Κάθομαι να γράψω για τον Λάκη Παπαστάθη και το μυαλό μου χάνεται σε ένα λαβύρινθο. Είναι εύκολο να πεις ότι ήταν σκηνοθέτης ταινιών μυθοπλασίας, συγγραφέας διηγημάτων και πρωτοπόρος δημιουργός του μυθικού πια «Παρασκηνίου» της κρατικής τηλεόρασης. Και να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο ότι «το 'χεις» το θέμα. Είναι εύκολο να απαριθμήσεις τέσσερες ταινίες, τέσσερις συλλογές διηγημάτων και μερικές εκατοντάδες τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Μα δεν χωράει σ’ αυτά, τα συγκεκριμένα, τα χειροπιαστά, τα μετρημένα , το τεράστιο, καλλιτεχνικό και πνευματικό δώρο, που μάς πρόσφερε τόσο γενναιόδωρα επί χρόνια αυτός ο πάμπλουτος άνθρωπος. Με κάθε του πλάνο και κάθε του λέξη, αλλά και πέρα και έξω από την οθόνη και τη σελίδα. Γιατί ο Λάκης Παπαστάθης ήταν ένας Δάσκαλος.
Δεν είχαμε και πολλούς τα τελευταία χρόνια. Κι αυτός ήταν πιο προσιτός και ανθρώπινος από τον Μάνο Χατζιδάκι. Πιο διανοούμενος από τον Κάρολο Κουν. Πιο εύγλωττος από τον Λευτέρη Βογιατζή. Πιο σύνθετος απ' όλους. Και πιο χαρισματικός στη δημόσια έκφρασή του. Το επιτρέπει η στιγμή του πένθους να λες μεγάλα λόγια, αλλά, ναι, για μένα ο Λάκης Παπαστάθης ήταν από μόνος του, ολόκληρος, ένα έργο τέχνης. Δέστε τον στα τελευταία του τηλεοπτικά φιλμάκια, στην εκπομπή «Υστερόγραφο» της ΕΡΤ2, κυρίως στο «Από το τέρμα των λεωφορείων του Βύρωνα στο Θέατρο Τέχνης» (υπάρχει στο ertflix). Μόνος του, μια επιβλητική και λίγο εκκεντρική φιγούρα, να μιλάει για την πόλη, την Ιστορία, την τέχνη, τους ανθρώπους σε ένα κείμενο (δικό του), που σμίγει τα πιο παράταιρα πράγματα μέσα από το βλέμμα και την ψυχή του ιδιοφυούς καλλιτέχνη χωρίς ούτε στιγμή να γίνεται υπερβολικός, γραφικός. Καθηλώνοντάς σε.
Από τα γυρίσματα του «Ταξιδιού στη Μυτιλήνη»
Δεν υπήρχε άλλος Ελληνας κινηματογραφιστής που να τράφηκε τόσο από τις άλλες τέχνες. Κανένας που να αγάπησε τόσο το θέατρο, τη ζωγραφική, την πεζογραφία μας. Το έλεγε πολύ νωρίς κι ας μην το πολυκαταλάβαινα τότε. «Το σινεμά μου είναι υποκατάσταστο του καημού της ποίησης», ήταν ο τίτλος της συνέντευξης που μου είχε δώσει τον Οκτωβριο του 1987 στην «Ελευθεροτυπία» για τον «Θεόφιλο». Ηταν η ταινία του που είχε επιλεχθεί για το διαγωνιστικό τμήμα της 38ης Μπερλινάλε και μέλος της κριτικής επιτροπής ήταν ο Παύλος Ζάννας, άλλο μεγάλο κεφάλαιο της πνευματικής Ελλάδας. Μέρες που είναι, με το «Inside» του Κατσούπη, γκλάμορους, ερεθιστικό, παγκόσμιο και με έναν Γουίλεμ Νταφόε στην αφίσα του να έρχεται στις ελληνικές αίθουσες κατευθείαν από το Βερολίνο, δεν αναρωτιέμαι μόνο αν θα ξεκουνηθούν οι θεατές να το δουν. Σκέφτομαι και την πορεία του κινηματογράφου μας έξω και μέσα. Ο Παπαστάθης τότε, ερχόμενος κι αυτός από το Βερολίνο, απόλυτα ειλικρινής είχε παραδεχθεί ότι τα μυθολογικά ή ιστορικά στοιχεία που βάζουμε στις ταινίες μας, αλλά και η έλλειψη ενός έντονου «στόρι», δυσκολεύουν την επικοινωνία με το ευρύ ευρωπαϊκό κοινό, αλλά και το ελληνικό. «Πριν το Βερολίνο δεν είχα την πρόθεση να πείσω κανέναν, ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό. Τώρα αυτή η σκέψη με απασχολεί συνέχεια», έλεγε. Πόσο πρωτοπόρο για μια γενιά κινηματογραφιστών, που είχε ενοχοποιηθεί για τα χασμουρητά του κοινού.
