Κάπου στην Ιταλία του σήμερα, μερικοί ηλικιωμένοι κυνηγοί αναπολούν την ιστορία του Λουτσιάνο, ενός τοπικού θρύλου, ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα ζούσε ως περιπλανώμενος μεθύστακας στην Τοσκία, ένα απομακρυσμένο χωριό της περιοχής. Ο τρόπος ζωής του και η συνεχής αντίθεση του με τον τοπικό πρίγκηπα τον έχουν μετατρέψει σε έναν απόκληρο της κοινότητας. Σε μια απόλυτα εκδικητική κίνηση για να προστατεύσει (από τον άρχοντα) τη γυναίκα που αγαπά, ο Λουτσιάνο διαπράττει το ασυγχώρητο.
Με σαφείς αναφορές στο σινεμά του Πιερ Πάολο Παζολίνι, των αδελφών Ταβιάνι και της Αλίτσε Ρορβάκερ, αλλά και με ένα μοναδικό ξεχωριστό στιλ που τελειοποιούν από ταινία σε τανία οι Ιταλοαμερικάνοι Αλέσιο Ρίτζο ντε Ρίγκι και Ματέο Ζόπις, διασχίζουν τον κόσμο της τεκμηρίωσης που υπηρέτησαν μέχρι σήμερα σχεδόν ευλαβικά σε μικρού, μεσαίου και μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ και βυθίζονται στην μυθοπλασία - κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η «Ιστορία του Βασιλιά Κάβουρα» που προβάλλεται, μέρος του αφιερώματος Μade in Italy στο σύγχρονο ιταλικό σινεμά μέχρι και τις 27 Οκτωβρίου ξεκινά από αρχέγονους μύθους και μεταμορφώνεται διαρκώς από ένα παραμύθι σε ένα γουέστερν και από μια παραβολή σε μια διαρκή αντανάκλαση της πραγματικότητας πάνω σε όσα ορίζουν την ανθρώπινη αφήγηση σαν το θεμέλιο λίθο της ανθρώπινης Ιστορίας και ταυτότητας.
Στο Flix, οι Αλέσιο Ρίτζο ντε Ρίγκι και Ματέο Ζόπις μιλούν για το «πειραγμένο» τους γουέστερν, αναμοχλεύοντας θρύλους, τραγούδια και δοξασίες, αλλά και μια μεθοδολογία προς ένα σινεμά που δεν έχει ηλικία και εποχή, αλλά βρίσκεται εκεί έξω, γοητευτικό και τρομακτικό όσο και μια αληθινή ιστορία που άκουσες κάπου, κάπως, κάποτε.
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το Φεστιβάλ στην ιστοσελίδα της Ταινιοθήκης και στις σελίδες της στο Facebook και το Ιnstagram.
Ποια ήταν η αρχική ιδέα πίσω από την «Ιστορία του Βασιλιά Κάβουρα»;
Ακούσαμε την ιστορία στα γυρίσματα της προηγούμενης ταινίας μας, του «Il Solengo». Μέσα σε ένα κυνηγετικό καταφύγιο, γύρω από ένα τραπέζι, οι παλιοί κυνηγοί προσπάθησαν να θυμηθούν τις λεπτομέρειες της ζωής του Λουτσιάνο, ο οποίος ζούσε στο ίδιο χωριό γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα. Μπορούσαν να θυμηθούν μόνο ένα κομμάτι της ιστορίας, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, αφού πήγαινε τόσο πολύ πίσω στο χρόνο. Ηταν ο ντόπιος μέθυσος, ήταν σε σύγκρουση με τον Πρίγκιπα, διέπραξε φόνο και εξορίστηκε στην Αργεντινή. Εκεί πήγαμε για να αναζητήσουμε το μέρος της ιστορίας που δεν ήξεραν. Βρήκαμε έναν τύπο με το ίδιο όνομα που πήρε ένα πλοίο στα τέλη του 1800 από τη Σιβιταβετσία στο Μπουένος Άιρες, τον «ακολουθήσαμε» και μας οδήγησε στη Γη του Πυρός.
