Οταν η Κάθριν Στόκετ έγραψε το «The Help» δεν μπορούσε να περιμένει την επιτυχία του και σίγουρα ούτε μπορούσε να υποπτευθεί ότι το Χόλιγουντ θα το μετέτρεπε σ' ένα οσκαρικό blockbuster. Εκείνη ήθελε να γράψει ένα μυθιστόρημα και, εμμέσως, να διηγηθεί την ιστορία του τόπου της.
Είχε γεννηθεί στη δεκαετία του 60 στο Τζάκσον του αμερικανικού Νότου, εκεί όπου όλα τα σπίτια διέθεταν μία αφροαμερικανή υπηρέτρια – υπεύθυνη τόσο για τη συντήρηση του νυκοκοιριού, όσο και για το μεγάλωμα των παιδιών. Παρόλο που αυτές οι γυναίκες ήταν άτυπα μέλη της οικογένειας, ζώντας πιστά μαζί με τους λευκούς για δεκαετίες, ο ρατσισμός ίσχυε ύπουλα και επώδυνα: δεν τους επιτρεπόταν να μεταχειρίζονται τις ίδιες τουαλέτες, να μπαίνουν από την κύρια είσοδο, να πηγαίνουν στην ίδια εκκλησία.
Ετσι γεννήθηκε η ιστορία της «Σκίτερ», μίας λευκής κόρης αστικής οικογένειας του Νότου, η οποία επιστρέφοντας από το πανεπιστήμιο με τη φιλοδοξία, όχι να παντρευτεί όπως οι υπόλοιπες φίλες της, αλλά να γίνει ρεπόρτερ, θέλησε να γράψει ένα βιβλίο με τις εξομολογήσεις των «Υπηρετριών». Ετσι, η Κάθριν Στόκετ έδωσε φωνή, για πρώτη φορά, σε μία τάξη ανθρώπων -που έχουν δημιουργήσει τη βάση της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας- να πουν τις ιστορίες τους. Ετσι, ο παιδικός φίλος και γείτονάς της στο Τζάκσον, Τέιτ Τέιλορ, βρέθηκε να διαβάζει πρώτος το χειρόγραφο της κολλητής του και να αγοράζει τα δικαιώματα – πολύ πριν γίνει ένα από τα μεγαλύτερα best seller της δεκαετίας. Και κάπως έτσι, αυτό το υλικό βρέθηκε στο Χόλιγουντ... από την πόρτα της υπηρεσίας.
Κύριε Τέιλορ, συγχαρητήρια για την ταινία. Πρώτα από όλα πόσο περίεργο, ευχάριστο, αγχωτικό, προκλητικό ήταν για εσάς να μεταφέρετε στην οθόνη τη δουλειά της καλύτερής σας φίλης – ειδικά από τη στιγμή που αυτό το βιβλίο έγινε ένα τόσο μεγάλο best seller;
Υπήρξα διπλά τυχερός: πρώτον πήρα τα δικαιώματα πολύ αρχή (η Κάθριν δεν είχε ακόμα βρει ούτε εκδότη για το βιβλίο, όταν μου τα παραχώρησε ) πολύ πριν ενδιαφερθεί κανένας άλλος μεγαλύτερος χολιγουντιανός παίκτης – γιατί τότε δε θα είχα καμία τύχη. Και δεύτερον, όταν έγραφα το σενάριο το βιβλίο δεν είχε γίνει ακόμα αυτό το φαινόμενο που έγινε, οπότε δούλεψα χωρίς πίεση.
