Δεν θυμάμαι άλλη παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής -και έχουν υπάρξει πολλές και εξαιρετικές- να είχε τέτοιο επικοινωνιακό γκελ, να είχε γίνει και να γίνεται τόσος θόρυβος και κουβέντα και κρατήσεις, φυσικά. Για μια μικρή, περίεργη ελληνική ταινία, που ξαφνικά γέννησε ένα μιούζικαλ, μια «ρομαντική οπερέτα» σε 34 σκηνές και 19 τραγούδια. Τα «Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη.
Η πρεμιέρα της παράστασης «Φτηνά Τσιγάρα» είναι την Τετάρτη, 16 Φεβρουαρίου και θα συνεχίσει μέχρι τις 13 Μαρτίου. Πληροφορίες στο nationalopera.gr.
Εικοσιδύο χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, που μόνο επιτυχημένη δεν θα την έλεγε κανείς, η ταινία που έγινε στη συνέχεια καλτ φαινόμενο, ενώ η μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και τα τραγούδια του με τη φωνή της Ελλης Πασπαλά (αχ, αυτό το Summertime in Prague!) δεν έπαψαν ποτέ να ακούγονται, απέκτησε μια δεύτερη ζωή. Γέννησε ένα νέο, διαφορετικό έργο τέχνης, στο σανίδι, με τραγουδιστές και ορχήστρα, και σε ένα σούπερ χώρο, λαμπρό, σύγχρονο, πανέμορφο κάτω στο ΚΠΙΣΝ, στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Ρένος Χαραλαμπίδης, Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης το παρέδωσε σε άλλα χέρια και δημιουργούς (τον λιμπρετίστα Πέτρο Βουνισέα και τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Ρήγο), ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος έγραψε και καινούργια τραγούδια και ο ίδιος βρέθηκε απλώς να παίζει στη σκηνή τον εαυτό του ή καλύτερα να αφηγείται την ιστορία, που είχε γράψει και σκηνοθετήσει για τη μεγάλη οθόνη. Ολοι οι ήρωες της ταινίας είναι εκεί, το ρομαντικό, αταίριαστο ζευγάρι του Νίκου και της Σοφίας, που απλώς περπατάει σε μια έρημη, αγνώριστη πια, Αθήνα, οι φίλοι του Νίκου σε καφενεία και υπόγειες διαδρομές, οι γυναίκες της νύχτας που περνάνε για λίγο από τις ζωές τους. Γύρισε και άλλες ταινίες μετά τα «Φτηνά Τσιγάρα» ο Ρένος Χαραλαμπίδης, έπαιξε και σε ταινίες άλλων, σε παραστάσεις και τηλεοπτικές σειρές. Στα πενήντα του, όμως, χρόνια ξαναβρίσκεται (κι εμείς μαζί του) αντιμέτωπος με την πιο ιδιοσυγκρασιακή δουλειά του, με τα νιάτα του και τον μποέμ εαυτό του. Να ένας λόγος να μιλήσουμε μαζί του.
φωτο: Ανδρέας Σιμόπουλος
Αναρωτιέμαι αν είχες πριν από την παράσταση αυτή κάποια σχέση ως θεατής με τη Λυρική Σκηνή και το ΚΠΙΣΝ;
Είμαι φίλος του τενόρου Γιάννη Χριστόπουλου, πρωταγωνιστή της ΕΛΣ, κατέβαινα, λοιπόν, στο Νιάρχος κυρίως για λόγους φιλίας, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είχα και μεγάλες σχέσεις με την όπερα. Τώρα, όμως, που ζω έντονα το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος γενικά, και τη Λυρική Σκηνή ειδικότερα, νοιώθω ερωτευμένος μαζί τους, δεν έχω περάσει στην αγάπη, είμαι τόσο καινούργιος. Με κέρδισαν και σαν καλλιτέχνη και σαν… οδοιπόρο. Περπατάω στον μεσογειακό κήπο και με κυριεύουν όλες οι μυρωδιές των παιδικών μας χρόνων. Και γοητεύομαι όταν μαθαίνω πως ήδη είναι κέντρο παγκόσμιου τουρισμού, ότι έρχονται φίλοι της όπερας από όλο τον κόσμο για να δούν παραστάσεις της Λυρικής. Αναρωτιέμαι, τι να λένε άραγε όλοι αυτοί που αγωνίστηκαν, θυμάσαι, για να μην γίνει.
