Ακολουθώντας το πολύ ενδιαφέρον του φεστιβαλικό ταξίδι, που ξεκίνησε από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2016, το ντοκιμαντέρ του Ορφέα Περετζή «Στο Κέντρο του Κύκλου» βρήκε επιτέλους τον δρόμο του προς τις ελληνικές αίθουσες.
Στην ταινία παρακολουθούμε στιγμιότυπα από την καθημερινότητα τεσσάρων από τους 32 χαρακτήρες της θεατρικής ομάδας Ρόδα. Ενός καθηγητή στατιστικής, ενός ιδιωτικού υπαλλήλου, ενός εργολάβου οικοδομών, και μιας τεχνικού πληροφορικής. Ολοι τους τελείως διαφορετικοί ως χαρακτήρες αλλά την ίδια στιγμή κοινωνοί μιας κοινής, σχεδόν μεταφυσικής, εμπειρίας την ώρα της παράστασης. Μια εμπειρία που τους κάνει να έρθουν πιο κοντά με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ο Ορφέας Περετζής μίλησε στο Flix για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μέσα σε επτά ολόκληρα χρόνια γυρισμάτων, αλλά και για το ίδιο το θέατρο, την δύναμη που ασκεί πάνω σου και για την λυτρωτική εμπειρία που βιώνεις μέσα από αυτό.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας;
Tο 2009 γύρισα, μετά από 8 χρόνια που ήμουν στην Αγγλία πίσω στην Ελλάδα. Βρέθηκα μπροστά σε μια αμήχανη και άβολη αναζήτηση για το τι μπορώ να κάνω εδώ σαν σκηνοθέτης. Ξεκίνησα απλά να βιντεοσκοπώ αρκετά από τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μου, από πορείες και επεισόδια στο Σύνταγμα, μέχρι και metal συναυλίες, αναζητώντας έμπνευση στους δρόμους. Μέσα σε όλα, βιντεοσκοπούσα και τα παρασκήνια την ώρα των παραστάσεων στη ΡΟΔΑ. Κατά την διάρκεια μιας παράστασης ένιωσα κάτι πολύ έντονο που ήταν δύσκολο να το περιγράψω με λόγια και με άγγιξε βαθιά. Μετά από αρκετό καιρό, και ενώ είχα σκηνοθετήσει τρεις μικρού μήκους, αυτή η αίσθηση επανήλθε όταν είδα το υλικό που τράβηξα τότε. Αυτή η εμπειρία με έτρωγε, δεν ήξερα πως να την διαχειριστώ. Ξεκίνησα να μοντάρω μια σκηνή και βρέθηκα μπροστά σε κάτι πολύ απόκοσμο και ταυτόχρονα συναισθηματικά φορτισμένο, όπως και τότε που ήμουν παρών με την κάμερά μου. Ηξερα με σιγουριά ότι εδώ υπάρχει μια ταινία. Τελικά αυτή η σκηνή αργότερα αποδείχτηκε πως ήταν και η κορύφωση της ταινίας και όλα χτίστηκαν γύρω από αυτή.
Το «Στο Κέντρο του Κύκλου» αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία μετά από αρκετές μικρού μήκους. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε στο ντοκιμαντέρ και όχι στην μυθοπλασία για πρώτη ταινία;
Ηταν μια καθαρά εσωτερική ανάγκη να μπορέσω να αποκρυπτογραφήσω μια έντονη εμπειρία που έζησα στα παρασκήνια. Αυτό απαιτούσε πιο πολύ την παρατήρηση σε αυτό που συμβαίνει, και όχι μια σκηνοθετική εμπλοκή με όρους μυθοπλασίας. Ωστόσο όσο προχωρούσε το μοντάζ βρέθηκα ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ. Η καταγραφή πήγε σε πρώτο επίπεδο και κατά τη διάρκεια κάποιων συμπληρωματικών γυρισμάτων προστέθηκε ένα ύφος και μια καινούρια ερμηνεία. Εκεί δανείστηκα στοιχεία από τη μυθοπλασία ακόμα και το video art ανακαλύπτοντας μια καινούρια κινηματογραφική γλώσσα που δεν είχα ποτέ εξερευνήσει αλλά συνδυάζει αρκετά πράγματα που έχω κάνει στο παρελθόν.