Χωρίς πίεση μοιάζει να κάνατε και το κάστινγκ. Εμπιστευτήκατε και επιβάλλατε στα στούντιο την παλιά σας φίλη Οκτάβια Σπένσερ για το ρόλο της «Μίνι», επιλέξατε ερμηνευτές που δεν ήταν ακόμα «ονόματα», αλλά έδωσαν ρεσιτάλ ερμηνείας στους ρόλους τους. Πόση ελευθερία είχατε;
Υποκλίνομαι στην Dreamworks. Οι παραγωγοί κατάλαβαν ότι για να πετύχει αυτή η ταινία, πρέπει να μου επιτρέψουν να δουλέψω με τους καλύτερους για τον κάθε ρόλο – όχι τους διασημότερους. Κι αυτό ήταν ένα ρίσκο που δεν παίρνουν τα στούντιο. Σου δίνουν το πράσινο φως για μια ταινία, αλλά απαιτούν έναν τεράστιο σταρ να την καπελώσει, ώστε να υπάρχει η ασφάλεια για την μετέπειτα διαφήμισή της και την επιτυχία της στο box office. Τους εξήγησα εξ αρχής, και είναι προς τιμή τους ότι το κατάλαβαν και το αποδέχτηκαν, ότι δεν έπρεπε να κινηθούμε έτσι. Εγώ έκανα κάστινγκ με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο: είδα εκατοντάδες ηθοποιούς για κάθε ρόλο. Η Τζέσικα Τσάστεϊν δεν είχε γίνει ακόμα η «Τζέσικα Τσάστεϊν». Ηρθε, διάβασε το ρόλο της 17η στη σειρά, σηκώθηκε, ευχαρίστησε και έφυγε. Εγώ όμως έκλαιγα σαν μωρό. Το ίδιο και όλο το συνεργείο! Γύρισα στην διευθύντρια κάστινγκ και τη ρώτησα «ποια είναι αυτή;» και μου απάντησε ότι «δεν την ξέρει, αλλά θα βγουν 4 ταινίες της αυτή τη χρονιά». Το ίδιο και με την Μπράις (Ντάλας Χάουαρντ). Δεν ήξερα τη δουλειά της. Επέμενε να διαβάσει για μένα, πέταξε ένα Σάββατο με δικά της έξοδα από το Βανκούβερ όπου γύριζε το «Twilight», μπήκε ντυμένη ως Χέιλι και ανατίναξε το ταβάνι με την ερμηνεία της. Η Βαϊόλα πέρασε από ακρόαση και μας άφησε άφωνους, επίσης. Ολο αυτό το χρωστάω στην Dreamworks που δεν προσπάθησε να επιβάλει το παιχνίδι των μεγάλων ονομάτων.
Είναι όμως άξιο απορίας: πώς καταφέρατε να επιβάλλετε τον εαυτό σας στη θέση του σκηνοθέτη;
Ημουν εξαιρετικά τυχερός. Αλλά και λίγο πεισματάρης. Οποιο στούντιο ήθελε τα δικαιώματα, θα με έπαιρνε κι εμένα-πακέτο. Φυσικά υπήρχαν στιγμές που ένιωθα εντελώς παρανοϊκός – ποιος θα με εμπιστευόταν; Αλλά είχα αποφασίσει να το τραβήξω. Και στην αρχή έτρωγα πόρτες. Πήγαινα από στούντιο σε στούντιο και μιλούσα με κόσμο που λάτρεψε το βιβλίο και αγαπούσε το σενάριο μου επίσης. Αλλά για τη θέση του σκηνοθέτη, η απάντηση ήταν ίδια: «Οχι!» Δεν ήθελαν εμένα, δεν ήθελαν την Οκτάβια, την οποία γνωρίζω από το κολλέγιο και ήξερα ότι θα είναι ιδανική για το ρόλο της «Μίνι». Την Αλισον Τζένεϊ; «Ποια;» μου έλεγαν. «Αφού μπορούμε να έχουμε την Μισέλ Φάιφερ στο ρόλο της μητέρας γιατί να πάμε με δευτεροκλασάτη;» Και τότε έλεγα εγώ «όχι!» Αυτό γινόταν για κάποιους μήνες. Μετά ο Κρις Κολόμπους -ο οποίος είναι φίλος και του αρέσει η δουλειά μου- μπήκε στην παραγωγή, αλλά ακόμα και με τον Κρις στο πλευρό μας οι συναντήσεις τέλειωναν σε «όχι, όχι, όχι και όχι!». Το θεωρούσαν τρέλα. Ημουν ένας άγνωστος σκηνοθέτης που κουβαλούσε άγνωστες πρωταγωνίστριες μαζί του. Και τότε ήρθε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ , ο οποίος έπεισε και την Dreamworks. Ο Στίβεν αγάπησε πολύ το βιβλίο. Διάβασε το σενάριο και ακολούθησε το ένστικτό του. Ο άνθρωπος είναι κινηματογραφιστής. Είπε «αν αυτός ο άνθρωπος που ζητά τη θέση του σκηνοθέτη, έγραψε αυτό το σενάριο τότε μπορώ να τον εμπιστευτώ». Βέβαια μέχρι τελευταία στιγμή γελούσαμε και λέγαμε ότι θα υποχωρήσουν. Σκεφτόμασταν ότι λίγο πριν πατήσουν το κουμπί και στείλουν τα χρήματα, θα ήπιαν μερικά σφηνάκια τεκίλα. Το ρίσκο ήταν τεράστιο.