Καμιά φορά λέω πώς η γενιά μου δεν μεγάλωσε ποτέ. Εγώ εξακολουθώ να απορώ όταν κάποιος μού μιλάει στον πληθυντικό - και είμαι στα 50 μου χρόνια. Δεν έγινε αυτή η φυσική μετάβαση από την νεότητα στην ενηλικίωση.»
Πώς δεν θυμάμαι. Σε κάθε συνέντευξη Τύπου υπήρχε και μια ερώτηση για το ξεπούλημα της ΕΛΣ στο κεφάλαιο… Εσύ, πάντως, φυσικά και δεν περίμενες να γίνουν τα «Φτηνά Τσιγάρα» σου παράσταση στην Εναλλακτική.
Δεν υπήρχε η προοπτική αυτή σε κανένα όνειρό μου. Ποιο όνειρο; Δεν υπήρχε στον ορίζοντα της ζωής μου.
Με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο το 2000 στο 41ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Και, άλλωστε, όσο κι αν το cd με τα τραγούδια του Καλαντζόπουλου έλιωσε, που λέει ο λόγος, στα στερεοφωνικά μας (εμένα, μάλιστα, πέρασε γρήγορα στην αποκλειστική, μέχρι μανίας, χρήση από τον μικρό μου γιο), δεν θα 'λεγε κανείς την ταινία σου μουσική. Ουτε καν το Summertime in Prague δεν ακουγόταν ολόκληρο. Είχες μια πολύ μετρημένη χρήση της μουσικής.
Ακριβώς. Ο Φελίνι είχε πεί ότι ο Νίνο Ρότα έλεγε μέσα από τη μουσική του αυτά που δεν μπορούσε να πει ο ίδιος με την εικόνα. Δηλαδή, χρησιμοποίησα τη μουσική σαν μέσο αφήγησης, γι’ αυτό και δεν κάναμε και εισιτήρια, Βένα. Γιατί δεν τόνισα την υπέροχη μουσική με διάφορα ψευτοκόλπα. Ηταν και η ταινία πιο ρομαντική από την εποχή της, εποχή με στοιχεία πλουτισμού και κυνισμού.
Ασε που για ταινία ερωτική, όλο περπάταγε και περπάταγε το ζευγάρι, ένα μόνο φιλί είχε προς το τέλος...
Αυτό, πού το βάζεις; Και τότε οι σεξοκωμωδίες ήταν στα πάνω τους. Ολοι θα περίμεναν να γίνει σεξουαλική έκρηξη μεταξύ εμένα και της Αννας-Μαρίας Παπαχαραλάμπους.
Επαιρνα πολύ καλά λεφτά στην τηλεόραση. Ναι μεν αναγνωρίζω ότι είχα κι εγώ τις ικανότητες, αλλά αν δεν υπήρχε η χρυσή εποχή, τέλος δεκαετίας του ’90 - αρχές του 2000, να μάς δώσει τα εργαλεία, δεν θα είχα κάνει τίποτα. Τα παιδιά σήμερα, ειδικά η γενιά που έφαγε στο κεφάλι την κρίση και τον covid, είναι η πιο άτυχη που έχει περάσει, τουλάχιστον στον κινηματογράφο.»
