Δουλεύοντας για την Εβδομάδα Κριτικής της Βενετίας από το 2016 και προγραμματίζοντας Φεστιβάλ στη Νιόν, το Τορίνο και τη Ρώμη μεταξύ άλλων, ο Τζιόνα Νατσάρο είχε ήδη πίσω του ένα γεμάτο βιογραφικό όταν ήρθε η ώρα για το μεγάλο βήμα που πάντα ήθελε.
Νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Λοκάρνο ύστερα από την πρόωρη αποχώρηση της Λίλι Χίνστιν το περασμένο φθινόπωρο, ο Νατσάρο σκοπεύει να φέρει στο Φεστιβάλ κάτι από την πολύπλευρη κινηματογραφική αισθητική που εδώ και χρόνια του άρεσε να αναδεικνύει, είτε ως προγραμματιστής, είτε ως κριτικός. Γράφοντας για σινεμά σε εβδομαδιαία και μηνιαία περιοδικά και σε εφημερίδες, έχει παράλληλα εκδώσει βιβλία, ένα για το σινεμά του Χονγκ Κονγκ κι ένα πάνω στο μεταμοντέρνο σινεμά δράσης.
Μοιάζει συνεπές με τον άνθρωπο που βρήκαμε στην άλλη άκρη του zoom, όταν μιλώντας μας για τις σημαδιακές του αναμνήσεις από το Λοκάρνο, θυμήθηκε ένα double feature Αμπάς Κιαροστάμι και «Speed».
Σε αυτή λοιπόν την τρομερά κρίσιμη καμπή για το σινεμά ως εμπειρία και ακόμη και ως οικοσύστημα, ο Νατσάρο αναλαμβάνει ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά Φεστιβάλ του πλανήτη, με σταθερή αποστολή την ανάδειξη ενός τολμηρού, πρωτοποριακού σινεμά, προσφέροντάς το στο κοινό. Στο Flix o νέος διευθυντής του Λοκάρνο μας μίλησε για το τι σημαίνει για τον ίδιο το Φεστιβάλ, για το κατά πόσο πιστεύει ακόμα στο σινεμά και το μέλλον του (μιλώντας μας και για το παρελθόν του), και για το ότι περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά τις προτάσεις από τους Ελληνες δημιουργούς.
Με την ομάδα του στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο
Ποιες ήταν οι αρχικές σας συζητήσεις με το Φεστιβάλ; Τι στοχεύεις να φέρεις από τη νέα σου θέση;
Δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε πολύ γιατί γνωριζόμασταν 11 χρόνια. Δουλεύω στο Φεστιβάλ από το 2009 οπότε έχω δει πολλούς διευθυντές να έρχονται και να φεύγουν. Κάθε χρόνο τα πηγαίναμε τέλεια κι αυτό που έκανα για αυτούς έπαιρνε πάντα καλό feedback. Εκείνοι ήξεραν ότι με ενδιαφέρει το Λοκάρνο και ως τη στιγμή που συζητήσαμε, ήξερα το Φεστιβάλ πολύ καλά πια.
Αλλά πρέπει να πω, κι ίσως ακουστεί cheesy, αλλά το Λοκάρνο ήταν πάντα το Φεστιβάλ που ήθελα να είμαι. Είναι τρομερά σημαντικό, διεθνές, φεστιβάλ πρώτης γραμμής. Αλλά έχει και το μέγεθος ενός φεστιβάλ που μπορείς να ζήσεις χωρίς στρες. Και την ίδια στιγμή προσελκύει ανθρώπους ταλέντα-κλειδιά της βιομηχανίας. Οπότε οι 11 μέρες του Λοκάρνο είναι ένα master class στο σινεμά, κάθε χρονιά. Για μένα αυτό ήταν τρομερά ενδιαφέρον, το ότι κάθε χρόνο έφευγα έχοντας αποκομίσει ως εμπειρία και γνώση κάτι εντελώς καινούριο.
Είχα μια υπέροχη εμπειρία πριν 2 χρόνια εκεί, έχει κάτι το μοναδικό γιατί από τη μία έχεις ένα σινεμά αβάν γκαρντ, την αποστολή του Φεστιβάλ να βρίσκει νέο ταλέντο και auteurs που δουλεύουν στο περιθώριο στο mainstream, και την ίδια στιγμή υπάρχει ας πούμε αυτή η τεράστια κεντρική σκηνή που μαζεύει τόσο κόσμο και έχει να κάνει με την πόλη και με τον κόσμο της, δεν είναι κάτι ασαφές και κάτι μακριά από τον κόσμο που βλέπει σινεμά. Υπάρχει μια τρομερή ισορροπία.
Από την πλευρά μου, το Λοκάρνο κατάφερνε να είναι Φεστιβάλ που είναι πιστευτό όταν στηρίζει ακραία ταλέντα σαν τον Λαβ Ντίαζ ή τον Άλμπερτ Σέρα, ή όταν παρουσιάζει ας πούμε στο Διαγωνιστικό την τελευταία ταινία της Σαντάλ Άκερμαν. Και την ίδια στιγμή είναι Φεστιβάλ επίσης πιστευτό όταν λέει πως νοιάζεται για το μεγαλύτερο δυνατό κοινό χωρίς να συμβιβάζει την ακεραιότητά του. Είναι τρομερό, αν με ρωτάς.
Κάποιες από τις καλύτερες αναμνήσεις μου από το Φεστιβάλ είναι στην Πιάτσα Γκράντε, όπου μπορείς να δεις το «Μέσα από τους Ελαιώνες» του Αμπάς Κιαροστάμι και το ίδιο βράδυ το «Speed» σε ένα μοναδικό double feature. Ή τον Γουίλιαμ Φρίντκιν να παρουσιάζει στην Πιάτσα Γκράντε το «Ο Άνθρωπος από το Λος Άντζελες» και να εκπλήσσεται από το συναίσθημα και από το μέγεθος του κοινού που θα απολαύσει το αριστούργημά του. Αυτό είναι φοβερό.
Δεν προσπαθώ να ρομαντικοποιήσω αυτό που ζούμε, αλλά το γεγονός ότι μπορούμε να στριμάρουμε σε λάπτοπ και κινητά είναι κάτι τεράστιο, όπως η τηλεόραση ήταν κάτι τεράστιο. Αλλά η τηλεόραση δεν σκότωσε το σινεμά και δε νομίζω αυτό να συμβεί και τώρα. Είναι πολύ εύκολο να δεις τα πράγματα ως μαύρο-άσπρο, αυτό εναντίον αυτού. Δεν είναι έτσι. Δεν ήταν ποτέ έτσι. Είναι ότι αυτό αρχίζει να ζει με αυτό το άλλο πράγμα και τελικά να συνυπάρχουν και από αυτή τη συνύπαρξη θα έρθει κάτι άλλο.»
Στη Βενετία το 2016
Και είναι κάτι ειδικότερα σημαντικό σε μια εποχή που το σινεμά… δεν ξέρω, το σινεμά πάντα νιώθω πως είναι στο όριο μιας αλλαγής, σχεδόν υπαρξιακής. Πάντοτε κάτι πρόκειται να αλλάξει τόσο δραστικά! Και τώρα είναι υπό επίθεση, έχεις το streaming, έχεις την πανδημία, νιώθεις πως υπάρχει αποστολή πίσω από την ανάληψη μιας τέτοιας θέσης αυτή τη στιγμή;
Πάντα υπήρχε αποστολή. Το σινεμά βρισκόταν πάντα υπό επίθεση. Στην αρχή όταν το σινεμά ήταν τα Nickelodeon ήταν υπό επίθεση γιατί οι άνθρωποι δεν πίστευαν ότι ήταν αρκετά εκλεπτυσμένο, ότι παραήταν μαζική διασκέδαση. Οταν ήρθε ο ήχος οι άνθρωποι που δούλευαν χωρίς τον ήχο επιτίθενταν σε αυτό και έλεγαν ότι δεν είναι τέχνη. Μετά ήρθε η τηλεόραση. Και τα λοιπά. Δεν υπάρχει ούτε μια μορφή τέχνης που έπρεπε να αντιμετωπίσει όλες τις μεταλλάξεις που έπρεπε να κάνει το σινεμά, κι αυτό επειδή είναι στο DNA της μορφής τέχνης του ίδιου του σινεμά. Είναι βιομηχανική μορφή τέχνης. Είναι δεμένο στην τεχνολογική πρωτοπορία, με το φιλμ, τα διαφορετικά φορμάτ φιλμ, το πώς το φιλμ κινείται στην κάμερα, και τα λοιπά. Πάντα ήταν δεμένο. Μπορείς να πεις ότι για το σινεμά ήταν ευλογία το να έχει την ευκαιρία να εξελιχθεί παράλληλα με την τεχνολογία, αλλά η τεχνολογία έρχεται με μια πρόκληση.
Φαντάσου όταν ήρθε το Cinerama! Και τα σινεμά που είχαν το νορμάλ μέγεθος οθόνης δεν μπορούσαν να παίξουν το «How the West was Won» οπότε ένιωθαν οι άλλοι αιθουσάρχες πως ήταν επίθεση. Τώρα μπορούμε να το βάλουμε σε context αλλά κάποιος τότε σε μια επαρχιακή τοποθεσία που είχε ένα σινεμά και δε μπορούσε να δείξει αυτό το μπλοκμπάστερ, ήταν μια επίθεση στη διαβίωσή του.
Δεν προσπαθώ να ρομαντικοποιήσω αυτό που ζούμε, αλλά το γεγονός ότι μπορούμε να στρημάρουμε σε λάπτοπ και κινητά είναι κάτι τεράστιο, όπως η τηλεόραση ήταν κάτι τεράστιο. Αλλά η τηλεόραση δεν σκότωσε το σινεμά και δε νομίζω αυτό να συμβεί και τώρα. Είναι πολύ εύκολο να δεις τα πράγματα ως μαύρο-άσπρο, αυτό εναντίον αυτού. Δεν είναι έτσι. Δεν ήταν ποτέ έτσι. Είναι ότι αυτό αρχίζει να ζει με αυτό το άλλο πράγμα και τελικά να συνυπάρχουν και από αυτή τη συνύπαρξη θα έρθει κάτι άλλο.
Αν διαβάσεις τα βιβλία του Μάρσαλ ΜακΛούαν, καταλαβαίνεις πως όλες οι τεχνολογικές πληροφορίες είναι βαθύτατα δεμένες στο πώς το νευρικό μας σύστημα αντιδρά στο περιβάλλον. Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι στη λογική του ότι μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου. Μου αρέσει να σκέφτομαι ως προς το πώς μπορώ καλύτερα να εισαγάγω τον εαυτό μου σε ό,τι συμβαίνει και πώς μπορώ να συνεχίσω να έχω μια ουσιαστική συζήτηση με την κουλτούρα, με τα βιβλία, με την τέχνη. Να βρίσκω νέες στρατηγικές, να προσπαθώ να καταλαβαίνω πώς μεταβάλλεται η βιομηχανία, πώς αλλάζει το μπίζνες κομμάτι.
Γιατί τελικά το σινεμά είναι βιομηχανική μορφή τέχνης, δεμένη με την οικονομία. Ακόμα και τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του σινεμά έγιναν επειδή κάποιος πλήρωσε για αυτά. Πάντα υπήρχε παραγωγός που έπρεπε να δώσει τις επιταγές και στο τέλος της εβδομάδας έπρεπε να πληρώσει τον ηλεκτρισμό και τα φαγητά. Τότε λέγανε «α, αυτό είναι αριστούργημα» αλλά και πάλι γινόταν με λεφτά, με εργατικά χέρια, με τεχνολογία. Και τώρα κάπως τείνουμε να το ξεχνάμε αυτό. Ισως υπήρχαν τρομεροί καυγάδες ανάμεσα σε παραγωγούς και σκηνοθέτες αλλά τώρα έχουμε μόνο το φιλμ και εστιάζουμε στο φιλμ και ξεχνάμε τα άλλα.
Και είναι ΟΚ! Γιατί αλλιώς δε μπορείς να απολαύσεις το φιλμ, αλλά ως επαγγελματίες πρέπει να καταλάβουμε ότι πάντα ήταν έτσι. Τώρα η απειλή, η πρόκληση φαίνεται πιο δριμεία γιατί το βλέπουμε να συμβαίνει. Γιατί βλέπουμε ανθρώπους στο λεωφορείο να βλέπουν ταινίες στο τηλέφωνο ή και ούτε καν να τις βλέπουν, απλά να βλέπουν σκηνές. Θυμάμαι μια συνέντευξη του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ πριν από χρόνια, που έλεγε πως μπορούσε να ανιχνεύσει ανθρώπους των οποίων η σινεφιλία ήταν φτιαγμένη στα laserdiscs -τα θυμάται κανείς;- και ανθρώπους που η σινεφιλία γεννήθηκε στο σινεμά. Γιατί έλεγε τότε πως οι άνθρωποι που ανακαλύπτουν την ταινία σε laserdisc έχουν δυνατότερη ανάμνηση των money shots, των οπτικών highlights. Και αυτό ήταν κάτι που μου έμεινε ως τρομερά έξυπνο.
Αλλά ναι, τα πράγματα αλλάζουν. Ευτυχώς! Κι εμείς έχουμε το προνόμιο να είμαστε μάρτυρες αυτής της μετάλλαξης. Ο φόβος δεν είναι ποτέ καλή στάση. Ο φόβος δεν σε βοηθάει να ξεκινήσεις ενδιαφέρουσες συζητήσεις.
Αναφέρεις το "Mank". Μπορούμε να πούμε πολλά πράγματα, μπορούμε να μιλήσουμε για το τι είναι αυτός ο φετιχισμός για το παρελθόν, αλλά αν κοιτάξεις πιο κοντά, πόσα στούντιο σήμερα θα έκαναν ένα φιλμ για το Χόλιγουντ και για το σινεμά και να είναι ένα φιλμ απολύτως για το σήμερα; Οι μάχες ανάμεσα στον ρεπουμπλικάνο και τον δημοκρατικό υποψήφιο είναι απολύτως σχετικές με το σήμερα και αυτό είναι ένα φιλμ που έγινε από μια streaming πλατφόρμα. Είναι μια δραματική αλλαγή στη βιομηχανία.»
Στην Τσιχλάβα στην Τσεχία το 2017
Θέλω να πιαστώ από την αναφορά που έκανες στις μάχες παραγωγών και δημιουργών γιατί είναι κι αυτό κάτι συναρπαστικό και είναι ένα context που ανήκει κι αυτό στη μυθολογία του σινεμά. Βλέπεις κάτι σαν το «Mank» ας πούμε, και αφορά πράγματα που δεν τα αγνοείς όταν κάνεις μια ευρύτερη συζήτηση πάνω στο περιεχόμενο και τη φόρμα.
Είμαι κριτικός σινεμά, αυτό που πιστεύω είναι τη θεωρία ότι όταν ένα φιλμ ολοκληρωθεί είναι θέμα γλώσσας πια, πρέπει να ξεχάσεις πώς έγινε, και το γεγονός το ίδιο του πώς αλληλεπιδράς με αυτό το έργο τέχνης είναι μια δημιουργική πράξη από μόνο του. Προτιμώ να πιστεύω αυτό το σκεπτικό. Αλλά από την άλλη πλευρά…
Αυτό συμβαίνει επειδή άνθρωποι σαν τον Ντον Σίγκελ ήταν τρομερά πανούργοι, γυρίζοντας τη σωστή ποσότητα φιλμ και από τη σωστή γωνία και με το σωστό φως ώστε όταν ο παραγωγός ήθελε να επέμβει, ο μοντέρ δε μπορούσε να αλλοιώσει τίποτα. Δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές στο μοντάρει μια μάχη ή μια συζήτηση. Είναι πάντα πολύ έξυπνο, το ίδιο έκανε ο Χάουαρντ Χοκς κι ας είχε διαφορετική σχέση με τα στούντιο. Κι ο Τζον Φορντ το ίδιο.
Αναφέρεις το «Mank». Μπορούμε να πούμε πολλά πράγματα, μπορούμε να μιλήσουμε για το τι είναι αυτός ο φετιχισμός για το παρελθόν, αλλά αν κοιτάξεις πιο κοντά, πόσα στούντιο σήμερα θα έκαναν ένα φιλμ για το Χόλιγουντ και για το σινεμά και να είναι ένα φιλμ απολύτως για το σήμερα; Οι μάχες ανάμεσα στον ρεπουμπλικάνο και τον δημοκρατικό υποψήφιο είναι απολύτως σχετικές με το σήμερα και αυτό είναι ένα φιλμ που έγινε από μια streaming πλατφόρμα. Είναι μια δραματική αλλαγή στη βιομηχανία.
Μου άρεσε πολύ το «Mank», είναι σπουδαίο φιλμ. Θα ήθελα να ρωτήσω τον Ντέιβιντ Φίντσερ τι πρόβλημα έχει με τον Ορσον Γουέλς [γελάει] γιατί κάποιες φορές μοιάζει ρεβιζιονισμός εναντίον του Γουέλς, αλλά μετά από την άλλη, η Πολίν Κέιλ ήταν κι εκείνη πάντοτε μεγάλη υποστηρίκτρια του Μάνκιεβιτς και προσπαθούσε να επαναπλαισιώσει τη θέση του. Εμείς οι σινεφίλ είμαστε περίεργο γκρουπ ανθρώπων.
Ο Γκέτε έλεγε πως ο ίδιος βρισκόταν σε αυτόν τον κόσμο για να αναρωτιέται. Αυτό που θέλω όταν διαλέγω φιλμ είναι να εντυπωσιαστώ, να βρεθώ σε περιοχές που δεν γνωρίζω. Οταν με ρωτάνε τι είναι αυτό που ψάχνω εγώ προτιμώ να απαντήσω πως δεν ξέρω τι ψάχνω. Γιατί πες ότι ψάχνω για φιλμ που μοιάζουν με κάτι που ξέρω ήδη, αυτό δεν θα ήταν ενδιαφέρον. Θα έχανα το υπόλοιπο… όλο.»
Με τον Αλά Εντίν Σλιμ του «The Last of Us» στo Φεστιβάλ CinePalium το 2017
Μιας και μιλήσαμε για κάποια ονόματα, αναρωτιέμαι έχοντας και θέση σε Φεστιβάλ για πολλά χρόνια, υπάρχουν σκηνοθέτες που νιώθεις ιδιαίτερα περήφανος όταν ανακαλύπτεις ή παλεύεις για αυτούς; Και γενικότερα βρίσκεις τον εαυτό σου να ελκύεται περισσότερο σε κάποια κινηματογραφική τάση ή είδος;
Είναι ερώτηση-παγίδα από μέρους γιατί κάνει επίκληση στη ματαιοδοξία μου και θα έπρεπε να έχω την κομψότητα να πω ότι δεν ξέρω να απαντήσω, αλλά δε μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου απέναντι στη ματαιοδοξία μου! Πλάκα κάνω, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι δημιουργοί δεν ανακαλύπτονται ποτέ από έναν διευθυντή Φεστιβάλ. Είναι ήδη εκεί και περιμένουν κάποιον να ξεκινήσει μια συζήτηση μαζί τους.