Πότε νιώσατε ότι είχατε την πλήρη εμπιστοσύνη τους;
Η πρώτη μου απόφαση ήταν να προσλάβω τον Λέσλι Τζόρνταν για να παίξει τον διευθυντή της Σκίτερ στην εφημερίδα. Αμέσως διέκρινα την ανησυχία τους – ποιος ήταν πάλι αυτός; Και η σκηνή που την προσλαμβάνει ήταν η πρώτη σκηνή που γυρίσαμε στην ταινία. Πάντα για έναν σκηνοθέτη η πρώτη σκηνή είναι μεγάλη υπόθεση. Μεγάλο άγχος. Εφυγαν τα dailies και λίγες ώρες μετά ο Στίβεν μου έστειλε ένα mail: «Υπέροχα. Προχώρα!» Αυτό ήταν. Από εκεί και πέρα με άφησαν εντελώς μόνο μου στο τιμόνι...
Aυτή η ιστορία, η σχέση των αφροαμερικανών υπηρετριών στα σπίτια του αμερικανικού Νότου με τις λευκές κυρίες τους, δεν έχει ειπωθεί ξανά – ειδικά από την πλευρά της κουζίνας. Πώς προετοιμαστήκατε για το ρόλο; Νιώσατε μια μεγαλύτερη ευθύνη να πείτε τις ιστορίες αυτών των γυναικών;
Oκτάβια Σπένσερ: Δεν ένιωσα περισσότερη ευθύνη, αλλά μεγαλύτερη λαχτάρα. Με ενέπνευσε να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου το γεγονός ότι μιλούσα με τη φωνή αυτών των γυναικών. Γιατί μπορεί να είναι ηρωίδες μυθιστορήματος, αλλά αυτές οι γυναίκες υπήρξαν – το βιβλίο είναι φιξιόν, η ταινία είναι φιξιόν, αλλά η ιστορία που διηγείται πατάει στην πραγματικότητα χιλιάδων ανθρώπων. Για αυτό το να φοράω την ποδιά της «Μίνι» ήταν για μένα μεγάλη τιμή. Κι ένας τρόπος να τους πω «ευχαριστώ». Πάνω τους πατήσαμε για να έχουμε τώρα μέλλον.
Εμα Στόουν: Οσο αφορά στην έρευνα, ο Τέιτ έδωσε σε όλους μας να δούμε τη σειρά ντοκιμαντέρ «Eyes on the Price» - η Οκτάβια το είχε δει βέβαια! Από το σχολείο γνωρίζεις τι συνέβη στα 60ς, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, οι διαδηλώσεις. Είναι εντελώς διαφορετικό να μπαίνεις στη θέση αυτών των ανθρώπων μέσα από μία ταινία. Να μένεις για δύο μήνες στο Νότο και να μπαίνεις στα σπίτια όπου ακόμα υπάρχουν υπηρέτριες, φορούν ακόμα στολή, γυναίκες που ζουν 50-60 χρόνια με την ίδια οικογένεια. Αυτή η ταινία ήταν ένα μεγάλο μάθημα!
Δεν είναι σοκαριστικό ότι αυτά συνέβαιναν μόλις 45 χρόνια πριν; Οτι είναι κομμάτι της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας;
Ο.Σ.: Είναι συγκλονιστικό, πράγματι. Και νομίζω ότι από εκεί, τόσο η Κάθριν στο βιβλίο, όσο και ο Τέιτ στην ταινία, βρήκαν και το χιούμορ της ιστορίας. Από τη γελοιότητά μας ως άνθρωποι, ως κοινωνίες. Πόσο γελοίοι πραγματικά μπορεί να γίνουμε μέσα από την άγνοια, τον τρόμο, τον ρατσισμό. Μην επιτρέποντας σε ανθρώπους διαφορετικού χρώματος να χρησιμοποιήσουν την ίδια τουαλέτα. Τώρα γελάμε. Τότε πληγώναμε.
Ε.Σ.: Νομίζω ότι 50 χρόνια από σήμερα οι μελλοντικές κοινωνίες θα κοιτάνε πίσω σε εμάς και θα βλέπουν σε ποιους π.χ. επιτρέπαμε να παντρευτούν και σε ποιους όχι, και θα γελάνε με τη γελοιότητά μας επίσης. Δε θα το πιστεύουν! Θα μας θεωρούν εντελώς άξεστους!