Εκανες, λοιπον, ένα έργο, που ξαφνικά το πήραν κάποιοι άλλοι. Το δέχτηκες εύκολα; Σε έπιασε άγχος για το τι θα γίνει;
Ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος και ο Αλέξανδρος Ευκλείδης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, ήταν αυτοί που συνέλαβαν την ιδέα. Κι εμένα η απορία μου ήταν τι ακριβώς βλέπουν στην ταινία μου, αλλά κυρίως τι σόι παράσταση θα έκαναν, δεν πήγαινε καν το μυαλό μου ότι μπορεί να γίνει μουσικό θέατρο. Αλλά, όλοι έκαναν το θαύμα τους. Ο λιμπρετίστας Πέτρος Βουνισέας. Ο Καλαντζόπουλος, ένας σύνθετης με μεγάλη πείρα, που ξεδιπλώνει εδώ όλο το ταλέντο του και έχει κάνει μια πολυδιάστατη ενορχήστρωση. Οι τρομεροί λυρικοί τραγουδιστές της Εναλλακτικής, είναι τόσο περίεργο να ακούς από τενόρους τους ρόλους που έχεις γράψει. Και, φυσικά, ο Κωνσταντίνος Ρήγος. Να είμαστε ξεκάθαροι. Η παράσταση στη Λυρική είναι δικιά τους δουλειά, εγώ τιμής ένεκεν είμαι πάνω στη σκηνή, στο ρόλο του αφηγητή. Αυτό, φυσικά, δεν μειώνει την μεγάλη έκπληξη που ένοιωσα με την πρόταση, αλλά και το μεγάλο κοπλιμέντο που εισέπραξα. Πόσο μάλλον που είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Λυρικής, που μιά ελληνική ταινία γίνεται μιούζκαλ, μουσικό θέατρο, οπερέτα. Θα ήταν υπέροχο να έχει συνέχεια το πράγμα, ξέρω πως σκέφτεται σοβαρά η Εναλλακτική μια σειρά μουσικού θεάτρου που να βασίζεται σε ελληνικές ταινίες και, μάλιστα, σημερινών, εν ζωή σκηνοθετών. Σκέφτομαι το «Από την άκρη της πόλης» του Γιάνναρη, μια ταινία που λατρεύω και με καθόρισε, έχει υλικά και χαρακτήρες που κάλλιστα θα μπορούσαν να δώσουν ένα μουσικό θέατρο.
φωτό: Λάμπρος Ρουμελιωτάκης
Ηταν η παράσταση της Λυρικής μια ευκαιρία να ξανακοιτάξεις πολύ σοβαρά την ταινία και τον εαυτό σου του 1999;
Δεν θα 'λεγα όχι. Καμιά φορά λέω πώς η γενιά μου δεν μεγάλωσε ποτέ. Εγώ εξακολουθώ να απορώ όταν κάποιος μού μιλάει στον πληθυντικό - και είμαι στα 50 μου χρόνια. Δεν έγινε αυτή η φυσική μετάβαση από την νεότητα στην ενηλικίωση. Εικοσιδύο χρόνια έχουν περάσει από τα «Φτηνά Τσιγάρα». Και βγαίνω στη σκηνή ως 50άρης για να πώ ό,τι έλεγα στην ταινία - ελάχιστα νέα πράγματα γράφτηκαν. Είναι κάποιο σοκ, δε λέω. Αλλά το μεγαλύτερο σοκ είναι να έχει μετατρέψει σε λιμπρέτο ο Βουνισέας -άλλη εντελώς τέχνη-, το σενάριο που εσύ είχες γράψει. Ή να ακούς ένα τραγούδι από τα πολλά καινούργια που έγραψε ο Καλαντζόπουλος, να βασίζεται στην κραυγή «γαμιέσαι!!!», που έβγαζε συνέχεια ο Κώστας Τσάκωνας στην ταινία. Το φαντάζεσαι; Λυρικό τραγούδι, που να λέει δυνατά και έντονα «γαμιέσαι»;
Εχω αποφασίσει με την νέα μου ταινία να κάνω ένα άλμα στο κενό, να ρισκάρω σεναριακά, αφηγηματικά, οπτικά. Δεν έχει νόημα στη φάση ζωής που βρίσκομαι, αν δεν κάνω τη μεγάλη δοκιμή. Εχω χρόνια να κάνω ταινία, δεν θα περίμενε κανείς κάτι ριψοκίνδυνο;»
Εδώ που τα λέμε, ήταν μάλλον πολύ αντρική ταινία. Σε εποχές πολιτικής ορθότητας αναρωτιέμαι αν ακούγεται στην παράσταση η λέξη «πουτάνα», αν υπάρχει στο λιμπρέτο;
Υπάρχει, αλλά λέγεται με τέτοια τρυφερότητα. Να κάτι που δεν υπολογίζαμε: το politically correct απέναντι σε μια ταινία του 1999, δηλαδή του.. προηγούμενου αιώνα. Ας πούμε, τι γίνεται με το τσιγάρο, που στην ταινία όλοι συνεχώς καπνίζουν; Τα κρατάμε στο χέρι, πάμε να τα ανάψουμε, δεν τα ανάβουμε τελικά. Μπορεί να 'ναι κι ένα σχόλιο.