Αν ας πούμε εγώ πω ότι είμαι περήφανος που εκπροσωπώ το σινεμά του Μπερτράντ Μαντικό, δεν σημαίνει πως εγώ τον ανακάλυψα. Είναι απλά ότι όταν είδα την ταινία σχεδόν κατέστρεψα το iPad μου γιατί το έβλεπα σε iPad μια Κυριακή πρωί. Και αυτή η ταινία κυριολεκτικά το διέλυσε! Θυμάμαι συγκεκριμένα να αφήνω το iPad μου να πέσει στο έδαφος. Δεν είναι σχήμα λόγου, κάποια στιγμή αναφώνησα «OH MY GOD» και μου έπεσε!
Δεν ανακάλυψα λοιπόν τον Μαντικό αλλά ήθελα να είναι μέρος αυτού που έκανα. Ή ακόμα καλύτερα, εγώ ήθελα να είμαι μέρος αυτού που κάνει εκείνος. Και το ίδιο ισχύει με το φιλμ «The Last of Us» του Αλά Εντίν Σλιμ. Περήφανος που πήρε τον Χρυσό Λέοντα του Μέλλοντος αλλά αυτός το πήρε, δεν το έδωσα εγώ. Ηταν το δικό του όραμα που τον έκανε έναν από τους πιο καίριους δημιουργούς της εποχής μας, εγώ ήμουν απλώς τυχερός να δω την ταινία του, να την ερωτευτώ και να τον παρακαλέσω να έρθει στη Βενετία γιατί ήθελα να τον έχω στο πρόγραμμα. Ή όταν είδα την πρώτη ταινία της Ανα Ερικσον, δεν έμοιαζε σαν τίποτα άλλο εκεί έξω.
Οπότε δε μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τη φράση, αλλά ο Γκέτε έλεγε πως ο ίδιος βρισκόταν σε αυτόν τον κόσμο για να αναρωτιέται. Αυτό που θέλω όταν διαλέγω φιλμ είναι να εντυπωσιαστώ, να βρεθώ σε περιοχές που δεν γνωρίζω. Οταν με ρωτάνε τι είναι αυτό που ψάχνω εγώ προτιμώ να απαντήσω πως δεν ξέρω τι ψάχνω. Γιατί πες ότι ψάχνω για φιλμ που μοιάζουν με κάτι που ξέρω ήδη, αυτό δεν θα ήταν ενδιαφέρον. Θα έχανα το υπόλοιπο… όλο.
Από την άλλη, ξέρω ακριβώς τι ΔΕΝ θέλω! Είναι σαν… αλλά δεν θα πω. Και ακόμα και με τα πράγματα που δεν σου αρέσουν, για μένα μια από τις μεγάλες ελευθερίες είναι να αλλάξεις την ιδέα σου δραματικά. Είναι ένας δημιουργός που δεν θα κατονομάσω, με τον οποίο πάντα είχα θέματα και μετά κάνει ένα φιλμ που δεν περίμενα από αυτόν που αγάπησα τελείως, απόλυτα, και μου λέγανε άλλαξες γνώμη κλπ. Ελα τώρα! Θέλω να έχω το δικαίωμα να μπορώ να αλλάζω γνώμη. Και γράφω για αυτό κάθε φορά που αλλάζω γνώμη για φιλμ και για σκηνοθέτες. Δεν μένει στο μυαλό μου. Γιατί θεωρώ είναι καθήκον μου να πω ότι άλλαξα γνώμη και πώς συνέβη, αφού είμαστε κριτικοί. Ή και κάποιες φορές μπορείς να αρχίσεις αγαπώντας έναν σκηνοθέτη και να μισείς ό,τι κάνει μετά. Μπορεί να συμβεί! Αλλά τίποτα δεν μένει το ίδιο για πάντα. Και πρέπει να προσαρμόζεσαι. Να κρατάς τα μάτια σου ανοιχτά και να προσπαθείς να καταλαβαίνεις τι συμβαίνει.
