Ο Ζακ Οντιάρ είναι λιγομίλητος. Ετσι ήταν πάντοτε. Δεν νιώθει βολικά με τους δημοσιογράφους. Μέσα στα χρόνια είναι πάντοτε πρόθυμος να εξηγήσει τις ταινίες του και να μιλήσει γι' αυτές, αλλά αποφεύγει να εμβαθύνει στις επίμονες ερωτήσεις που του κάνεις για τις κινηματογραφικές επιλογές του, τον τρόπο με τον οποίο ανακυκλώνει με εντυπωσιακό τρόπο την ίδια ιστορία ενός άντρα στο μέσο μιας εμπόλεμης κατάστασης, ακόμη κι αν αυτός ο πόλεμος διαδραματίζεται στο μέσο ενός γκανγκστερικού ψυχολογικού θρίλερ («Κοίτα τους Ανδρες Οταν Πέφτουν»), ενός δράματος φυλακών («Ο Προφήτης»), μιας επώδυνης ερωτικής ιστορίας («Σώμα με Σώμα») ή στα φλεγόμενα προάστια του Παρισιού («Dheepan»).
Πολιτικός σκηνοθέτης ακόμη και όταν ο ίδιος αρνείται το χαρακτηρισμό, ο Ζακ Οντιάρ δέχεται την επισήμανση πως το «Dheepan» που του χάρισε το Χρυσό Φοίνικα στο 69ο Φεστιβάλ Καννών είναι μια ταινία για το σήμερα ενός κόσμου που ζει στην αφάνεια, με ήρωες μια «πλαστή» οικογένεια προσφύγων πολέμου από τη Σρι Λάνκα - με κεντρικό πρωταγωνιστή έναν στρατιώτη Ταμίλ - που καταλήγουν στα προάστια του Παρισιού για να επαναπροσδιορίσουν τους όρους των οικογενειακών δεσμών, του πολέμου και του δυτικού ονείρου.
Ισως, όμως, και ο ίδιος δεν θα μπορούσε να φανταστεί το σήμερα μιας Γαλλίας που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση - μετά τις πολλαπλές τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι τη νύχτα της 13ης Νοεμβρίου, και με το θέμα των μεταναστών και προσφύγων να φλέγεται σε μια χώρα που υπήρξε από τις πρώτες που άνοιξε τα συνορά της και φρόντισε για τις συνθήκες διαβίωσης όλων των ξένων, πριν δει τις εξεγέρσεις στα προάστια του Παρισιού τα τελευταία χρόνια να ακυρώνουν το «όνειρο» και την ακροδεξιά να ανεβαίνει δραματικά ως τη νέα τάξη πραγμάτων στο μέρος όπου εγκαθιδρύθηκε η «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη».
«Το "Dheepan" δεν είναι μια πολιτική ταινία επειδή έχει ήρωες μετανάστες, ούτε επειδή διαδραματίζεται στα προάστια του Παρισιού, αλλά επειδή είναι μια ταινία με Ταμίλ που γυρίστηκε στη Γαλλία με γαλλικά λεφτά και στη γλώσσα τους», δηλώνει ο Ζακ Οντιάρ που επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ντιπάν τον συγκλονιστικό Τζεσουθάσαν Αντονιθάσαν, έναν πρώην εκπαιδευμένο στρατιώτη των Ταμίλ, νυν συγγραφέα και ερασιτέχνη ηθοποιό, ο οποίος φυλακίστηκε για την αντικαθεστωτική του δράση πριν φτάσει στη Γαλλία το 1997, σε ηλικία 25 ετών, αναζητώντας πολιτικό άσυλο.
«Δεν ήθελα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για τον εμφύλιο πόλεμο στη Σρι Λάνκα ή ένα ντοκιμαντέρ για μια κοινωνία, αλλά να δω αυτά τα γεγονότα και αυτές τις καταστάσεις σαν μια τοιχογραφία που είναι μέρος ενός σκηνικού. Στην πραγματικότητα δεν μπορώ καν να περιγράψω αυτές τις καταστάσεις. Προσπάθησα πολύ να τις κάνω μέρος των χαρακτήρων, μια φυσική συνέχεια της διαδρομής και του αγώνα τους.»
Με τη βία να πρωταγωνιστεί και εδώ - όπως σε όλες τις ταινίες του, ο Ζακ Οντιάρ αδυνατεί να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο πάντοτε οι ηρωές του καταλήγουν σε ήρωες μιας καθημερινότητας που οφείλει να τους βρει νικητές ενός άδοξου πολέμου - ειδικά στο «Dheepan» σε ένα συγκλονιστικό τελευταίο ημίωρο όπου πλέον ο πόλεμος μεταφέρεται αυτούσιος στις υποβαθμισμένες περιοχές του Παρισιού σε ένα μακελειό επιβίωσης σκηνοθετημένο με μαεστρία, ένταση και με το βλέμμα συνεχώς στραμμένο σε μια μερίδα ανθρώπων των οποίων η ύπαρξη δεν είναι προφανής.
«Πιστεύετε ότι η ταινία είναι βίαιη; Δεν κατάλαβα ποτέ το γιατί. Το μόνο που έκανα ήταν να ανεβάσω τη δραματικότητα για να τονίσω το συναίσθημα μιας ιστορίας για μια ψεύτικη οικογένεια με ένα τελείως πλαστό παρελθόν που γίνεται μια αληθινή οικογένεια. Ο Ντιπάν ήξερε να πολεμάει για πολιτικούς λόγους. Τώρα πολεμάει για αυτούς που αγαπάει. Ναι, η λέξη "μάχη" υπάρχει και εδώ, αλλά γιατί μιλάμε για κάτι που πρέπει να κατακτήσει, κάτι που δεν του δόθηκε ποτέ απλόχερα.»
To «Dheepan» ξεκίνησε αμέσως μετά τον «Προφήτη», έμεινε για λίγο στο συρτάρι και επανήλθε στο προσκήνιο μετά από την επιμονή των δύο συνσεναριογράφων του Ζακ Οντιάρ, του Νοέ Ντεμπρέ και του Τομά Μπιντεγκέν: «Στην αρχή είχαμε σκεφτεί να κάνουμε ένα ριμέικ των "Αδέσποτων Σκυλιών" του Σαμ Πέκινπα, αν και η τελική μορφή του σεναρίου διέφερε τελείως από αυτό. Ηταν πιο πολύ το γεγονός ότι ήθελα να κάνω μια ερωτική ιστορία. Αρχικά είχαμε την ιδέα να χρησιμοποιούσε το είδος σαν Δούρειο Ιππο. Αλλά αυτό μας έδωσε μια ιστορία εκδίκησης, ένα μάλλον ηλίθιο και αντιδραστικό κινηματογραφικό είδος. Οπότε γρήγορα, αλλάξαμε το κέντρο βάρους του σεναρίου και επικεντρωθήκαμε στο ζευγάρι και την αγάπη. Κάνοντας μια γαλλική ταινία στη Γαλλία, όπου οι χαρακτήρες μιλούν Ταμίλ, ήταν ένα πρότζεκτ που έμοιαζε παρανοϊκό. Πήρα ξένους ηθοποιούς και τράβηξα τα πράγματα στα άκρα, όσο πιο πολύ μπορούσα».
Διαβάστε ακόμη:
Tags: Ζακ Οντιαρ