Εγώ συγκινήθηκα πολύ ξαναβλέποντας την ταινία με τα ταξίδια που έκανες ακολουθώντας την βελόνα του ραδιοφώνου.
Γιατί, την Αθήνα του 1999 πού τη βάζεις; Το Ζόναρς, που σήμερα δεν υπάρχει, όπως τουλάχιστον το ζήσαμε εμείς και που τα «Φτηνά Τσιγάρα» είναι η τελευταία ταινία που γυρίστηκε εκεί;
Σκηνή από τα «Φτηνά Τσιγάρα»
Ας πάμε, λοιπόν, πίσω κι εμείς στα κινηματογραφικά σου. Η ταινία, κακά τα ψέμματα, ήταν μια αποτυχία.
Ξέρεις καλύτερα από μένα ότι κάποτε η ελληνική ταινία είχε μια καθορισμένη πορεία: Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μια μικρή διανομή, άντε να βγει και σε βιντεοκασέτα και να παιχτεί και στην ΕΡΤ στη 1 τα χαράματα. Και ήρθε το YouTube, που κάποιοι την ανέβασαν, και η ταινία άρχισε μια δεύτερη ζωή -η ψηφιακή επανάσταση έφερε και καλά και κακά πράγματα. Αλλά πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη. Αν δεν υπήρχε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης κανείς δεν θα τη θυμόταν σήμερα. Το 2014, ο Ορέστης, καλλιτεχνικός διευθυντής ακόμα στις Νύχτες Πρεμιέρας, μου ζήτησε να την παίξει στο Athens Open Air Film Festival, στο σινέ Παρί στην Πλάκα. Και πήγε να γκρεμιστεί το σινεμά, τόσο κόσμο είχε η ταράτσα. Από τότε ξεκίνησε η ιστορία, μετά ήρθε το YouTube και πήγε μόνο του το πράγμα. Α, ναι, την έπαιζε κάθε καλοκαίρι και το «Χυτήριο» στον κήπο του. Ετσι την είδαν και πολύ νέες γενιές και μάλιστα σε αίθουσα, έστω και θερινή.
Είναι αλήθεια ότι την εποχή που γύριζες τα Τσιγάρα, έπαιζες και στην τηλεόραση, στο γκράν σουξέ «Κάτι τρέχει με τους δίπλα»;
Βέβαια, το πρωί έπαιζα τον Καλημέρη, το βράδυ γυρίζαμε τα «Τσιγάρα». Η ταινία παίχτηκε, βέβαια, ένα χρόνο μετά. Ημουνα εντελώς διχασμένος. Δεν θέλω να το κάνω ηρωικό, γιατί ήταν μια «χρυσή εποχή». Επαιρνα πολύ καλά λεφτά στην τηλεόραση. Ναι μεν αναγνωρίζω ότι είχα κι εγώ τις ικανότητες, αλλά αν δεν υπήρχε η χρυσή εποχή, τέλος δεκαετίας του ’90 - αρχές του 2000, να μάς δώσει τα εργαλεία, δεν θα είχα κάνει τίποτα. Τα παιδιά σήμερα, ειδικά η γενιά που έφαγε στο κεφάλι την κρίση και τον covid, είναι η πιο άτυχη που έχει περάσει, τουλάχιστον στον κινηματογράφο.
Διάβασα ότι ο νεότερος Ελληνας σκηνοθέτης στον βωβό κινηματογράφο είναι ο Ορέστης Λάσκος, 23 χρονών έκανε το «Δάφνις και Χλόη». Στον ομιλούντα είμαι εγώ.»