Η ταινία μιλάει για κάτι πολύ συγκεκριμμένο που συνέβη στην αμερικανική κοινωνία. Ομως υπάρχει ένα μήνυμα διαχρονικό και παγκόσμιο. Ποιο πιστεύετε ότι είναι;
Ο.Σ.: Θεωρώ υπέροχο ότι όταν η Κάθριν κάθισε να γράψει το βιβλίο δεν έγραψε ένα διδακτικό μυθιστόρημα. Δεν βγαίνει μία φωνή που θέλει να σου τεντώσει το δάχτυλο για την αδικία του παρελθόντος. Η Κάθριν έγραψε χαρακτήρες. Εγραψε ανθρώπους. Κι αυτό έκανε εμάς τους ηθοποιούς να γλιστρήσουμε τόσο αβίαστα στους ρόλους, έκανε το κοινό τόσο αυθόρμητα να ταυτιστεί – όπου κι αν γεννήθηκαν, όποιο κι αν ήταν το χρώμα τους.
Ε.Σ.: Ακριβώς. Οταν είσαι τόσο υπέροχος αφηγητής μιας ιστορίας, όλοι έχουν κάτι να πάρουν από την ιστορία σου. Η ταινία μιλάει για τη θέση της γυναίκας, για τον έρωτα, τη φιλία, την αγάπη, την οικογένεια. Οσες γενιές κι αν περάσουν, σε όποια γωνιά της γης κι αν έχεις γεννηθεί, όλα αυτά σε αγγίζουν.
Τ.Τ.: Προσωπικά για μένα είναι επίσης ένα βιβλίο και μία ταινία που λέει το αυτονόητο: μίλα! Αλλαξε τη ζωή σου! Επαναστάτησε! Μην περιμένεις ήρωες κάντο εσύ! Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο έχει μεταφραστεί ακόμα και στα αραβικά. Υπάρχει μήνυμα, υπάρχει έμπνευση.
Πώς αντιδράει τώρα ο κόσμος στο Τζάκσον; Δεν πρέπει να είναι πολύ εύκολο να δει κανείς την ιστορία του τόσο ανοιχτά;
Τ.Τ.: Αγάπησαν πάρα πολύ την ταινία. Πρέπει να σας πω ότι στο Μισισιπί, από όλη την αμερικανική επικράτεια, κόπηκαν τα περισσότερα εισιτήρια. Η μητέρα μου μού είπε ότι στις προβολές που πήγε η ίδια υπήρχε κόσμος, από 8 έως 80 ετών, μισοί λευκοί, μισοί αφροαμερικανοί. Ολοι συγκινήθηκαν, όλοι συζητούσαν στο πάρκινγκ για ώρες μετά. Νομίζω ότι ήταν κάθαρση για όλους μας...
Πώς αισθάνεστε που η ταινία ακούγεται ότι θα πρωταγωνιστήσει στην οσκαρική κούρσα;
Ε.Σ.: Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να κοιμηθώ (γελάει). Είμαι πάνω από το Ιντερνετ και διαβάζω τα προγνωστικά.
Ο.Σ.: Είναι κολακευτικό, αλλά απέχουμε πολύ από το να το συνειδητοποιήσουμε. Ενα χρόνο πριν, ήμασταν ακόμα σε γύρισμα. Δεν έχουμε ακόμα πάρει αυτή την ανάσα, αυτή την απόσταση που σε κάνει να κάθεσαι σε μία αναπαυτική καρέκλα και να συζητάς θεωρητικά. Ακόμα τρέχουμε! Είμαστε εδώ και διαφημίζουμε την ταινία.
Τ.Τ.: Ακριβώς! Κοιτάξτε: φυσικά και θα ήταν υπέροχο και συναρπαστικό και ιδιαίτερη τιμή. Αλλά είναι πολύ σουρεαλιστικό να μπούμε σε τέτοιες κουβέντες. Εγώ αυτή την εποχή γράφω 3 ακόμα σενάρια γιατί η βιομηχανία είναι έτσι όπως είναι και κανείς δεν μπορεί να επαναπαύεται στις δάφνες του. Θέλει αγώνα και συνεχή προσπάθεια για να κρατηθείς επίκαιρος, όσο το Χόλιγουντ τρέχει.
Δείτε παρακάτω ένα μικρό βίντεο από τα γυρίσματα της ταινίας
Οι «Υπηρέτριες» βγαίνουν στις αίθουσες στις 24 Νοεμβρίου από την Feelgood Entertainment
Διαβάστε περισσότερα: