Άποψη

Ο ανύπαρκτος σοσιαλισμός του Ζαν-Λικ Γκοντάρ

στα 10

Δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον Ζαν Λικ Γκοντάρ επειδή το όνειρο του να αλλάξει τον κόσμο με το σινεμά αποδείχθηκε μια ουτοπία. Μπορείς, όμως, να τον κατηγορήσεις πως συνεχίζει και στην όγδοη δεκαετία της ζωής του να πιστεύει, ως γνήσιος απόγονος του ρομαντισμού, σε έναν ιδανικό κόσμο.

Ο ανύπαρκτος σοσιαλισμός του Ζαν-Λικ Γκοντάρ

Δεν είναι εύκολο να συνοψίσεις σε λίγες μόνο προτάσεις την πολιτική θεωρία του Ζαν Λικ Γκοντάρ. Ο «πάπας του γαλλικού σινεμά» μιλάει πλέον σπάνια και όταν το κάνει τα λόγια του είναι μετρημένα, «σιβυλλικά». Ακριβώς όπως στις ταινίες του, της τελευταίας αυτής περιόδου, το σινεμά μπλέκεται με την ιστορία του σινεμά και η πολιτική με την ιστορία της πολιτικής, σε ένα ιδιοσυγκρασιακό και ακατέργαστο σύνολο που μοιάζει περισσότερο με ένα ατελές βιντεο-δοκίμιο (στα όρια της video art) παρά με μια συμβατική κινηματογραφική ταινία.

Συμβατική κινηματογραφική ταινία; «Πότε έκανε ο Ζαν Λικ Γκοντάρ συμβατικό σινεμά για να κάνει τώρα;», θα ρωτούσε κάποιος; Και δίκαια. Ανανεωτής όχι μόνο του γαλλικού σινεμά αλλά της ίδιας της κινηματογραφικής γλώσσας, ο Γκοντάρ υπήρξε ανέκαθεν ένας πολιτικός σκηνοθέτης, με κάθε πιθανή σημασία έχει αποκτήσει αυτή η έννοια μέσα στα χρόνια. Ακτιβιστής μιας τέχνης που πριν από αυτόν είχε αγγίξει τα όρια της, ο μαρξιστής – καταστασιακός - μαοϊστής Γκοντάρ κατέβηκε στους δρόμους για να διαδηλώσει υπέρ ενός νέου σινεμά, μιας νέας εποχής στην ελεύθερη έκφραση που σήμερα μπορεί να ορίζει απλά το σημαντικότερο ρεύμα του σύγχρονου κινηματογράφου («Nouvelle Vague»), αλλά στα τέλη της δεκαετίας του '50 δεν ήταν παρά μια ριψοκίνδυνη πολιτική πράξη.

Χωρισμένη σε τέσσερις περιόδους, η φιλμογραφία του Γκοντάρ διαθέτει την ευδιάκριτη πολιτική της περίοδο, από το 1968 έως και το 1974 (τη λεγόμενη Μαοϊκή, όταν μαζί με τον Ζαν Πιερ Γκορέν ίδρυσε την ομάδα «Τζίγκα Βερτόφ»), μόνο που αν ψάξει κανείς καλύτερα το σινεμά του, η αλληλεπίδραση του με την πολιτική δεν σταμάτησε ποτέ. Ο πόλεμος στην Αλγερία στον «Μικρό Στρατιώτη» του 1963, το Βιετνάμ και ο Ψυχρός Πόλεμος στον «Τρελό Πιερό» του 1965 αλλά και τα δύο πρώιμα δείγματα της Μαοϊκής περιόδου του (η «Κινέζα» και το «Weekend» του 1967 και τα δύο) αποδεικνύουν πως ο Γκοντάρ πολέμησε εξ αρχής ταυτόχρονα για δύο σκοπούς: την ανατροπή του σινεμά όπως το ξέραμε και την ανατροπή της κοινωνίας όπως δεν θέλαμε να την γνωρίζουμε.