Ενα γουέστερν, ένα παραμύθι, μια αλληγορία, μια παραβολή. Πώς θα περιγράφατε εσείς την ταινία;
Η ιδέα μας ήταν να κάνουμε ένα θαλλασινό γουέστερν με ένα πρόλογο. Δεδομένου ότι στα γουέστερν το παρελθόν του κύριου ήρωα είναι σχεδόν πάντα σκοτεινό, το πρώτο κεφάλαιο δείχνει από πού κατάγεται και ποια ήταν η δοκιμασία που τον οδήγησε στη Δύση (στην προκειμένη περίπτωση στον Νότο). Η προσπάθειά μας μέσα από αυτήν την ταινία είναι να δείξουμε πώς αλλάζει ένα παραμύθι που μεταδίδεται προφορικά ανάλογα με το ποιος το λέει. Οι λεπτομέρειες μπερδεύονται και διαφορετικές εκδοχές έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Οταν η ίδια ιστορία προσγειώνεται στην άλλη άκρη του κόσμου, συναντά ακόμη περισσότερες ιστορίες και όλες μαζί γίνονται μια καινούρια. Ενα αγροτικό παραμύθι γίνεται, στον Νέο Κόσμο, ένας θρύλος της θάλασσας.
Ηταν ο θρύλος του Λουτσιάνο ένας γνωστός τοπικός μύθος; Ποια ήταν τα στοιχεία του θρύλου που σας γόητευσαν περισσότερο;
Μας ενδιαφέρει η ευφάνταστη αξία της μνήμης. Αυτό που μας τράβηξε περισσότερο ήταν η ιδέα ότι η ιστορία του Λουτσιάνο έχει σχεδόν ξεχαστεί εντελώς. Μια ιστορία που κανείς δεν μπορεί να τη συναρμολογήσεις. δεν έχει λεπτομέρειες παρά μόνο μερικές αντικρουόμενες αναμνήσεις. Ενα θολό βλέμμα σε μια ιστορίας χαμένης στο χρόνο. Τι συνέβη στον Λουτσιάνο μετά την εξορία του; Υπήρχαν φήμες, τα υπόλοιπα ήταν απλά υποθέσεις. Προσπαθήσαμε να φανταστούμε γιατί ο Ρεμπό πήγε στην Αφρική ή το ταξίδι του Ντίνο Καμπάνα στην Αμερική, που κανείς δεν ξέρει καν αν συνέβη πραγματικά.
Γιατί πιστεύετε ότι σας ελκύει ο κόσμος των παραμυθιών και των μύθων γενικότερα;
Οταν ήμασταν παιδιά, μεγαλώναμε με παραμύθια που μας διάβαζαν ή μας εξιστορούσαν την ώρα του ύπνου και μέσα από αυτούς μάθαμε τον κόσμο, μάθαμε τι θα πει φαντασία.
Γιατί αποφασίσατε να περάσετε από το ντοκιμαντέρ στη μυθοπλασία με αυτήν την ταινία;
Στο Βέζανο, μόνο οι μεγαλύτεροι μπορούν να θυμηθούν μερικές λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας. Η σχεδόν παντελής απουσία λεπτομερειών γύρω από αυτήν μας οδήγησε να κάνουμε μια ταινία μυθοπλασίας. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ, αφού μας έλειπαν αρκετά στοιχεία ειδικά στο δεύτερο κεφάλαιο, έτσι εμπνευστήκαμε από τοπικές ιστορίες, παραμύθια, μύθους και θρύλους της Γης του Πυρός, συνδυάζοντάς τα με τη λογοτεχνία, ειδικά τον Ντίνο Καμπάνα, τον Μπόρχες και τον Μάρκες.
Τα στοιχεία του ντοκιμαντέρ δεν έχουν εξαφανιστεί στην ταινία: οι τοποθεσίες, τα άχρονα κοστούμια, οι μη επαγγελματίες ηθοποιοί… Θέλαε από την αρχή να είναι ασαφή τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας;
Αυτή η ταινία ήταν το τελευταίο κεφάλαιο μιας τριλογίας βασισμένης σε προφορικές ιστορίες που ακούσαμε σε ένα μικρό κυνηγετικό καταφύγιο. Από τότε που ξεκίνησε η συνεργασία μας, πάντα προσπαθούσαμε να ξεπεράσουμε τα όρια του τι ορίζεται ως ντοκιμαντέρ και τι είναι μυθοπλασία. Είναι ένα ντοκιμαντέρ που απεικονίζει την πραγματικότητα ενώ η μυθοπλασία όχι; Η μυθοπλασία δεν συνθέτει την πραγματικότητα; Και τα δύο χρησιμοποιούν το μοντάζ, επομένως χειραγωγούνται. Χρησιμοποιήσαμε μη επαγγελματίες ηθοποιούς γιατί φανταζόμασταν τους ανθρώπους της πόλης, με τους οποίους συνεργαστήκαμε τα τελευταία 8 χρόνια, ως φανταστικούς χαρακτήρες ακόμα και στα ντοκιμαντέρ μας. Θα τους ντύναμε, επιλέγοντας τα δικά τους ρούχα στις ντουλάπες τους. Στο ντοκιμαντέρ μας, «Il Solengo», συνεργαστήκαμε με τον διευθυντή φωτογραφίας Σιμόνε ντ' Αρκάντζελο για να βρούμε τη σωστή απόσταση που χρειαζόμασταν ώστε οι «πραγματικοί άνθρωποι» να βρεθούν μπροστά στην κάμερα, ώστε να γίνουν χαρακτήρες που ερμηνεύουν τον εαυτό τους. Στην «Ιστορία του Βασιλιά Κάβουρα», οι κυνηγοί στην αρχή της ταινίας (αναπολώντας την ιστορία), είναι και αυτοί ερασιτέχνες, ντυμένοι με κοστούμια εποχής.