Τι ενδιαφέρον έχει να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ για μια θεατρική ομάδα και ειδικά για τη Ρόδα;
Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν θίασο όπου οι ηθοποιοί είναι μέλη σε μια σχολή. Επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ισότιμη συνθήκη με μια κανονική επαγγελματική ομάδα. Κι εγώ αναρωτιέμαι όσο αντικειμενικά μπορώ να το κάνω αυτό, λόγω της στενής μου σχέσης με την ομάδα και την ιδρύτριά της που είναι η μητέρα μου, η Μαρία Περετζή. Κάνει θέατρο η ΡΟΔΑ; Γιατί αξίζει να γίνει μια ταινία για τη ΡΟΔΑ και όχι μια ταινία για το Εθνικό Θέατρο ή το Θέατρο Τέχνης; Θέτω αυτό το ερώτημα στον εαυτό μου την ώρα της βιντεοσκόπησης, και μετά στο μοντάζ, και σκέφτομαι πως αυτό που κάνει η ΡΟΔΑ με διαφορετικό τρόπο είναι ότι οι ηθοποιοί έχουν άλλες δουλειές πριν τις παραστάσεις και τις πρόβες. Σε καμία περίπτωση δε λέω πως πρέπει να είναι ερασιτεχνικής φύσεως η δουλειά του ηθοποιού στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, παρόλο που λόγω των συνθηκών πολλές φορές είναι. Αλλά αυτή η συνθήκη έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει τις μεταμορφωτικές ιδιότητες που έχει σε έναν άνθρωπο το θέατρο που δεν το κάνει επαγγελματικά, αλλά το κάνει για να αντιμετωπίσει τα εμπόδια του χαρακτήρα του. Ψάχνει τον τρόπο μέσα από το θέατρο να μπορέσει να σταθεί μπροστά σε αυτά. Και το ερώτημα που προσπαθώ να διερευνήσω είναι: ποιο είναι αλήθεια το κίνητρο του ηθοποιού στο σύγχρονο θέατρο; Να έρθει πιο κοντά στην αλήθεια του μύθου και να την βρει μέσα του; Και τι πάει να πει αυτό; Υπάρχει κάποια πραγματική πνευματική γνώση στον ηθοποιό που ανεβάζει αρχαίες τραγωδίες ή οτιδήποτε ανεβάζει; Ποια είναι αυτή η γνώση και πως την βιώνει στην καθημερινότητά του πέρα από το να βελτιώνεται σαν ηθοποιός; Δηλαδή να μαθαίνει να βελτιώνει το λόγο του, να μαθαίνει να κινείται στην σκηνή, να κατανοεί το κείμενο σε θεωρητικό πάντα επίπεδο ή να μαθαίνει να δουλεύει μέσα σε μια ομάδα και με έναν σκηνοθέτη; Για ποια ανάπτυξη και γνώση μπορούμε να μιλήσουμε μέσα από το θέατρο με πρακτικούς, και όχι ελιτίστικους όρους; Στην ταινία αναζητάω αυτούς τους πρακτικούς όρους μιας υπαρξιακής αναζήτησης εντός και εκτός σκηνής. Δηλαδή να μπορώ να φτάσω στην αλήθεια ενός ρόλου και ό,τι σημαίνει αυτό, αλλά ταυτόχρονα αυτό να γίνει η αφορμή μιας ενδοσκόπησης και για μένα προσωπικά σαν δημιουργό. Ίσως αυτή είναι κι αληθινή γνώση που αξίζει ο ηθοποιός να διεκδικήσει ανεξάρτητα αν τελικά είναι καλός ή κακός ηθοποιός. Κατανοώ απόλυτα κάποιον να μην τον ενδιαφέρει αυτό. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι το θέατρο εν τη γενέσει του δομήθηκε πάνω σε μια τέτοια υπαρξιακή ανάγκη.