Με σημαία την επανάσταση και ορόσημο τον Μάη του '68 ο Γκοντάρ θα αποκήρυσσε το ρόλο του δημιουργού (για τον οποίο τόσο είχε παλέψει) και θα ξαναδοκίμαζε τις αντοχές του μέσου, σε μια σειρά από πειραματικές και διανοουμενίστικες ταινίες (χαρακτηριστικό το «Ολα Πάνε Καλά» του 1972), τις πιο αδύναμες ολόκληρης της φιλμογραφίας του, φτάνοντας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80. Και θα δεχόταν την κριτική, την αμφισβήτηση, τη δυσπιστία που θα ενέτειναν οι αντισημιτικές του δηλώσεις και η δωρεάν «πολιτική για την πολιτική» που τον είχε κυριεύσει. Λίγο πριν επιστρέψει στην τρίτη περίοδο του, την πιο συμβατική κινηματογραφικά και ανακαλύψει την τηλεόραση ως το μέσο «όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα», ο Γκοντάρ ήταν πια σίγουρος: «Τέλειωσε. Υπήρχε μια εποχή όπου το σινεμά μπορούσε να βελτιώσει την κοινωνία, αλλά αυτή η εποχή χάθηκε για πάντα».

Σήμερα, παραμένοντας πιο προκλητικός απ' ότι σοφός και λιγότερο «πνευματικός άνθρωπος» απ' ότι σκηνοθέτης, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ του «Eloge D'Amour» (2001), της πιο τρυφερής ταινίας του και των καθαρά πολιτικών «Νotre Musique» (2004) και «Film Socialisme» δεν διαφέρει στην πραγματικότητα καθόλου από τον Ζαν Λικ Γκοντάρ του «Δύο ή Τρία Πράγματα που Ξέρω Γι'Αυτήν» ή της «Κινέζας». Μακριά, όμως, από την πολιτική αφύπνιση των 60s και των 70s και γνωρίζοντας πως η ελπίδα για έναν διαφορετικό κόσμο έχει πια χαθεί, ο Γκοντάρ των 00s μοιάζει πλέον με έναν γνήσιο μηδενιστή.

Ακόμη, όμως, κι αυτό δεν είναι η απόλυτη αλήθεια. To «αμετανόητα αριστερός» ίσως είναι ο χαρακτηρισμός που του ταιριάζει περισσότερο. Πως αλλιώς να περιγράψεις έναν δημιουργό που, ενώ θα μπορούσε να ελέγχει ολόκληρη την κινηματογραφία της Γαλλίας, ζει απομονωμένος στο Ρολ της Ελβετίας κάνοντας ταινίες με 300.000 ευρώ; Και πως αλλιώς να χαρακτηρίσεις έναν άνθρωπο που συνεχίζει – σιωπηλά – να πιστεύει ακόμη στην επανάσταση, όπως ο ίδιος την έζησε τον Μάη του 1968 στο φλεγόμενο Παρίσι, αποτίοντας φόρο τιμής στις χώρες και τις κουλτούρες που του δίδαξαν τι σημαίνει πολιτισμός;

Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ δεν είναι ένας εύκολος άνθρωπος. Δεν είναι καν ένας συμπαθητικός άνθρωπος. Η μετριοφροσύνη είναι μια αρετή που δεν βρήκε ποτέ ανοιχτή πόρτα για να εισέλθει στη ζωή του. Και οι απόψεις του για το σινεμά, τον κόσμο, την Αμερική, το ποδόσφαιρο, τον Φρανσουά Τριφό είναι όλες εν δυνάμει «ανατρεπτικές». Ατάκες από μια κινηματογραφική ταινία (δική του κατά προτίμηση) που δεν θα γυριστεί ποτέ και που αποτελούν κάθε φορά θέμα συζήτησης στους κύκλους της διανόησης. Σε απόλυτη ευθεία με τα τελευταία ερμητικά κλειστά και εγκεφαλικά έργα του 80χρονου, σήμερα, σκηνοθέτη.

Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Film Socialisme».

Το «Film Socialisme» δεν διαφέρει. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια παράθεση εικόνων, κινηματογραφικών αναφορών και διακηρύξεων, χωρισμένο σε τρία μέρη («Αυτά τα πράγματα», «Η δική μας Ευρώπη». «Οι ανθρωπότητες μας») με ήρωες έναν εγκληματία πολέμου, το Αιγαίο, ένα πρώην μέλος των Ηνωμένων Εθνών, την Αίγυπτο, ένα Ρώσο πράκτορα, την Οδησσό, δύο ανήλικα αδέρφια, την Παλαιστίνη, την Ελλάδα, τη Νάπολη και την Βαρκελώνη. Χωρίς διαλόγους, χωρίς υπότιτλους (έτσι όπως παίχτηκε στην πρεμιέρα του στο «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του φεστιβάλ Καννών το 2010 με υπότιτλους στην «ινδιάνικη διάλεκτο», διάσπαρτες λέξεις, δηλαδή, σαν να εκφέρονται από κάποιον που δεν γνωρίζει τη γλώσσα), μόνο με κάρτες – αναφορές στον βωβό κινηματογράφο, και μπόνους τον Τζον Φορντ και την...Πάτι Σμιθ («ήθελα να συμπεριλάβω και την καλή πλευρά της Αμερικής»).

Στο ίδιο μήκος κύματος και η «απουσία» του. Από το φεστιβάλ Καννών που τον περίμενε το 2010 ως μάννα εξ ουρανού για να δυναμώσει το γαλλικό ηθικό, μένοντας τελικά με μια επιστολή του που δικαιολούσε την απόφαση του να μην έρθει στο φεστιβάλ επικαλούμενος «προβλήματα ελληνικού τύπου». Από τα Οσκαρ του 2011 που αποφάσισαν να του απονείμουν ένα τιμητικό βραβείο, νομίζοντας πως επειδή ο Ομπάμα βγήκε στην εξουσία, ο Γκοντάρ θα ξεπερνούσε το πρόβλημα του με την Αμερική και θα έτρεχε να υποκλιθεί στα μέλη της Ακαδημίας για την τιμή. Από το σινεμά, που τον βλέπει να επιστρέφει κάθε φορά πιο δυσνόητο, πιο αινιγματικό, ίσως τελικά πιο μοντέρνο απ' όλους τους μοντέρνους.

Δεν έχει σημασία. Το να εναποθέτεις την αλλαγή του κόσμου στην Τέχνη είναι εξ ορισμού μια μάταιη ιδέα. Και ο Γκοντάρ το έχει πια καταλάβει. Από τους δύο πόλους της πολιτικής του καριέρας, ο δεύτερος, αυτός του να αλλάξει τον κόσμο, παρέμεινε μια ουτοπία. Ισως γι'αυτό και ο Γκοντάρ μιλάει πλέον σπάνια. Και όταν το κάνει ξέρει πως η εποχή μας τον ακούει από σεβασμό, αλλά και από απόσταση. Σαν ένα ιερό τέρας που δεν μπορείς να αγνοήσεις, αλλά που πλέον δεν μπορείς να ακολουθήσεις.

Ο σοσιαλισμός στον οποίο πιστεύει ο Γκοντάρ είναι ανύπαρκτος, όχι επειδή δεν υπάρχει αλλά επειδή δεν μπορεί να υπάρξει. Η κριτική του απέναντι στην Ενωμένη Ευρώπη, η ιδέα του για έναν κόσμο ελεύθερο από ιδιοκτησίες (πνευματικές και μη), η πίστη του σε μια δημιουργία εκτός συστήματος μπορεί να τον τοποθετούν ως μια από τις πιο «συγκροτημένες» πολιτικές φωνές της διανόησης αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Μόνο που η επανάσταση της οποίας ηγείται αφορά μόνο όσους έχουν διάθεση να αποκωδικοποιήσουν το έργο του.

Για τους υπόλοιπους θα μένει πάντα ο σκηνοθέτης του «Με Κομμένη την Ανάσα» και του «Bande à Part», ο άνθρωπος που υποστήριξε πως «το μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία είναι ένα κορίτσι και ένα πιστόλι» ή πως «μια ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλα όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά». Επηρεάζοντας οτιδήποτε γνωρίζουμε σήμερα ως...σινεμά.

Ο πραγματικά «πολιτικός» Γκοντάρ, δηλαδή.