Ως κριτικός με ελκύει η θεωρια του δημιουργού αλλά επίσης είμαι αρκετά αιρετικός για να πω ότι μου αρέσουν πράγματα που η θεωρία δε θα συμπεριλάμβανε. Μου αρέσουν φτηνές κωμωδίες, z-grade πράγματα, αλλά μου αρέσει ο Ζακ Ριβέτ όσο και στον οποιονδήποτε. Πώς γίνεται ας πούμε να μη σου αρέσει ένας δημιουργός σαν τον Γουίλιαμ Λάστιγκ; Εχει περίεργες, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ συζητήσιμες ιδέες, αλλά κάποιες ταινίες του είναι πολύ καλές και αηδιαστικές και διασκεδαστικές. Τι να μη σου αρέσει; Και μετά έχεις ας πούμε τον γιαπωνέζο master Μίκιο Ναρούσε. Δεν είναι καν στο ίδιο γήπεδο και είναι ιεροσυλία να τους αναφέρω στην ίδια συνέντευξη και στην ίδια πρόταση, αλλά από την άλη… Από την άλλη!
Σου επιτρέπεται τουλάχιστον με τις ταινίες να έχεις διαφορετικές αγάπες και διαφορετικές μανίες.
Ως κριτικός με ελκύει η θεωρια του δημιουργού αλλά επίσης είμαι αρκετά αιρετικός για να πω ότι μου αρέσουν πράγματα που η θεωρία δε θα συμπεριλάμβανε. Μου αρέσουν φτηνές κωμωδίες, z-grade πράγματα, αλλά μου αρέσει ο Ζακ Ριβέτ όσο και στον οποιονδήποτε.»
Με τον Πέτρο Μάρκαρη για την επετειακή προβολή του «Μια Αιωνιότητα και Μέρα» στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο το 2019
Κλείνοντας ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις κάποια εικόνα για το ελληνικό σινεμά, μετά την τελευταία αυτή δεκαετία.
Εχω αίσθηση για το τι συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά και πρέπει να πω ότι μου αρέσει ειδικά ο σκηνοθέτης από την Εβδομάδα Κριτικής στη Βενετία, ο Σύλλας Τζουμέρκας. Το τελευταίο του στο Βερολίνο το αγάπησα, όπως και την «Εκρηξη». Μου άρεσε επίσης το «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη, και μια νέα ταινία, δεν ξέρω αν μπορώ να την αναφέρω ονομαστικά γιατί δεν βγήκε ακόμα, ένα α λα Σαμ Πέκινπα σύγχρονο γουέστερν στην Ελληνική επαρχία, στο φόντο της οικονομικής κρίσης.
Πολλά πράγματα συμβαίνουν τώρα. Στην διάρκεια των χρόνων φυσικά θυμάμαι ιδιαίτερα όταν είδα τον «Κυνόδοντα» ή τις ταινίες της Αθηνάς Τσαγγάρη, μου έχουν κάνει εντύπωση. Και προφανώς όταν ένα στιλ γίνεται τόσο έντονο τότε είναι εύκολο να προσελκύσει μανερισμούς. Αλλά και πάλι, αυτές οι ταινίες έφεραν ένα καθαρό αέρα στη σκηνή. Και πολλά ντοκιμαντέρ! Θυμάμαι το «Τη Νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη», αυτό κατά τη γνώμη μου ήταν εκπληκτικό, όπως κι ένα που είχα δει στη Θεσσαλονίκη, το «T4 Trouble and the Self Admiration Society» για έναν ρόκερ στην Ελλάδα των 70s.
Πάντα πρόσεχα τι συμβαίνει στο Ελληνικό σινεμά. Και νομίζω, και ελπίζω, σαν καλλιτεχνικός διευθυντής του Λοκάρνο να συνεχίσω τη συζήτηση με τα ταλέντα που έρχονται τώρα. Διαδώστε το, και είμαι απόλυτα ειλικρινής. Θέλω τους δημιουργούς της χώρας να φέρνουν τα φιλμ τους στο Λοκάρνο.