Πώς έγινε η επιλογή των τεσσάρων πρωταγωνιστών, στους οποίους επικεντρώνεται το ντοκιμαντέρ, από τα 32 μέλη που βρίσκονται στην θεατρική ομάδα ΡΟΔΑ;
Ο Σταύρος έχει μια πολύ ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Αυτό βοηθάει στην αφήγηση διότι στο μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας βρισκόμαστε σε σκοτεινά παρασκήνια διαφόρων θεάτρων και είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τους ανθρώπους. Ο Σταύρος λόγω της έντονης παρουσίας του λειτουργεί σαν μια πυξίδα μέσα στους χαοτικούς και εκστατικούς ρυθμούς των παρασκηνίων. Και θυμίζει στον θεατή ότι πριν λίγα κινηματογραφικά λεπτά ο ίδιος αυτός άνθρωπος ήταν κολλημένος στην κίνηση στη Σοφοκλέους με ένα βαν γεμάτο ηλεκτρονικά είδη λόγω της δουλειάς του. Αυτό το κοντράστ έχει ενδιαφέρον, και δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που με αγωνία περιμένει να βγει στην σκηνή. Ο γιγαντόσωμος και σκληροτράχυλος Νίκος παρουσιάζει μια απρόσμενα ευαίσθητη πλευρά την ώρα της παράστασης, που συμβάδιζε με την εξέλιξη της ατμόσφαιρας και την αλλαγή των χαρακτήρων μέσα στην ταινία. Η Γεωργία έχει μια αφοπλιστική ειλικρίνεια και απλότητα στον τρόπο που εκφράζεται και ήθελα πολύ να μιλήσει για την ομάδα. Οπως και ο Αλέξανδρος που είναι και πολλά χρόνια στην ΡΟΔΑ, ίσως από την αρχή νομίζω. Ολοι είναι τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους, αλλά επαγγελματικά ενεργοί σε τελείως διαφορετικούς κλάδους. Με έναν τρόπο η διαφορετικότητά τους δείχνει την αξία της ατομικότητας σε μια ομάδα που αργότερα μέσα στην ταινία λειτουργεί σαν ένα σώμα.
Αυτή η συνθήκη έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει τις μεταμορφωτικές ιδιότητες που έχει σε έναν άνθρωπο το θέατρο που δεν το κάνει επαγγελματικά, αλλά το κάνει για να αντιμετωπίσει τα εμπόδια του χαρακτήρα του. Ψάχνει τον τρόπο μέσα από το θέατρο να μπορέσει να σταθεί μπροστά σε αυτά.
Τα γυρίσματα διήρκεσαν επτά χρόνια και το υλικό που είχες στην κατοχή σου ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετώπισες κατά την διάρκεια των γυρισμάτων;
Το στήσιμο και το ξεστήσιμο των παραστάσεων γινόντουσαν ως επί το πλείστον βραδινές ώρες μέχρι τα ξημερώματα. Η κούραση ήταν μεγάλη και οι συνθήκες απαιτούσαν πολύωρα γυρίσματα σε δύσκολες ώρες και καιρικές συνθήκες αφού μερικές φορές αντιμετώπισα και καταιγίδες στα καλοκαιρινά θέατρα που έπαιζε η ομάδα. Επίσης λόγω της εκτεταμένης διάρκειας των γυρισμάτων χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά φορμάτ βίντεο και αυτό απαιτούσε πολύωρες μετατροπές του υλικού για να γίνει ομοιογενές και να επεξεργαστεί στο μοντάζ. Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση ήταν να ολοκληρώσω αυτή την ταινία. Να φτάσω στο τέλος. Θα μπορούσε να ξεκινήσει από οποιαδήποτε στιγμή. Πως είναι δυνατόν να μπορέσεις να δώσεις δομή σε μια αίσθηση, μια εσωτερική παρόρμηση και μια ενέργεια; Αυτά ήταν τα στοιχεία που με ώθησαν και αυτά ένοιωσα ότι έπρεπε να υπηρετήσω. Και ένας λόγος που μου πήρε τόσο καιρό να ολοκληρώσω την ταινία ήταν πως έπρεπε να κατανοήσω εγώ ο ίδιος πολλές από τις εμπειρίες των ανθρώπων. Να τις βιώσω και εκτός σκηνής. Να διαβάσω τα ημερολόγια τους, να μπορέσω να βρω ένα μοτίβο σε όλα αυτά με έναν οργανικό τρόπο. Πως όμως θα μπορούσα να εκφράσω την εμπειρία τους αποφεύγοντας τις συνεντεύξεις; Έπρεπε να βρω έναν εικαστικό τρόπο να τοποθετηθώ σε όλα αυτά και παράλληλα να δώσω μια κατεύθυνση και μια ερμηνεία μέσα από τη δική μου αναζήτηση στη ΡΟΔΑ. Τότε ένοιωσα πως μπορώ να βάλω μια λογική δομή σε όλα αυτά. Να ακολουθήσω τη θεατρική διαδικασία. Απλά. Μέσα από την καθημερινότητα των ανθρώπων και μέχρι το τέλος της παράστασης. Αυτός ήταν ο σωστός τρόπος. Αυτή ήταν και η διαδρομή των δικών μου εντυπώσεων. Απλά έτυχε να ξεκινήσω από την πιο δυνατή εμπειρία, από το Κέντρο του Κύκλου, και μετά να ξετυλίξω το κουβάρι μέχρι το σημείο μηδέν. Εκεί που τα πράγματα είναι “φυσιολογικά”. Εκεί που μπαίνεις μέσα στο αυτοκίνητό σου για να πας στη δουλειά, και σκέφτεσαι ακατάπαυστα τα προβλήματά σου, ή ονειροπολείς για το μέλλον. Αλλά ξέρεις μέσα σου πως έχεις ξεπεράσει τα όριά σου και προσπαθείς να συντηρήσεις με δυσκολία τις δονήσεις αυτής της εμπειρίας.
Στο ντοκιμαντέρ αυτό βλέπουμε τους ηθοποιούς, όταν βρίσκονται στην σκηνή, να ζουν αυτήν την εμπειρία σαν ένα είδος ψυχοθεραπείας και ψυχικής λύτρωσης. Πιστεύεις πως και για τον ίδιο τον σκηνοθέτη το θέατρο ή το σινεμά λειτουργεί, κατά κάποιο τρόπο, ως κάτι το ψυχοθεραπευτικό;
Στα γυρίσματα βρέθηκα μπροστά σε μια δυνατή εμπειρία που είχε μια έντονη συγκίνηση. Ίσως θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω λυτρωτική, αλλά ταυτόχρονα εμπεριείχε και έναν ανεξήγητο συναισθηματικό πόνο. Η πρόκληση για μένα ήταν να παραμείνει στο προσκήνιο αυτή η τριβή και κατά τη διάρκεια του μοντάζ και ολοκλήρωσης της ταινίας. Με έναν ανεξήγητο τρόπο αυτό ήταν και το κριτήριό μου για το αν έχω ολοκληρώσει την ταινία. Δηλαδή να μπορέσω να βιώσω μέσα μου τα ίδια συναισθήματα που είχα νοιώσει εκείνο το βράδυ στα παρασκήνια 7 χρόνια μετά, βλέποντας την ταινία. Αυτό είναι μαγικό και πιστεύω ότι η ταινία έχει αυτή την ιδιότητα, να μεταφέρει στο θεατή μια λυτρωτική και έντονα φορτισμένη εμπειρία του δημιουργού, δίνοντας του την δυνατότητα να πάρει κάτι μαζί του και έξω από την αίθουσα. Αλλες φορές πάλι γράφοντας ένα σενάριο ή σκηνοθετώντας μια ταινία έχω βρεθεί αντιμέτωπος με πολύ δυσάρεστα συναισθήματα που έχουν επηρεάσει τη καθημερινότητά μου, και τη διάθεσή μου. Που επίσης μεταφέρθηκαν σε κάποιον βαθμό στην οθόνη. Και αυτό είναι και το όμορφο και επικίνδυνο παιχνίδι στη διαδικασία της δημιουργίας. Οπότε έχει να κάνει με τη πρόθεση του δημιουργού. Σίγουρα μέσα από την ταινία αναζήτησα απαντήσεις σε προσωπικά ερωτήματα. Τις βρήκα; Σε κάποιο βαθμό αυτό εξαρτάται από την δυνατότητά μου να μεταφέρω την εμπειρία μου στον θεατή. Η προβολή της ταινίας σε κοινό είναι κατά κάποιον τρόπο μια επιβεβαίωση - ή όχι - αυτής της προσπάθειας. Θα δείξει!
Θα ξανάκανες ντοκιμαντέρ;
Για μένα δεν έχει σημασία το φορμάτ, αν είναι μυθοπλασία ή ντοκιμαντέρ, φτάνει να αγγίζει κάτι βαθύτερο, και να έχει μια κινηματογραφική αξία.
Στο Κέντρο του Κύκλου | Σκηνοθεσία - Παραγωγή - Kινηματογράφηση - Μοντάζ: Ορφέας Περετζής | Συνεργάτης Παραγωγός: Κωνσταντίνος Βασίλαρος | Σχεδιασμός - Μίξη Ήχου: Κώστας Φυλακτίδης | Coloring - DCP: Γιώργος Ταμπακάκης | Σχεδιασμός Τίτλων: Νατάσσα Παππά | Συμπαραγωγός Εταιρεία: TriaAlpha | Εταιρεία Παραγωγής: StudioBauhaus
Tags: Ορφέας Περετζής