Ο Γκοντάρ μιλάει (αποσπάσματα από την συνέντευξη που έδωσε το 2010 στο γαλλικό περιοδικό Les Inrockuptibles)

Για το σοσιαλισμό: Aν μιλάμε για το βάθος των πραγμάτων, το βάθος της θάλασσας, τον σοσιαλισμό όπως τον έθεσε ο Ζαν Ζακ Ρουσό, ναι πιστεύω σε αυτόν. Πάντοτε σκέφτομαι τους τίτλους των ταινιών μου πριν τις ταινίες. Σαν πινακίδες. Ο τίτλος προηγείται πάντοτε της ιδέας για το πως θα είναι η ταινία. Σαν το «λα» στη μουσική. Εχω μια τεράστια λίστα από τίτλους. Ξεκίνησα με τη λέξη «Σοσιαλισμός», αλλά όσο προχωρούσε η ταινία έδειχνε όλο και πιο πολύ να μην με ικανοποιεί. Η ταινία θα μπορούσε να ονομάζεται «Κομμουνισμός» ή «Καπιταλισμός». Αλλά συνέβη κάτι αστείο: οταν ο φιλόσοφος Ζαν-Πολ Κουρνιέ διάβασε ένα μικρό σημείωμα για την ταινία που του είχα στείλει διάβασε τον τίτλο («Socialisme») κολλημένο με το Film (από την εταιρία της ταινίας «Vega Film») και μου έγραψε ένα γράμμα 12 σελίδων για το πόσο του άρεσε το «Film Socialisme». Σκέφτηκα πως ήταν μια ωραία ιδέα να κρατήσω το «Film» πριν από το «Socialisme». Το έκανε πιο έξυπνο και έδινε μια ελπίδα...

Για την Ευρώπη: Η Ευρώπη υπάρχει εδώ και αιώνες. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να την μεταχειριζόμαστε με τον τρόπο που το κάνουμε σήμερα.

Για την Ελλάδα: Πρέπει να ευχαριστούμε την Ελλάδα. Ο Δυτικός κόσμος έχει υποχρέωση στην Ελλάδα. Η φιλοσοφία, η δημοκρατία, η τραγωδία... Ξεχνάμε πάντοτε τη σύνδεση ανάμεσα στην τραγωδία και τη δημοκρατία. Χωρίς τον Σοφοκλή δεν θα υπήρχε ο Περικλής. Και χωρίς τον Περικλή δεν θα υπήρχε ο Σοφοκλής. Ο κόσμος της τεχνολογίας στον οποίο ζούμε σήμερα χρωστάει τα πάντα στην Ελλάδα. Ποιος ευφήυρε την λογική; Ο Αριστοτέλης. Οπότε όλοι χρωστάνε χρήματα στην Ελλάδα σήμερα. Θα μπορούσε ως χώρα να ζητήσει δισεκατομμύρια σε συγγραφικά δικαιώματα από τον σύγχρονο κόσμο. Επίσης κατηγορούμε τους Ελληνες ότι είναι ψεύτες... Μου θυμίζει έναν παλιό συλλογισμό που έμαθα στο σχολείο: «Ο Επαμεινώνδας είναι ψεύτης. Ολοι οι Ελληνες είναι ψεύτες. Αρά ο Επαμεινώνδας είναι Ελληνας». Δεν διαφέρει και πολύ από αυτό που πιστεύουμε σήμερα. Ο μόνος λόγος για τον οποίο μιλάμε για την Ελλάδα είναι το χρέος της.

Για την Αμερική του Μπαράκ Ομπάμα: Είμαι τελείως αδιάφορος ως προς την εκλογή του Ομπάμα. Το μόνο που ελπίζω είναι να μην δολοφονηθεί σύντομα. Φυσικά και η εκπροσώπηση των Η.Π.Α. από τον Ομπάμα δεν είναι το ίδιο πράγμα όπως ήταν με τον Μπους. Αλλά μερικές φορές τα πράγματα είναι πιο καθαρά όταν είναι χειρότερα. Οταν ο Ζακ Σιράκ βρέθηκε αντίπαλος με τον Λε Πέν για την Προεδρία, νομίζω πως η αριστερά έπρεπε να απόσχει και να μην ψηφίσει τον Σιράκ. Είναι προτιμότερο να αφήνεις το χειρότερο να συμβεί.

Για την πνευματική ιδιοκτήσια: Δεν υπάρχει πνευματική ιδιοκτήσια. Είμαι εναντίον της κληροδοσίας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο τα παιδιά ενός καλλιτέχνη πρέπει να οφελούνται από το έργο του πατέρα τους, αφότου έχουν ενηλικωθεί. Δεν καταλαβαίνω γιατί τα παιδιά του Ραβέλ πρέπει να είναι ιδιοκτήτες των δικαιωμάτων του «Bolero». Δεν θα διεκδικήσω ποτέ δικαιώματα για όποιον χρησιμοποιεί σκηνές από τις ταινίες μου. Δεν νιώθω ότι παίρνουν κάτι από μένα. Στο «Film Socialisme» χρησιμοποιήσα και εγώ μια εικόνα από το Internet. Ενας συγγραφέας δεν πρέπει να έχει δικαιώματα. Εγώ δεν έχω δικαιώματα. Εχω μόνο υποχρεώσεις.