Ναι, αλλά βγαίνουν συνεχώς εξαιρετικές ταινίες. Εχεις κι εσύ απ’ ό,τι μάθαμε μια στα σκαριά, εγκρίθηκε πρόσφατα από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Λέγεται «Νυχτερινός Εκφωνητής». Σχεδόν ποτέ δεν έχει γίνει στην Ελλάδα μια ταινία για το ραδιόφωνο. Είναι για έναν άνθρωπο, έναν εκφωνητή, που μέσα σε μια νύχτα, μέσα σε μια εκπομπή, ωριμάζει. Θα γυριστεί μέσα στο 2022 και θα τον παίξω εγώ. Εχω αποφασίσει με την νέα μου ταινία να κάνω ένα άλμα στο κενό, να ρισκάρω σεναριακά, αφηγηματικά, οπτικά. Δεν έχει νόημα στη φάση ζωής που βρίσκομαι, αν δεν κάνω τη μεγάλη δοκιμή. Εχω χρόνια να κάνω ταινία, δεν θα περίμενε κανείς κάτι ριψοκίνδυνο; Κατέθεσα το σενάριο το 2017 και πήρα απάντηση το 2022 - επί ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, το Κέντρο Κινηματογράφου δεν λειτουργούσε, όλο ακέφαλο ήταν, όλο απομακρύνονταν οι διοικήσεις του. Το σενάριο, όμως, έμεινε ζωντανό μέσα μου. Εγώ κάνω ταινίες όπως έγραφε τα ποιήματά του ο Καβάφης. Τις γράφω, τις ξαναγράφω, τις αφήνω να «καθίσουν» μέσα μου, δεν είναι και ταινίες επικαιρότητας. Η καθυστέρηση με το ΕΚΚ με ωφέλησε πάρα πολύ στο να δω σε βάθος το σενάριο. Ακόμα και τα πολλά διαφορετικά στοιχεία που μπλέκονται μέσα του. Για παράδειγμα, την Προεδρική Φρουρά, τους εύζωνες. Είμαι σε φάση δημιουργική μετά από μια δεκαετία σιωπής.
Σιωπής μόνο ή και δυσκολιών και πολιτικής απομόνωσης;
Δυστυχώς, αυτό που κατάφεραν τα παιδιά που έκαναν το weird cinema, με αυτή την ωραία ομαδικότητα και δυναμική, το ζηλεύω. Νοιώθω ότι η δικιά μου γενιά ίσως δεν είχε την ίδια αλληλεγγύη, εγώ πάντα ένοιωθα κάπως μόνος. Οταν έκανα την πρώτη μου ταινία, το «No Budget Story», ήμουνα παιδάκι, 25 χρόνων την έκανα, την παρουσίασα στα 27 μου. Διάβασα ότι ο νεότερος Ελληνας σκηνοθέτης στον βωβό κινηματογράφο είναι ο Ορέστης Λάσκος, 23 χρονών έκανε το «Δάφνις και Χλόη». Στον ομιλούντα είμαι εγώ.
Στο 41ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2000
Παιδάκι, ναι. Αλλά πολύ επιθετικό παιδάκι...
(γελάει) Αυτό δεν μου βγήκε σε καλό, ξέρεις. Τωρα πια, με την ωριμότητα που έχω, βρίσκω ατυχέστατο το ότι στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας είπα προς την κινηματογραφική κοινότητα, «αντίο, παλιέ κόσμε». Δεν έπρεπε να το πώ. Ηταν της νιότης… Τι λόγο είχε, λοιπόν, να στηρίξει ο χώρος έναν τύπο που ξεκινούσε δημιουργώντας αντιπάθειες;
Πώς καλύφτηκε αυτή η απόσταση;
Μα μαζί μεγαλώσαμε. Κι εγώ είμαι μανιώδης με το ελληνικό σινεμά, βλέπω τα πάντα, λίγο τις μικρού μήκους έχω χάσει. Βλέπω τα πάντα στις αίθουσες, όχι στο λάπτοπ, είναι τόσο διαφορετική η αίσθηση. Μού άρεσαν πάρα πολύ το «Digger» και τα «Μήλα», τι ταινίες, πόσο υψηλό επίπεδο και δύναμη επικοινωνίας! Η νέα γενιά είναι καλύτερη από μας, πιο καλλιεργημένη και ενημερωμένη, με πιο διεθνή ματιά. Εμείς, δυστυχώς, μεγαλώσαμε με τις ταινίες να έρχονται στην Ελλάδα ένα και δυο χρόνια μετά. Και είχαμε μόνο το ΕΚΚ, την ΕΡΤ και την τσέπη μας, ούτε συμπαραγωγές ούτε τίποτα.
Βρίσκω ατυχέστατο το ότι στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας είπα προς την κινηματογραφική κοινότητα, "αντίο, παλιέ κόσμε". Δεν έπρεπε να το πω. Ηταν της νιότης… Τι λόγο είχε, λοιπόν, να στηρίξει ο χώρος έναν τύπο που ξεκινούσε δημιουργώντας αντιπάθειες;»
Ισως δεν θα 'πρεπε να το πώ, αλλά μού κάνει κάπως εντύπωση που δεν διάβασα πουθενά, ούτε καν στα social media, την κακία, «α, ήρθε η ΝΔ στα πράγματα και τρύπωσε ο Ρένος στη Λυρική». Δεν θα ξεχάσω τις επιθέσεις εναντίον σου όταν είχες «τολμήσει» να κατέβεις υποψηφιος με τον Σαμαρά το 2012. Αλήθεια, το ξεπέρασες;
Ποτέ. Γιατί ήταν πολύ μεγάλο το κύμα βίας που δέχτηκα και χωρίς καμία λογική. Δεν συμμετείχα και σε κάποιο κόμμα με ακραίες θέσεις. Αλλά ο χώρος του σινεμά πάντα ανήκε στην αριστερά, μπορεί να ήμουν και ο πρώτος που το έσπασε αυτό επίσημα, δημόσια.
Μπα, το ίδιο συνεχίστηκε και αργότερα, δεν είναι και λίγοι οι καλλιτέχνες που ψήφισαν, για παράδειγμα, «ναι» στο δημοψήφισμα, πήραν αποστάσεις από ΣΥΡΙΖΑ ή ψήφισαν Ποτάμι, που στοχοποιήθηκαν.
Ναι, ναι, ο Μαραβέγιας, ο Πορτοκάλογλου, ο Λούλης… Είχαμε φτάσει σε εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις. Αφησα να περάσει ο καιρός, να κρυώσει το αίμα, να ξαναρθούν τα πράγματα στη θέση τους. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Επί ΣΥΡΙΖΑ έπαιζα σε θεατρικές παραστάσεις και δεν αναφερόταν ούτε το όνομά μου σε εκπομπές της ΕΡΤ. Το 2016 είχαν εισβάλει κουκουλοφόροι σε παράσταση που έπαιζα στο «Αθηνά», το θάψαμε το επεισόδιο, δεν θέλαμε να στιγματιστεί η δουλειά μας. Ηταν δύσκολοι οι καιροί. Αλλά δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Γιατί να νιώθω πατριώτης και να μην το λέω μήπως και παρεξηγηθώ; Γιατί να θεωρούμαι από κάποιους «φασίστας» και «αντικομμουνιστής», εγώ, που δεν θα ήθελα ποτέ εμφύλιο στη χώρα μου, μόνο και μόνο γιατί δεν λυπήθηκα που έχασε η αριστερά; Είμαι εντάξει με το εαυτό μου. Και, ξέρεις κάτι, πολλοί από τον καλλιτεχνικό κόσμο που ίσως ήταν κάποτε απέναντί μου, σήμερα με τρυφερότητα με έχουν πλησιάσει. Μόνο με την ασφάλειά μου δεν νιώθω ακόμα εντελώς βολικά. Δε θέλει και πολύ κάποιος τρελός να πάρει ανάποδες… Οταν περπάταγα στα Εξάρχεια και έβλεπα μάτια που στάζαν μίσος, έλεγα, «κάπως έτσι θα νιώθει μια κοπέλα που παρενοχλείται, νιώθει απειλή και δεν μπορεί να αντιδράσει».
Στα γυρίσματα της ταινίας «Φτηνά Τσιγάρα» το 1999