Με τέσσερις μόνο ταινίες μεγάλου μήκους θα τόλμαγε κανείς να μειώσει το έργο του Παπαστάθη; Και λοιπόν, λέω εγώ. Κάθε ταινία του ήταν κι ένα καλλιτεχνικό γεγονός και μια τολμηρή, με βαθειά σκέψη και μελέτη, πρόταση πάνω στη φόρμα. Ο καθένας ας διαλέξει την πιο αγαπημένη του, όμως ο «Καιρός των Ελλήνων» ήταν το αριστούργημά του, τα νιάτα του, τα είχε όλα μέσα, παράδοση, Ιστορία, Ελλάδα, τον Δαμιανό αρχιληστή-απαγωγέα και τον Αρζόγλου αστό-θύμα να συνδέονται στα άγρια βουνά μιας Ελλάδας που μπαίνει στον 20ό αιώνα αποχαιρετώντας αναγκαστικά μέρος της αυθεντικότητάς της. Μάς έκανε να ανακαλύψουμε και να διαβάσουμε με πάθος το αριστούργημα «Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι», γραμμένο το 1870 από ανώνυμο συγγραφέα - υπάρχει ακόμα ελπίζω στα βιβλιοπωλεία η ωραία έκδοση της «Εστίας» με την επιμέλεια του Μάριο Βίτι. Η τελευταία σκηνή, όπου οι ληστές, υποταγμένοι, κατατάσσονται στον επίσημο ελληνικό στρατό, με είχε ταράξει. Χάιδευε τότε τις αριστερές μας έγνοιες, άφηνε όμως και κενά.
Από τα γυρίσματα του «Θεόφιλου»
Πώς θα την έβλεπε σήμερα ο δημιουργός της, αυτός που όπως είχε δηλώσει το 2011 σε συνέντευξή του στη Lifo, είχε απομακρυνθεί εντελώς από την αριστερά, «δεν μπορώ δυστυχώς να τους ακούσω καθόλου»; Δεν προλάβαμε να τον ρωτήσουμε. Κι αυτός ενώ έγραφε και ξανάγραφε εμπνευσμένα κείμενα για τον ελληνικό κινηματογράφο (ανέβασε το flix μερικά) για τις δικές του ταινίες δεν το έκανε. Θα ξαναβγεί, άραγε, ένας νέος Παπαστάθης, να σκύψει με ιερή μανία και πάθος γραφής πάνω στον παλιό κινηματογράφο μας; Ποιoν παλιό; Και τον νέο. Εφαγα τον κόσμο να βρώ ένα κείμενό του για τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου, απείρως εκθειαστικό, που μου είχε δώσει να δημοσιεύσουμε στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Πάντοτε μου προκαλούσε έκπληξη αυτή η διάθεσή του να γράφει, να παίρνει μεγάλες συνεντεύξεις από άλλους δημιουργούς (ώρες σκληρής δουλειάς) και να εκφράζει τον θαυμασμό του για έργα τέχνης άλλων.
Ναι, βραβείο ήταν ο Παπαστάθης για τη ζωή μου, για τις ζωές μας. Κάθε φορά που θα μου λείπει και θα τον αναζητώ σε μια αίθουσα θεάτρου, σε κάποιο φεστιβάλ, θα σκέφτομαι ότι ειδικά ο Λάκης ευτυχώς είναι και θα είναι ακόμα παντού. Με τις ταινίες και τα γραφτά του.»
Συνέντευξη από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο (κι όμως πόσο διαφορετικοί σκηνοθέτες ήταν), συνέντευξη από τον αγαπημένο του ζωγράφο Γιώργο Ρόρρη (που τον είχε ζωγραφίσει κιόλας), ένα δισέλιδο ύμνου για την Αλεξάνδρα Αϊδίνη στην «Μεγάλη Χίμαιρα», ένα τρομερά ενδιαφέρον κείμενο σύγκρισης της «Γκόλφως» του Καραθάνου με το θρυλικό «Μια ζωή Γκόλφω» του Ελεύθερου Θεάτρου. Ακόμα κι ένα κείμενο για το «Ζεϊμπέκικο του Ακη», του Τσοχατζόπουλου, είχε γράψει, σε σύγκριση με το ζεϊμπέκικο του Δαμιανού στην «Ευδοκία». Αλλά, αυτήν ειδικά την ταινία, φρόντισε να την περάσει στην Ιστορία, αναλύοντάς την σκηνή-σκηνή, μιλώντας σαν ένας κινηματογραφιστής-παραμυθάς για τα γυρίσματά της, βοηθός αυτός στα 25 του χρόνια ενός ανθρώπου, του Δαμιανού, που δεν είχε ιδέα από σινεμά. Το βιβλίο του Παπαστάθη «Οταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία», όχι βιβλίο, άλμπουμ μεγάλο με σπάνιο φωτογραφικό υλικό, είναι σίγουρα σταθμός στην ελληνική κινηματογραφική βιβλιογραφία. Μεγάλο ευχαριστώ στις εκδόσεις «Πατάκη», που πήραν το ρίσκο.
