Ο Ματιέ Αμαλρίκ μοιάζει με ένα παράδοξο. Τον γνωρίσαμε ως ηθοποιό στις ταινίες του Αρνό Ντεπλεσάν κι από 'κει σε μια συναρπαστική γκάμα ρόλων στο γαλλικό σινεμά, αλλά εκτός από τις ταινίες του Ντεπλεσάν, του Αλέν Ρενέ, του Ολιβιέ Ασαγιάς, θα τον συναντήσεις και σε αυτές του Λικ Μπεσόν, του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, του Γουές Αντερσον, ακόμη και του Σπίλμπεργκ. Και την ίδια στιγμή, πίσω από την κάμερα -εκεί όπου είναι πραγματικά η θέση του, όπως λέει- θα τον βρεις να κάνει το δικό του σινεμά. Δεν υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί που να έχουν κερδίσει ένα βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες (το 2010 για το «Τουρνέ στο Παρίσι») και να έχουν ταυτόχρονα υποδυθεί έναν κακό του Τζέιμς Μποντ, όπως έκανε εκείνος στο «Quantum of Solace». Ο τελευταίος ρόλος του είναι στο «Barbara», μία ταινία που σκηνοθετεί και στην οποία υποδύεται έναν σκηνοθέτη ο οποίος, μαζί με την πρωταγωνίστριά του -την υποδύεται η πρώην γυναίκα του, Ζαν Μπαλιμπάρ- ετοιμάζουν μια κινηματογραφική βιογραφία για τη διάσημη ντίβα του γαλλικού τραγουδιού. Μετά την πρώτη προβολή του φιλμ στο περασμένο Φεστιβάλ Καννών, ο Ματιέ Αμαλρίκ μίλησε στο Flix.
Το «Βarbara» προβάλλεται στις αίθουσες από τις 5 Απριλίου, σε διανομή της Weirdwave.
Σχετικά με την Μπαρμπαρά
Η Μπαρμπαρά, όταν είσαι Γάλλος, είναι κομμάτι του soundtrack της ζωής σου απ’ όταν είσαι παιδί. Είναι σαν τη Μίνα στην Ιταλία ή τη Μελίνα στην Ελλάδα. Είναι γυναίκες που τις αγαπάς και που δεν μπορείς να τους ξεφύγεις. Και που μπορεί να είναι τρομακτικές μαζί, δεν ξέρεις αν είναι αληθινές, αν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Η Μπαρμπαρά, όπως ίσως κάθε γυναίκα που κατόρθωσε να αγγίξει το μεγαλείο και τη δόξα σε τέτοιο βαθμό, κατασκεύασε τον εαυτό της σαν ένα μυθολογικό πλάσμα, με τις απαρχές του να βρίσκονται στον Νοσφεράτου, ή στον γερμανικό εξπρεσιονισμό ή την ελληνική μυθολογία, ή τη Μαρία Κάλλας, που υπήρξε μια τεράστια έμπνευση γι’ αυτήν. Ηθελε να είναι ένα πλάσμα του παραμυθιού, κάτι που τα μικρά παιδιά πιθανότατα να φοβόντουσαν. Κι όμως, έχει μια αμεσότητα και μια ευθύτητα στη μουσική της. Κάθε ακροατής νιώθει ότι έχει γράψει κάθε τραγούδι μόνο για εκείνον. Αλλά ακόμη κι έτσι, δεν ζηλεύει τους άλλους ακροατές. Κάθε ένας έχει μια απόλυτα προσωπική σχέση με τη μουσική της, με την ίδια. Δεν την γνώρισα ποτέ, ούτε την είδα να τραγουδά ζωντανά, δεν ήμουν αληθινά θαυμαστής της, αλλά είναι μέρος της κληρονομιάς μας, αυτού που είμαστε. Και, ίσως, αυτή η απόσταση να μας βοήθησε να την προσεγγίσουμε καλύτερα, αν μας επέτρεψε να δημιουργήσουμε μια μυθοπλασία γύρω από την αλήθεια της ζωής της.