Για την τηλεόραση: Τη βαριέμαι. Δεν προσπαθώ πλέον να τη σαμποτάρω. Στο παρελθόν πίστευα πως αν κάνεις τηλεόραση μπορείς να την αλλάξεις από μέσα. Η προσοχή του κόσμου σε όσα δείχνει η τηλεόραση διαρκεί μόλις τρία λεπτά. Υπάρχουν ακόμη πράγματα που με ενδιαφέρουν στην τηλεόραση: ντοκιμαντέρ για ζώα, ιστορικά κανάλια, μου αρέσει και το «Ηouse»: ένας άρρωστος άνθρωπος που όλοι συγκεντρώνονται γύρω του και οι χαρακτήρες εκφράζονται με δύσκολους τεχνικούς όρους. Μου αρέσει. Αλλά δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να δω 10 επεισόδια στη σειρά.

Για τη φύση: Υπάρχουν στιγμές που η φύση οφείλει να παίρνει εκδίκηση. Οι μετεωρολόγοι μιλούν μόνο σε επιστημονική διάλεκτο. Δεν αναφέρουν την φιλοσοφία. Δεν ακούμε ποτέ τον τρόπο με τον οποίο φιλοσοφεί ένα δέντρο.

Για το σινεμά: Χρειάστηκα τέσσερα χρόνια για να κάνω αυτήν την ταινία. Οχι λόγω του υλικού και των γυρισμάτων, αλλά της παραγωγής, της διανομής, της προώθησης... Οι ταινίες πρέπει να φτιάχνονται πιο εύκολα, αλλά μέσα στο σύστημα που υπάρχει σήμερα δεν είναι δυνατόν να ενεργήσεις ελεύθερα. Δεν πιστεύω στα αριστουργήματα. Υπάρχουν έργα, φτιάχνουμε συνεχώς καινούρια έργα, αλλά το «αριστούργημα» δεν νομίζω ότι υπάρχει σαν έννοια. Προτιμώ να μιλάω για εξέλιξη. Στην καριέρα μου είχα τις καλές και τις κακές μου στιγμές, απόπειρες... Κινηματογραφώ τυχαία. Το πιο δύσκολο είναι να πεις σε έναν φίλο που αυτό που κάνει δεν είναι καλό. Ο Ρομέρ είχε το κουράγιο να μου πει, την εποχή που γράφαμε στα Cahiers Du Cinema, πως η κριτική μου για «Strangers on a Train» του Αλφρεντ Χίτσκοκ δεν ήταν καλή. Ο Τριφό, όμως, δεν με συγχώρεσε ποτέ επειδή πίστευα πως οι ταινίες του είναι χάλια. Τον εξόργιζε ακόμη πιο πολύ που δεν ήταν ικανός να θεωρήσει τις ταινίες μου όσο χάλια πίστευα εγώ πως ήταν οι δικές του. Ωστόσο οι ταινίες του δεν ήταν χάλια. Δεν ήταν χειρότερες από άλλες... όπως του Σαμπρόλ. Απλά δεν ήταν το σινεμά που ονειρευτήκαμε.

Για το θάνατο: Δεν με ενδιαφέρει η υστεροφημία. Η ζωή αλλάζει. Τώρα που μεγαλώνω πρέπει να προσέχω περισσότερο τον εαυτό μου. Εχει περάσει αρκετός καιρός όπου αποσύρθηκα από την κοινωνική ζωή. Θα ήθελα να ξαναπαίξω τένις. Αναγκάστηκα να σταματήσω λόγω προβλημάτων στα γόνατα μου. Οταν γερνάμε, η παιδική μας ηλικία επιστρέφει. Είναι καλό. Και όχι, δεν με αγχώνει καθόλου η ιδέα πως μια μέρα θα πεθάνω.

[Το κείμενο δημοοσιεύτηκε το 2014, με αφορμή την έξοδο στις αίθουσες της ταινίας «Film Socialisme» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.]