Πώς δουλέψατε με τους μη επαγγελματίες ηθοποιούς;
Είχαμε διαφορετικές προσεγγίσεις για τα δύο κεφάλαια. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, στην Ιταλία, τον Λουτσιάνο υποδύεται ο Γκαμπριέλε Σίλι, ένας καλλιτέχνης και φίλος μας από τη Ρώμη, του οποίου η απόδειξη της αφοσίωσης και του χρόνου που αφιέρωσε στην ταινία, ήταν τα γένια που άφησε. Η Αλεξάντρα Μαρία Λούνγκου, η οποία υποδύεται την Εμα είχε ήδη μια εμπειρία στα γυρίσματα της ταινίας της Αλίτσε Ρορβάκερ «Τα Θαύματα». Με τη βοήθειά της ξαναγράψαμε όλες τις σκηνές της χτίζοντας τον χαρακτήρα πάνω στην ισχυρή της προσωπικότητα. Για τους άλλους χαρακτήρες συνεργαστήκαμε με ολόκληρη την πόλη, ρίχνοντας κόσμο στο τοπικό μπαρ, κυρίως αγρότες, ξυλουργούς και εργάτες. Επιλέγουμε όλους όσους δεν ήθελαν καθόλου να εμφανιστούν στην ταινία. Καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια για να τους πείσουμε! Στο δεύτερο κεφάλαιο, στην Αργεντινή, επιλέξαμε κυρίως όλους τους ηθοποιούς, με εξαίρεση τον Μαριανο Αρκε, έναν αγρότη που συνεργάζεται με τον Λισάντρο Αλόνζο. Υποδύεται τον Ελ Πετίσο, ο οποίος γίνεται σύντροφος του Λουτσιάνο και του οποίου η σωματικότητα μας θυμίζει τους ανθρώπους στην Ιταλία.
Από τότε που ξεκίνησε η συνεργασία μας, πάντα προσπαθούσαμε να ξεπεράσουμε τα όρια του τι ορίζεται ως ντοκιμαντέρ και τι είναι μυθοπλασία. Είναι ένα ντοκιμαντέρ που απεικονίζει την πραγματικότητα ενώ η μυθοπλασία όχι; Η μυθοπλασία δεν συνθέτει την πραγματικότητα;»
Η ταινία φαίνεται να συνεχίζει μια μακρά παράδοση ταινιών - από τον Πιερ Πάολο Παζολίνι μέχρι τους αδελφούς Ταβιάνι και ακόμη περισσότερους σύγχρονους σκηνοθέτες - βασισμένες σε θρύλους και χρησιμοποιώντας στοιχεία της τοπικής παράδοσης ως αλληγορία για το παρόν. Ποιο είναι το νέο στοιχείο που φέρνει η «Ιστορία του Βασιλιά Κάβουρα» σε αυτή την παράδοση;
Δεν βλέπουμε απαραίτητα ένα νέο στοιχείο, για εμάς το να κάνουμε ταινίες είναι μια δουλειά σε εξέλιξη. Ολες οι ταινίες που κάναμε, ήρθαν αυθόρμητα και συνεχίζουν να έρχονται. Μερικές φορές νιώθουμε απογοήτευση για τον τρόπο που ο κινηματογράφος αφηγείται ιστορίες στις μέρες μας, έτσι κάνουμε ταινίες που θα θέλαμε να δούμε οι ίδιοι στην οθόνη. Ταινίες στις οποίες δεν λέγονται ή λέγονται τα πάντα, που ελπίζουμε ότι μπορούν να προκαλέσουν το κοινό.
Ποιες είναι οι ταινίες και οι σκηνοθέτες που θαυμάζετε και εμπνέεστε;
Καταλάβαμε ποιες ταινίες μας έχουν εμπνεύσει κυρίως αφού διαβάσαμε μερικές κριτικές για την ταινία μας. Θέλαμε η ταινία να είναι ένας μύθος που μετατρέπεται σε γουέστερν, οπότε σίγουρα εμπνευστήκαμε από τον Ντε Σέτα, τα γουέστερν του Μόντε Χέλμαν και του Γκλαουμπερ Ρόχα. Ο τρόπος που συνεργαζόμαστε βασίζεται έντονα στο πάθος μας για τον κινηματογράφο, ανταλλάσσουμε τόνους εικόνων, από ταινίες, παλιά γραμματόσημα, στάμπες ή πίνακες ζωγραφικής. Ετσι δουλεύουμε πολύ στην εικόνα της ταινίας από την αρχή. Χρησιμοποιούμε μια πολύ μεγάλη γκάμα ταινιών, επομένως είναι δύσκολο για εμάς να επισημάνουμε ποιες ταινίες μας ενέπνευσαν περισσότερο, υπάρχουν τόσες πολλές.
Πού βρήκατε τον (σπουδαίο) ηθοποιό που ερμηνεύει τον Λουτσιάνο και τον πατέρα Αντόνιο;
Ο Γκαμπριέλε είναι καλλιτέχνης και φίλος μας. Τον γνωρίζουμε από πριν αρχίσουμε να δουλεύουμε στην ταινία. Γράφοντας το σενάριο αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να ταιριάζει απόλυτα στον ρόλο και αρχίσαμε να φανταζόμαστε τον τρόπο που ο χαρακτήρας μας μπορούσε να κινηθεί και να μιλήσει, παίρνοντας έμπνευση από αυτόν. Σε πολύ πρώιμο στάδιο της συγγραφής του προσφέραμε το ρόλο και ενθουσιάστηκε αμέσως. Δούλεψε πολύ σκληρά για να χτίσει τον χαρακτήρα. Εζησε στο Βέζχανο για πολλές, πολλές εβδομάδες, κάνοντας ολόκληρο το χωριό να πιστέψει ότι το όνομά του ήταν Λουτσιάνο, ένας μέθυσος από τη Ρώμη με θλιβερό παρελθόν. Πέρασε επίσης πολύ χρόνο μαζί μας στην Αργεντινή μαθαίνοντας ισπανικά και γνωρίζοντας τους ηθοποιούς και το περιβάλλον.
Μοιάζει να σας ενδιαφέρουν πολύ οι ήρωες που είναι μοναχικοί, στο περιθώριο της κοινωνίας, που δεν τους κατανοεί η κοινωνία. Θέλετε με τις ταινίες σας να τους δώσετε φωνή και τις δικές τους ιστορίες;
Μάλλον μας ενδιαφέρουν τέτοιου είδους χαρακτήρες γιατί μας αναγκάζουν να σκεφτούμε την κοινωνία, τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Οταν σκέφτεσαι έναν ξένο, έναν άνθρωπο που είναι στο περιθώριο, αναρωτιέσαι πάντα τους λόγους για τους οποίους συνέβη κάτι τέτοιο. Οι ιστορίες που απεικονίζουμε είναι ακατέργαστες, βίαιες και γεμάτες αντιφάσεις. Με την «Ιστορία του Βασιλιά Κάβουρα» θέλαμε να κάνουμε μια ταινία για έναν αστό, έναν άνθρωπο που δεν ανήκει ούτε στον κόσμο της αυλής ούτε στον κόσμο των αγροτών. Ο Λουτσιάνο είναι ένας ξένος, ένας εξωγήινος, ένας μοντέρνος χαρακτήρας.
Οι ιστορίες είναι οι αναμνήσεις μας. είμαστε αναμνήσεις του εαυτού μας και των άλλων. Οι ιστορίες μας βοηθούν να δούμε την κοινωνία μας από διαφορετική οπτική γωνία και να κατανοήσουμε λίγο περισσότερο τον εαυτό μας.»
Τα τραγούδια παίζουν στην ταινία ένα οργανικό ρόλο, σαν να συνεχίζουν ή να συμπληρώνουν την αφήγηση. Πώς τα διαλέξατε;
Με τον Βιτόριο Τζιαμπιέτρο, τον συνθέτη της ταινίας, θέλαμε να επεκτείνουμε την αφηγηματική πτυχή της μουσικής, έτσι για τα περισσότερα τραγούδια κάναμε εκτενή έρευνα στο αρχείο παραδοσιακών τραγουδιών στην Ιταλία, ανακαλύπτοντας ότι ενώ οι μελωδίες είναι παρόμοιες παντού στην Χώρα, οι λέξεις (οι ιστορίες) μέσα στα τραγούδια άλλαζαν από περιοχή σε περιοχή. Μόλις βρήκαμε τις μελωδίες που θέλαμε, ο Βιτόριο ξανάγραψε τις λέξεις ώστε να ταιριάζουν με την ιστορία μας, κάνοντας τη μουσική μέρος της αφηγηματικής δομής της ταινίας.Τα παραδοσιακά τραγούδια είναι ένας πολύ ενδιαφέρον τρόπος για να πούμε ιστορίες, δουλεύουμε πολύ με αυτό για το επόμενο έργο μας.
Και η φύση, είναι ακόμη ένας χαρακτήρας στην ταινία.
Θέλαμε τα τοπία να παίξουν ρόλο στην ταινία μας. Στο πρώτο κεφάλαιο χρησιμοποιήσαμε τηλεφακούς και επιλέξαμε περισσότερους εσωτερικούς χώρους και κλειστά τοπία για να δώσουμε μια πιο κλειστοφοβική αίσθηση που θα αντανακλά τα συναισθήματα του χαρακτήρα του Λουτσιάνο. Στο δεύτερο μέρος αναζητήσαμε το αντίθετο: χρησιμοποιήσαμε μεγάλους φακούς για να κάνουμε τους χαρακτήρες να νιώθουν μικροί και μόνοι στη μέση αυτού του απέραντου τοπίου. Τα γυρίσματα στη Γη του Πυρός ήταν μια περιπέτεια για το συνεργείο και για εμάς. Ο καιρός εκεί κάτω αλλάζει πολύ γρήγορα, τη μια μέρα κάναμε γυρίσματα δίπλα στη θάλασσα με κοντομάνικα και την άλλη μέρα στο βουνό με - 6 βαθμού Κελσίου και σχεδόν 80 χιλιιόμετρα αέρα. Απολαύσαμε τα γυρίσματα και ευχόμαστε να είναι όλες οι ταινίες μας σαν αυτή.
Η ταινία δεν αλλάζει μόνο τοποθεσία αλλά και γλώσσα και τον βασικό πρωταγωνιστή στο δεύτερο μέρος. Είναι λοιπόν μια ιστορία μέσα σε μια ιστορία μέσα σε μια ιστορία… Πόσο σημαντικές είναι οι ιστορίες σε έναν κόσμο γεμάτο κακές - και συχνά ψεύτικες - ειδήσεις;
Συχνά αναλογιζόμαστε τα όρια που διαχωρίζουν την αλήθεια από την ιστορία της, την πραγματικότητα από την πλαστή της αντανάκλαση. Θέλαμε να κάνουμε μια ταινία για την ταυτότητα. Οι ιστορίες είναι οι αναμνήσεις μας. είμαστε αναμνήσεις του εαυτού μας και των άλλων. Οι ιστορίες μας βοηθούν να δούμε την κοινωνία μας από διαφορετική οπτική γωνία και να κατανοήσουμε λίγο περισσότερο τον εαυτό μας.
«Για να φτάσεις στον θησαυρό, πρέπει να ακολουθήσεις τον καβούρι». Ποιος είναι ο θησαυρός στον σημερινό κόσμο για εσάς; Και τι είναι το καβούρι;
Ο θησαυρός είναι οπτασία, όραμα, άρα είναι εικόνα. Μια κινούμενη εικόνα σαν αυτή που παρακολουθούμε στην οθόνη. Αυτό ανακαλύπτει ο Λουτσιάνο στο τέλος της ταινίας: «Είναι αυτό που βλέπεις». Είναι και ένα όνειρο, μια ανάμνηση που ξυπνά ένα συναίσθημα.
Το «Η Ιστορία του Βασιλιά Κάβουρα» των Αλέσιο Ρίγκο ντε Ρίγκι και Ματεό Ζόπις προβάλλεται στις 24 Οκτωβρίου στις 19.45 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, παρουσία της πρωταγωνίστριας Μαρία Αλεξάντρα Λούνγκου. Η ταινία προβάλλεται για όλους και διαδικτυακά εδώ με εισιτήριο για όλους 3 ευρώ.
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το Φεστιβάλ στην ιστοσελίδα της Ταινιοθήκης και στις σελίδες της στο Facebook και το Ιnstagram.