Δείτε ακόμη: Η Ζαν Μπαλιμπάρ είναι σαν μια γάτα που παίζει με ό,τι σπρώχνει προς το μέρος της η ζωή, σαν να ήταν τόπι
Οχι μια τυπική βιογραφική ταινία
Ημουν ανίκανος να δημιουργήσω έναν παιχνιδότοπο τόσο ανοιχτό όσο θα χρειαζόταν η Ζαν για να εκφραστεί μέσα σε μια τυπική βιογραφική ταινία. Αν έκανα μια συνηθισμένη ταινία, θα έμοιαζε με φυλακή, στην οποία η ηθοποιός μου απλά θα έπρεπε να μιμηθεί ένα αληθινό πρόσωπο, κι αυτό δεν ήταν κάτι που θα της άξιζε. Ετσι, ήθελα να είναι δύο ή τρεις χαρακτήρες, που συχνά δεν ξέρεις ποιος είναι ποιος. Είναι η αληθινή Μπαρμπαρά ή η ηθοποιός που δουλεύει τον χαρακτήρα της; Ή κάποια άλλη; Ηθελα να μεταμορφώσω κάθε παγίδα μιας τέτοιας ταινίας σε μια ευκαιρία για χαρά και δημιουργική διαδικασία. Δεν μπορούσα να φανταστώ τη Ζαν Μπαλιμπάρ να υποδύεται την Μπαρμπαρά, αλλά μπορούσα να την δω να παίζει μια ηθοποιό που προσπαθεί να υποδυθεί την Μπαρμπαρά, σε μια ταινία μέσα στην ταινία. Αλλά η Ζαν έκανε μια σπουδαία προετοιμασία για την ταινία, δούλεψε στο πιάνο για ενάμισι χρόνο, βρήκε τον δικό της τρόπο να προσεγγίσει την ηρωίδα, γιατί και η Μπαρμπαρά δεν ήξερε να διαβάζει μουσική. Και κάπως έτσι, έκανα και κάτι σαν ντοκιμαντέρ, αφού ήθελα να συλλάβω τον τρόπο με τον οποίο η Μπαρμπαρά δημιουργούσε ένα τραγούδι, κάτι που έκανε και η Ζαν με τον δικό της τρόπο.
Με τη Ζαν Μπαλιμπάρ
Η μυθοπλασία σαν ασπίδα
Εχουμε ζήσει μαζί με τη Ζαν, έχουμε δύο μεγάλα παιδιά, δεκαεπτά και δεκαεννιά χρόνων, έχουμε κάνει πολλές ταινίες μαζί, έχουμε ένα παρελθόν που μας δένει, και ήταν πολύ δύσκολο να μην είμαστε ο Ματιέ και η Ζαν στην οθόνη. Δημιούργησα, λοιπόν, δύο χαρακτήρες, αυτόν του σκηνοθέτη που είναι φετιχιστής, νεκρόφιλος, διεστραμμένος με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Είχα στο μυαλό μου, και το συζήτησα πολύ με τη Ζαν, το «Vertigo», τον χαρακτήρα του Τζέιμς Στιούαρτ. Και με τον ίδιο τρόπο, χτίσαμε και τον χαρακτήρα της Ζαν, χρησιμοποιώντας τη μυθοπλασία, το ψέμα, σαν προστασία.
Σκηνοθέτης ή ηθοποιός;
Παίζω μόνο όταν η έλξη της υποκριτικής μού είναι ακαταμάχητη, όταν ο ρόλος με προκαλεί. Δεν είμαι από εκείνους τους ανθρώπους που χρειάζονται την ηθοποιία για να μείνουν ζωντανοί. Ο κόσμος μου είναι αυτός της σκηνοθεσίας, αυτό είναι που με ενδιαφέρει περισσότερο, αλλά όταν με καλούν σκηνοθέτες όπως ο Ντεπλεσάν δεν μπορώ να πω όχι. Και βρίσκω ακόμη τη χαρά σε συνεργασίες όπως αυτές. Οσο για τη δική μου ταινία, ήθελα να παίξω εγώ τον βασικό ρόλο, γιατί ήθελα να υπηρετήσω τη Ζαν, να της δώσω μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αρένα να ανοιχθεί.
Μια φυσιολογική ζωή
Εχω μια πολύ φυσιολογική ζωή κι όχι, δεν είμαι σεμνός. Δεν είμαι ένας σταρ, με την έννοια που ήταν η Μπαρμπαρά, κι αν δεν πηγαίνεις σε τηλεοπτικές εκπομπές, οι άνθρωποι που σε ξέρουν, οι άνθρωποι που θα σε σταματήσουν στο δρόμο, θα το κάνουν γιατί τους άρεσε μια από τις ταινίες σου, γιατί σε ξέρουν από μια παράσταση. Οχι γιατί σε ξέρουν δίχως να ξέρουν τι ακριβώς κάνεις. Οπότε πηγαίνεις μόνο σε τηλεοπτικές εκπομπές που αφορούν το σινεμά, οι άνθρωποι σε ξέρουν μόνο γι΄αυτό, για το σινεμά. Και ίσως σε συμπαθούν μόνο για το σινεμά. Κι αυτό είναι αρκετό για μένα. Να με ξέρουν μόνο οι άνθρωποι που ξέρουν τις ταινίες μου.
Το «Βarbara» προβάλλεται στις αίθουσες από τις 5 Απριλίου, σε διανομή της Weirdwave.
Tags: Barbara, Ματιέ Αμαλρίκ