Το σινεμά είναι ένα παιχνίδι
Οι ταινίες του Ζακ Ντεμί είναι φτιαγμένες από τα χέρια ενός εφήβου που δεν μεγάλωσε ποτέ. Τουλάχιστον όχι τόσο, ώστε να ξεχάσει πως ο μοναδικός λόγος για τον οποίο έγινε σκηνοθέτης ήταν για να αποδείξει πως η ζωή και το σινεμά υπήρξαν οι μεγαλύτεροι εραστές της ιστορίας αυτού του κόσμου.
Κολημμένος για πάντα σε αυτήν την αμήχανη, βίαιη και συχνά μελαγχολική ηλικία, λίγο πριν την ενηλικίωση, θα έδινε με το έργο του του ένα αδιάσειστο άλλοθι σε όσους ήθελαν να συνεχίσουν να θεωρούν το σινεμά με τον τρόπο που κάποτε το είχε περιγράψει ο Ζαν Ρενουάρ: «Το κοινό ευγνωμονεί έναν σκηνοθέτη, όταν οι ταινίες του δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο το κεφαλόσκαλο του σπιτιού μας οδηγεί στο κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης».
Κάτοικοι ενός κόσμου που αρνείται πεισματικά να αποφασίσει αν πατάει στην πραγματικότητα ή στο παραμύθι, οι ήρωες του Ζακ Ντεμί ενεργούν αυθόρμητα, με θράσος, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συνέπειες των πράξεων τους, σαν μικροί επαναστάτες απέναντι σε έναν σκληρό κόσμο που τους θέλει ώριμους, συνειδητοποιημένους και...σοβαρούς. Και ενίοτε χορεύουν, τραγουδούν, τζογάρουν, πεθαίνουν από τα πυρά της αστυνομίας ή από υπερβολική αγάπη, καίγονται από την αδυναμία τους να είναι λιγότερο ρεαλιστές από όσο θα απαιτούσαν οι εποχές.
Αντίθετα, όμως, από αυτούς, ο Ντεμί δεν είχε κανένα πρόβλημα να πληρώσει το τίμημα της «ανωριμότητας» του. Η nouvelle vague τον πέταξε έξω από τους κόλπους της, μετά τις πρώτες ταινίες του, κατηγορώντας τον ως συνειδητά μη πολιτικό, η Αμερική τον λάτρεψε επιβεβαιώνοντας τους ύποπτους δεσμούς του με το Χόλιγουντ και για χρόνια το μόνο που μπορούσε να του χρεώσει κανείς ήταν πως ανακάλυψε την Κατρίν Ντενέβ, δίνοντας της το ρόλο της Ζενεβιέβ στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» και το εισιτήριο προς την αιωνιότητα.
Ενας παρεξηγημένος δημιουργός
Στην πραγματικότητα, ο Ζακ Ντεμί δεν είναι ένας υποτιμημένος σκηνοθέτης, αλλά ένας παρεξηγημένος δημιουργός. Ενας πραγματικός καλλιτέχνης που επειδή δεν μπορούσε εύκολα να καταχωρηθεί στα γνωστά ρεύματα της εποχής του προτίμησε να μείνει ένας γνήσιος outsider του σύγχρονου σινεμά. Ακριβώς όπως και οι ήρωες του που ποτέ δεν κατάφεραν να χωρέσουν πουθενά παρά μόνο στο ελεύθερο από συμβάσεις, ποτισμένο από έναν ιδιότυπο μαγικό ρεαλισμό και ποίηση κινηματογραφικό του σύμπαν.
Κι, όμως, ο Ντεμί δεν διέφερε στο ελάχιστο από τους Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Φρανσουά Τριφό και Αλέν Ρενέ, για να αναφέρουμε μόνο τρεις από τους πρωτεργάτες της nouvelle vague. Το ίδιο σινεφίλ, το ίδιο αναρχικός, το ίδιο αθεράπευτα ρομαντικός με αυτούς, θα γύριζε την πρώτη του ταινία («Λόλα») το 1959 σαν ένα φόρο τιμής στον Μαξ Οφίλς και τον Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ ενσαρκώνοντας με θρησκευτική προσήλωση τις διακηρύξεις του «νέου κύματος». Αν το ντεμπούτο του δεν θεωρήθηκε – άδικα - ποτέ τόσο εμβληματικό όσο το «Με Κομμένη την Ανάσα», τα «400 Χτυπήματα» και το «Χιροσίμα Αγάπη Μου» των Γκοντάρ, Τριφό και Ρενέ αντίστοιχα, αυτό οφείλεται μόνο στο γεγονός πως ήδη από την αρχή της καριέρας του ο Ντεμί είχε αποφασίσει πως το δικό του σινεμά θα διαθέτει μια νότα έξτρα ρομαντισμού, έξτρα μελαγχολίας και έξτρα ελαφρότητας.
Μικρή «παραφωνία» μέσα στην απροκάλυπτη ορμή του κινήματος, ο Ντεμί θα κέρδιζε, ωστόσο, αρχικά την εκτίμηση του Ζαν-Λικ Γκοντάρ που θα τοποθετούσε τη «Λόλα» στις 10 καλύτερες ταινίες του για τη χρονιά του 1958 και θα έκλεβε ολόκληρα αποσπάσματα διαλόγων για το «Μια Γυναίκα Είναι Μια Γυναίκα» που βγήκε στις αίθουσες έξι μήνες μετά τη «Λόλα». Και αμέσως μετά τον θρίαμβο που γνώρισαν οι «Ομπρέλες του Χερβούργου», το 1964, θα έβαζε τους ήρωες του «Βande A Part» να χορέψουν μπροστά από ένα τζουκ μποξ μια μελωδία του Μισέλ Λεγκράντ ως φόρο τιμής στον Ντεμί.
Οσο δύσκολο ήταν όμως να κερδίσεις την εκτίμηση του δύστροπου Γκοντάρ, τόσο εύκολο ήταν και να τη χάσεις. Και ο Ντεμί θα έπεφτε γρήγορα στη δυσμένεια της κλειστής ομάδας της Nouvelle Vague. Οχι γιατί κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πόσο σπουδαία ταινία ήταν το «Baie des Anges» του 1962 (αργότερα ο Αντριου Σάρις θα την χαρακτήριζε ως ένα «κομμάτι κινηματογραφικού βοντβίλ»), ένα ασπρόμαυρο μελαγχολικό ποίημα για μια γυναίκα (τη Ζαν Μορό), μια πόλη (τη Νίκαια), μια ιδέα (τη μοίρα). Ούτε γιατί οι «Ομπρέλες του Χερβούργου» χάρισαν στον Ντεμί μια τεράστια εμπορική επιτυχία, τον Χρυσό Φοίνικα που δεν κέρδισε ποτέ κανείς άλλος από το κίνημα της nouvelle vague και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας.
O Ντεμί «αποκληρώθηκε» από το γαλλικό σινεμά επειδή οι αριστουργηματικές «Ομπρέλες του Χερβούργου» καταχωρήθηκαν λανθασμένα ως μια επιστροφή στο παλιό σινεμά που η nouvelle vague ήθελε να διαγράψει. Και επειδή ο Ντεμί θεώρησε πιο σημαντική ανατροπή να μιλήσει για το τέλος της αθώοτητας μέσα από έναν μεγάλο technicolor έρωτα, ξαναγράφοντας την ιστορία του μιούζικαλ όπως το γνώριζαμε μέχρι τότε, παρά να εστιάσει στον πόλεμο της Αλγερίας και να αναδείξει την επαναστατική διάθεση που επικρατούσε στην «αριστερή όχθη» και που θα οδηγούσε τα επόμενα χρόνια στον Μάη του 1968.
«Ο Ντεμί έχει μια ιδέα για τον κόσμο που προσπαθεί να την εφαρμόσει στο σινεμά...και μια ιδέα για το σινεμά που προσπαθεί να εφαρμόσει στον κόσμο», θα κατηγορούσε ο Γκοντάρ τον Ντεμί το 1965, λες και όλοι οι εκπρόσωποι της «nouvelle vague» έκαναν κάτι διαφορετικό. Στο στόχαστρο και των Cahiers du Cinema ως «αφελής», ο Ντεμί θα έδινε την οριστική πάσα στους επικριτές του όταν θα ανταποκρινόταν στο κάλεσμα του Χόλιγουντ, που είχε λατρέψει τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» και τις «Δεσποινίδες του Ροσφόρ» αναγκάζοντας τον Γκοντάρ να μιλήσει για «ένα τραγικό ξεπούλημα που έπρέπε να είχε αρνηθεί».
Η ζωή είναι ένα τραγούδι
Μοναδική σύμμαχος του Ντεμί, η σύντροφος του και μια από τις πιο δυναμικές μορφές της nouvelle vague, η Ανιές Βαρντά («Η Κλεό από τις 5 ως τις 7») , η οποία θα έμενε μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του, αντιμετωπίζοντας με διακριτικότητα την ομοφυλοφιλία του και παλεύοντας ακόμη και σήμερα για την διάσωση και «αναθεώρηση» του έργου του.
Η Βαρντά ήταν η μόνη που ήξερε πως ο Ντεμί δεν είχε ξεπουληθεί. Συνέχιζε απλά το δικό του δρόμο μέσα από τις παρακαμπτήριες που θα του έδιναν την ευκαιρία να δημιουργήσει. Το διάλειμμα της Αμερικής ήταν μικρό και ασήμαντο (με ένα άτυπο σίκουελ της «Λόλα», το «Model Shop» και λίγα χρόνια αργότερα το «Lady Oscar»), αλλά η επιστροφή στο παραμύθι («Peau D'Ane») και το μιούζικαλ («Une Chambre d'un ville») δυναμική. Το σινεμά του μπορεί να έχανε μέσα στα χρόνια την φρεσκάδα των πρώτων του χρόνων, αλλά ακόμη και μέσα στην εξτραβαγκάντζα των τελευταίων του ταινιών (με αποκορύφωμα το «L'Evenement le Plus Important Depuis que L'Homme a Marche sur la Lune» του 1973 με έναν έγκυο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι), το έργο του παρέμεινε μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 1990, μια πρωτοφανής διακήρυξη ελευθερίας.
Στην λεπτή γραμμή που χωρίζει την αθωότητα από την αφέλεια και την υπερβολή από το κιτς, η φιλμογραφία του Ζακ Ντεμί είναι λογικό να παραμένει παρεξηγημένη ακόμη και σήμερα που η επανεκτίμηση των ταινιών του συνεχίζεται αδιάκοπα από τους θεωρητικούς του σινεμά. Μόνο που ο Ντεμί έκανε πρωτίστως ταινίες για τον κόσμο. Μπορεί το σινεμά του να ήταν εκλεκτικό, να περιείχε αναφορές σε όσους τον επηρέασαν (από τον Κοκτό και τον Οφίλς μέχρι τον Μπρεσόν και τον Τζιν Κέλι) και να αποτελούσε ενα εκ νέου και εξ ολοκλήρου κινηματογραφικό διάβασμα της ιστορίας της τέχνης (ζωγραφικής, λογοτεχνίας, ποίησης), αλλά η ουσία του βρισκόταν πάντοτε στο κομβικό σημείο που το σύμπαν του συναντάει το βλέμμα του θεατή.
Η ελαφρότητα για την οποία κατηγορήθηκε δεν ήταν παρά η δική του «επανάσταση» απέναντι στη σοβαροφάνεια μιας εποχής που απαιτούσε βαρυσήμαντες ταινίες και πολιτικά μανιφέστα. Και η ελευθερία με την οποία ακύρωνε τα κινηματογραφικά είδη για να τα εφεύρει από την αρχή (όπως ακριβώς έκανε και με τις πόλεις που αγάπησε) δεν ήταν παρά το δικό του «μανιφέστο» απελευθέρωσης του σινεμά. Κάθε ελάττωμα των ταινιών του είναι και μια μικρή απόδειξη πως ο Ντεμί δεν κυνηγούσε την τελειότητα, αλλά το συναίσθημα. Κάθε μελωδία του μόνιμου συνεργάτη του, Μισέλ Λεγκράν, ήταν μια ακροβασία πάνω στο πεντάγραμμο της αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι. Και κάθε βήμα του μακριά από τον ρεαλισμό δεν είναι παρά ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση της σκληρής και απάνθρωπης πραγματικότητας.
Αν αυτό τον κάνει λιγότερο σημαντικό σκηνοθέτη από άλλους, ας το αποφασίσει η Ιστορία...
H «Λόλα» παίζεται ήδη σε επανέκδοση στις ελληνικές αίθουσες και οι «Ομπρέλες του Χερβούργου» βγαίνουν την Πέμπτη 21 Ιουλίου.
Tags: Ζακ Ντεμί, ΟΜΠΡΕΛΕΣ ΤΟΥ ΧΕΡΒΟΥΡΓΟΥ, Λόλα, Γκοντάρ, ΒΑΡΝΤΑ, Τριφό, ΡΕΝΕ, DEMY, VARDA, Godard, Truffaut, NOUVELLE VAGUE, LOLA