Beat», μία μουσική εγκυκλοπαίδεια που θα τη χαρακτήριζα ως το Discogs της εποχής. Ηταν ένας τρόπος να μάθεις κάτι, να αντλήσεις πληροφορίες, κυρίως για την ελληνική σκηνή που με ενδιέφερε τότε πάρα πολύ. Οπότε ενδεχομένως είχα δει εκεί κάποια ονόματα απ’ αυτές τις μπάντες, αλλά μέχρι εκεί, δηλαδή δεν είχα ακούσει κάποιο κομμάτι τους.

return-of-the-creeps

Περνούσε ο καιρός και δεν έπαιρνα τη συλλογή, διάλεγα συνέχεια κάτι άλλο. Μια μέρα όμως είπα «θα την πάρω, δεν γίνεται». Ηταν πολύ ιντριγκαδόρικο το εξώφυλλο και υποψιαζόμουν ότι κάτι ενδιαφέρον θα υπάρχει. Ετσι, την αγόρασα κι εκεί ξεκίνησαν κυριολεκτικά όλα, δηλαδή κάτι άλλαξε μέσα μου. Ηδη το πρώτο κομμάτι της συλλογής («Τα Κειμήλια»), με συγκλόνισε και άλλαξε εντελώς τη μουσική μου «παιδεία» και κουλτούρα. Ουσιαστικά, τότε ξεκίνησα να ακούω αυτό που ονομάζουμε «σκοτεινό ήχο». Μάλιστα, πρώτα ξεκίνησα να ακούω τα ελληνικά, δηλαδή πρώτα άκουσα Metro Decay και μετά άκουσα Joy Division, εντελώς ανάποδα. Η συλλογή λοιπόν αυτή με στιγμάτισε. Είναι η ιστορική συλλογή της Creep Records που έχει μαζεμένα όλα τα σινγκλάκια και απ’ αυτή τη συλλογή άρχισα να ψάχνω οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτήν [την Creep].

Ούτε που θα το φανταζόμουν τότε ότι 20 χρόνια μετά θα έκανα ένα ντοκιμαντέρ μ’ αυτό το όνομα. Kάπου μέσα στην πανδημία, είχα νιώσει ότι είχε ολοκληρωθεί ο κύκλος του «Music for Οrdinary Life Machines», οπότε είπα «ας βάλω ένα στοπ προς το παρόν και βλέπουμε». Ωστόσο, ήταν στη σκέψη μου το τι θα κάνω μετά. Και τότε μου ήρθε σαν ιδέα το θέμα της Creep Records. Είναι αυτό που λες «το είχα μπροστά μου και δεν το έβλεπα τόσο καιρό». Μετά, άρχισε να συμπληρώνεται το παζλ και να συνειδητοποιώ ότι το «Return of the Creeps» με έχει στιγματίσει πολύ, οπότε έτσι προέκυψε και ο τίτλος. Εχει δηλαδή πολύ βιωματικό background η δημιουργία αυτού του ντοκιμαντέρ. Με το που το σκέφτηκα, είπα θα το κάνω. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άρχισα αμέσως τα τηλέφωνα κι έτσι έγινε.

return-of-the-creepsΦωτογραφία από το αρχείο της Creep Records: Διαφημιστικό flyer της Creep

Αρα η σύλληψη της ιδέας θα λέγαμε ότι ήταν «από το πουθενά» και συγχρόνως «καθόλου από το πουθενά»;

Ακριβώς!

Ποια ήταν η διαδικασία της εκτέλεσης όλου αυτού του εγχειρήματος; Ποιες ήταν οι απαιτήσεις της έρευνας και πώς θα περιέγραφες το προσωπικό process που ακολούθησες;

H αναζήτηση των συμμετεχόντων δεν ήταν δύσκολη. Λίγο τα σόσιαλ μίντια, λίγο από ‘δω, από ‘κει, δεν ήταν δύσκολο να τους εντοπίσω, τους βρήκα εύκολα. Κάποιους ήδη τους ήξερα, άλλους τους γνώρισα για πρώτη φορά, κάποιοι με έφεραν σε επαφή δίνοντάς μου τηλέφωνα, στοιχεία επικοινωνίας κλπ, οπότε δεν ήταν το δύσκολο κομμάτι αυτό. Σε ό,τι αφορά την εκτέλεση αυτή καθ’ αυτή, όταν ένα θέμα με δυσκολεύει, με ιντριγκάρει ταυτόχρονα πάρα πολύ στα γυρίσματα. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα έλεγα ότι οι δυσκολίες ήταν πολλές. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να βρω τον ελεύθερο χρόνο που χρειαζόταν για να αφοσιωθώ σ’ αυτό το πράγμα, διότι δεν βιοπορίζομαι όπως είπα και πριν απ’ αυτό, οπότε έπρεπε να γίνεται παράλληλα με τις υπόλοιπες επαγγελματικές μου υποχρεώσεις. Ηταν πάρα πολύ δύσκολο αυτό.

Τα γυρίσματα έγιναν σε σπαστό χρονικό διάστημα, δεδομένου κιόλας του ότι διανύαμε post covid εποχή, είχαμε μάσκες, έπρεπε να στέλνουμε SMS κλπ. Από ‘κει και πέρα ακολούθησε ένα γεμάτο τρίμηνο με μοντάζ, στο στάδιο του post production πια. Εκεί ήταν και οι περισσότερες δυσκολίες. Τα γυρίσματα κύλησαν πολύ ομαλά, πολύ ευχάριστα. Το μοντάζ όμως ήταν δύσκολο, καθότι βρέθηκα μπροστά σε έναν τεράστιο όγκο υλικού, έχοντας το κλασικό δίλημμα του τι να κόψω και τι να κρατήσω. Παράλληλα, έπρεπε να μαζέψω και αρχειακό υλικό, είτε από συλλέκτες, είτε από τις ίδιες τις μπάντες που μου παραχώρησαν τα αρχεία τους. Επιπλέον, έπρεπε να δαπανηθούν κάποια χρήματα σ’ αυτό το στάδιο, κάτι το οποίο ήταν επίσης δύσκολο - όσο DIY κι αν είναι ένα πρότζεκτ, ποτέ το μπάτζετ δεν είναι μηδέν. Στις δυσκολίες θα έβαζα επίσης το γεγονός ότι δεν κατάφερα να συμπεριλάβω ορισμένα άτομα που ήθελα, τα οποία δεν μπόρεσα για τον άλφα ή βήτα λόγο να έχω, αλλά νιώθω ότι η απουσία τους αναπληρώθηκε από το αρχειακό υλικό, οπότε μικρό το κακό.

return-of-the-creepsΣτιγμιότυπο από τα γυρίσματα

Ως προς την προσωπική διαδικασία που ακολούθησα, πρέπει να αναφέρω ότι δεν είμαι σκηνοθέτης. Το κομμάτι της σκηνοθεσίας χτίστηκε εντελώς στο μοντάζ. Λειτούργησα με τη λογική του ότι πάω και τραβάω το υλικό μου σαν εικονολήπτης, το μοντάρω σαν μοντέρ κ.ο.κ. Ουσιαστκά, με το που πήρα το υλικό στα χέρια μου άρχισα να σκηνοθετώ το ντοκιμαντέρ. Εντελώς ανάποδα δηλαδή. Οσο επεξεργαζόμουν το υλικό προσπάθησα να μην ξεφύγω από το θέμα, το οποίο ήταν η Creep. Ηταν εύκολο να ξεφύγει κανείς, γιατί η Creep έχει μία σειρά από εξαιρετικές μπάντες στις οποίες θα μπορούσαμε να αναφερθούμε ξεχωριστά, αλλά κάτι τέτοιο δεν γινόταν εξαιτίας του χρονικού περιορισμού. Η επιλογή του τι μπήκε λοιπόν στο ντοκιμαντέρ, είχε να κάνει αυστηρά με το label και με τα άτομα που το πλαισίωναν.

Εφόσον το κομμάτι της σκηνοθεσίας προέκυψε κυρίως στο στάδιο του μοντάζ όπως ανέφερες, έπαιξαν ρόλο αναφορές που είχες για το ντοκιμαντέρ, προκειμένου να κατασκευάσεις τη φόρμα;

Σίγουρα όταν βλέπεις κάτι που σου αρέσει πολύ, καταλήγει να λειτουργεί ως αναφορά και λες «θα το χρησιμοποιήσω ίσως και σε ένα δικό μου πρότζεκτ». Στις μεγάλες μου αγάπες συγκαταλέγονται το «B-Movie: Lust & Sound in West-Berlin 1979-1989», ένα ντοκιμαντέρ για τις μουσικές – και όχι μόνο – του δυτικού Βερολίνου και το «Synth Britannia» του BBC. Είναι ντοκιμαντέρ που με έχουν στιγματίσει πάρα πολύ, πέρα από το θέμα τους και ως προς τον τρόπο σκηνοθεσίας, μοντάζ και διαχείρισης του υλικού. Θα έλεγα ότι το πώς βγήκε το ντοκιμαντέρ κατέληξε να είναι ένας συνδυασμός εμπειρικού και συγκυριακού.

To DIY το έχω σαν «παντιέρα» κατά κάποιον τρόπο, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Προσπαθώ να προσεγγίζω όσο γίνεται πιο επαγγελματικά τα πρότζεκτ μου, αλλά το DIY στοιχείο είναι δεδομένο. Κανένα από τα πρότζεκτ μου δεν έχει από πίσω χορηγούς, χρηματοδότηση κλπ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το DIY ήταν μονόδρομος, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.»

return-of-the-creeps

Ο DIY τρόπος με τον οποίο προσέγγισες το πρότζεκτ αποτελεί προσωπική σου θέση ή ήταν αναγκαία οδός για την υλοποίησή του;

To DIY το έχω σαν «παντιέρα» κατά κάποιον τρόπο, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Προσπαθώ να προσεγγίζω όσο γίνεται πιο επαγγελματικά τα πρότζεκτ μου, αλλά το DIY στοιχείο είναι δεδομένο. Κανένα από τα πρότζεκτ μου δεν έχει από πίσω χορηγούς, χρηματοδότηση κλπ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το DIY ήταν μονόδρομος, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.

Αφενός δεν με ενδιέφερε να αναζητήσω χορηγούς ή να κάνω κάποια αίτηση στο Κέντρο, αφετέρου το να λαμβάνω χρήματα για να υλοποιήσω κάτι με κάνει να αισθάνομαι δεσμευμένος. Δεν μου αρέσει να λειτουργώ έτσι. Συν τοις άλλοις, η γραφειοκρατία που χρειάζονται όλα αυτά τα θέματα παίρνει χρόνο κι εγώ όταν αποφασίζω να ξεκινήσω κάποιο πρότζεκτ μου θέλω να το κάνω αμέσως. Βαριέμαι την αναμονή, χωρίς βέβαια να υποτιμώ παραγωγές που χρηματοδοτούνται με αυτόν τον τρόπο. Ετσι, αποφάσισα να βάλω χρήματα από την τσέπη μου, χωρίς να ξέρω αν θα τα πάρω πίσω ή όχι. Εχει αυτό το κόστος το DIY, αλλά γενικά έτσι λειτουργώ. Προσπαθώ να μην με νοιάζει το οικονομικό κομμάτι. Λέω «θα το κάνω και ό,τι γίνει», δεν με αφορά αν θα κάνει απόσβεση αυτό το πράγμα μετά.

Σε κάθε περίπτωση, μου αρέσει να δουλεύω μόνος μου. Στα γυρίσματα τα έκανα όλα εγώ – ήχο, κάμερα κλπ. Θέλω το συνεργείο να είναι όσο πιο μίνιμαλ γίνεται. Και για λόγους πρακτικούς και οικονομικούς, αλλά συγχρόνως ήθελα να είμαι μόνος μου με τον συνεντευξιαζόμενο, κυρίως για να «ξεχνάει» ότι δίπλα υπάρχει μία κάμερα, ώστε να γίνεται πιο αρμονικά η κουβέντα.

Οπως ξεκίνησε με μεράκι ο Μπάμπης Δαλίδης να χτίσει το label, o οποίος κλήθηκε να βγάλει τους δίσκους έναν- έναν, να πληρώσει τα πάντα, να ασχοληθεί με τα εξώφυλλα και πολλά ακόμη, ήθελα με την ίδια λογική να λειτουργήσει και η δημιουργία του ντοκιμαντέρ. Ανεξάρτητα και με αγάπη. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ένα ντοκιμαντέρ για την Creep Records να γίνεται με εταιρία παραγωγής από πίσω, οποιοσδήποτε κι αν το έκανε. Θεωρώ ότι στο θέμα αξίζει μία τίμια προσέγγιση με αγνές προθέσεις, χωρίς περιττές «τυμπανοκορουσίες». Ηθελα να φτιάξω ένα χειροποίητο πράγμα, όπως ήταν και η ίδια η Creep.

return-of-the-creepsΦωτογραφία από το αρχείο της Creep Records: O κατάλογος της Creep, δακτυλογραφημένος από τον Μπάμπη Δαλίδη με γραφομηχανή

Είσαι ευχαριστημένος από την πρόσληψη του ντοκιμαντέρ; Ξεχωρίζεις κάποια στιγμή από την πορεία που έχει διανύσει έως τώρα;

Για μένα, οι αγαπημένες στιγμές που έχουν να κάνουν με την πορεία του ντοκιμαντέρ είναι ένα κολλάζ από πολλά πράγματα. Η κάθε προβολή ήταν ξεχωριστή. Εκτιμώ πολύ το χειροκρότημα που έχω εισπράξει σε κάθε αίθουσα και τα υγρά μάτια που πολλές φορές παρατηρώ κατά τη διάρκεια της προβολής. Μου αρέσει όταν είμαι παρόν στις προβολές να κρυφοκοιτάζω τα βλέμματα των θεατών, να βλέπω τις αντιδράσεις τους. Είναι εξίσου σημαντικά τα βραβεία που έχει πάρει, ο κόσμος που έρχεται και μου μιλάει – αυτό το κομμάτι με συγκινεί πάρα πολύ. Αν έπρεπε να διαλέξω κάτι, θα ήταν το email που έλαβα όταν απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο Βερολίνο, όπου δυστυχώς δεν είχα καταφέρει να είμαι παρόν. Επίσης, οι Νύχτες Πρεμιέρας ήταν μία δυνατή στιγμή και τα afterparties που έγιναν μετά από κάποιες προβολές είναι αγαπημένα σημεία αναφοράς, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο.

Το «Return of the Creeps» θα προβάλλεται από την Πέμπτη 9 Ιανουαρίου, στο Studio New Star Art Cinema, σε διανομή της New Star. Μείνετε συντονισμένοι, αναζητώντας περισσότερα για τις προβολές, μέσα από τα επίσημα προφίλ του ντοκιμαντέρ σε Facebook και Instagram.

return-of-the-creeps