Από τα γυρίσματα του «Παρασκηνίου» με τον Αλέξη Δαμιανό
Αγαπούσε πολύ ο Παπαστάθης. Είχε πολλά πάθη και εμμονές, με τον Δαμιανό, ίσως μέντορά του, πρώτο-πρώτο στην κορφή της λίστας. Ακόμα κι όταν διαφωνούσες μαζί του το μυαλό του, οι γνώσεις του, οι αναλύσεις του σου δημιουργούσαν δέος. Κι αυτός δεν ήταν ποτέ αφ΄υψηλού. Πώς τα κατάφερνε και ήταν συγχρόνως αυστηρός και γενναιόδωρος; Πόσοι νέοι σκηνοθέτες δεν πέρασαν από το σχολείο του «Παρασκηνίου» και της Σινετίκ; Θά 'λεγα ολόκληρο το ελληνικό σινεμά. Πόσοι νέοι δημοσιογράφοι (τον είδα τον ειλικρινή πόνο τους για το θάνατό του στα σόσιαλ μίντια) δεν έμαθαν κινηματογράφο από τα χείλη του περπατώντας μαζί του στα δρομάκια της Δράμας, πίνοντας μαζί του στις ταβέρνες στη Θεσσαλονίκη, τραγουδώντας μαζί του τον «Μεγάλο Ερωτικό»; Και δεν θα τον ξεχάσω ποτέ, ποιόν αυτόν, που ήξερε απέξω και ανακατωτά την πεζογραφία του 19ου αιώνα, αυτόν που εντρυφούσε στην λαϊκή παράδοση, να ξιφουλκεί, να υπερασπίζεται το «Singapore Sling» του Νίκου Νικολαίδη, ταινία ακραία ερωτική και σκοτεινή, από άλλον κόσμο, θα έλεγε κανείς.
Με την Υβόννη Μαλτέζου στα γυρίσματα του «Καιρού των Ελλήνων»
Είχα το προνόμιο, ο Θεός ξέρει γιατί, να δουλέψω μαζί του στην εκπομπή «Παρασκήνιο», νέα, άπειρη και ψιλοάσχετη συντάκτρια του καλλιτεχνικού, εκεί που κάποια δημοσιογραφικά θηρία είχαν αφήσει το ίχνος τους (ο Δημήτρης Γκιώνης, η Σούλα Αλεξανδροπούλου, ο Τέλης Σαμαντάς). Ακόμα θυμάμαι να τρέμουν τα πόδια και η φωνή μου στην συνέντευξη γνωριμίας στα γραφεία της Σινετίκ στον Λυκαβηττό, ακόμα θυμάμαι το γαλάζιο, φαρδύ πουλόβερ με το παιδικό γιακαδάκι που φορούσα και το εορταστικό γεύμα με τον τότε σύντροφό μου σε μια ταβέρνα στο Σύνταγμα, σαν να είχα πάρει κάποιο μεγάλο βραβείο.
Ναι, βραβείο ήταν ο Παπαστάθης για τη ζωή μου, για τις ζωές μας. Κάθε φορά που θα μου λείπει και θα τον αναζητώ (όπως κάνω και για τον Λευτέρη), σε μια αίθουσα θεάτρου, σε κάποιο φεστιβάλ, θα σκέφτομαι ότι ειδικά ο Λάκης ευτυχώς είναι και θα είναι ακόμα παντού. Με τις ταινίες και τα γραφτά του. Με τα τραγούδια του Σαββόπουλου και του Λουκιανού από τις παραστάσεις του «Ελεύθερου Θεάτρου», τότε που ο Λάκης κινηματογραφούσε τα άφθονα, κυρίαρχα φιλμάκια για το «Μια ζωή Γκόλφω» και το «Τραμ το τελευταίο», κι εγώ (μαθήτρια Γυμνασίου) ερωτευόμουνα με πάθος το θέατρο και την Υβόννη Μαλτέζου. Μαζί την ερωτευθήκαμε, θαρρώ. Κι όταν θα μου λείπει ο ψηλόλιγνος άνδρας, που καθόρισε τη ζωή μου, θα σκέφτομαι τον γιό τους, τον Αργύρη. Φτυστός ο πατέρας του.
Διαβάστε ακόμη: Από τα αρχεία | Κείμενα, κριτικές και ένα διήγημα του Λάκη Παπαστάθη