H «Γυναίκα με τη Μερσεντές» («Moka») είναι η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του Φρεντερίκ Μερμούντ, μετά το «Complices» του 2009, και η τρίτη συνεργασία του σκηνοθέτη με τη μούσα του Εμανουέλ Ντεβός.
Βασισμένη στο βιβλίο της Τατιάνα ντε Ρονέ, η ταινία είναι η ιστορία της εκδίκησης της κεντρικής ηρωίδας Νταϊάν, η οποία παίρνοντας μαζί της μονάχα μερικά πράγματα, λίγα χρήματα και ένα όπλο, πηγαίνει από την Ελβετία στο Εβιάν της Γαλλίας, με μοναδικό στόχο να βρει τον οδηγό της Μερσεντές χρώματος μόκα που προκάλεσε το θάνατο του γιού της.
Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας στο πλαίσιο του 18ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογραφου κι ο σκηνοθέτης της επισκέφτηκε την Αθήνα για την πρεμιέρα και απάντησε στις ερωτήσεις του Flix για την επιλογή των δυο εξαιρετικών πρωταγωνιστριών του, της Εμανουέλ Ντεβός και της Ναταλί Μπάι και για τις έννοιες της εκδίκησης και της συγχώρεσης πάνω στις οποίες έχτισε την ταινία του.
H «Γυναίκα με τη Μερσεντές» προβάλλεται ήδη στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή της Filmtrade.
Ο Φρεντερίκ Μερμούντ με την Εμανουέλ Ντεβός
Γιατί επιλέξατε να γυρίσετε αυτή την ταινία; Είχατε διαβάσει ήδη το βιβλίο ή πρώτα επιλέξατε τους συντελεστές και το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν το κατάλληλο σεναριακό όχημα;
Ήθελα πάρα πολύ να δουλέψω ξανά με την Εμανουέλ Ντεβός μετά τις δύο ταινίες που γυρίσαμε ήδη μαζί. Η Εμανουέλ Ντεβός ήταν ο λόγος και η αιτία που γύρισα την ταινία. Μετά το Complices, την προηγούμενη ταινία μου, της είπα ότι θέλω να κάνω μια ταινία αποκλειστικά γι’ αυτήν, να την ακολουθώ με την κάμερα παντού, να είναι η κάμερα σχεδόν κολλημένη στο σβέρκο της κι από κει και πέρα να χτίσω τα υπόλοιπα με το μοντάζ. Η Εμανουέλ συνδυάζει δύο κουλτούρες, τη γαλλική, που βγάζει μια ακραία φυσικότητα, και την αγγλοσαξωνική, στο τρόπο που ερμηνεύει τους χαρακτήρες με έναν φυσικό κι ανόθευτο τρόπο. Ανακάλυψα το βιβλίο της Τατιάνα ντε Ρονέ αργότερα και συνειδητοποίησα ότι ο ο χαρακτήρας της γυναίκας που φεύγει για να βρει τον άνθρωπο που της κατέστρεψε τη ζωή απαιτούσε την ερμηνεία και το μοναδικό τρόπο παιξίματος της Εμανουέλ και ότι ήταν ιδανικός γι’ αυτή.
Η επιλογή της Ναταλί Μπάι πώς προέκυψε;
Η ταινία αφορά μια αντιπαράθεση, μια σύγκρουση δύο πολυ δυναμικών γυανικών κι έπρεπε να βρω το ιδανικό ερμηενυτικό αντίβαρο για την Εμανουέλ Ντεβός προκειμένου όλο αυτό να λειτουργήσει. Αυτή η σύγκρουση έπρεπε να δημιουργηθεί από δύο αντίθετα: η Εμανουέλ Ντεβός είναι πιο σκοτεινή, πιο σεληνιακή, ενώ η Ναταλί, πιο φωτεινή, πιο «ηλιακή», ας πούμε. Οπότε πάνω σ’ αυτό το δίπολο δόμησα την ταινία μου. Επειτα η μία είναι καστανή, η άλλη ξανθιά, η μια είναι πιο εγκεφαλική, η άλλη πιο σωματική, επομένως ήξερα ότι οι δύο αυτές μαζί θα έφτιαχναν μία εκρηκτική χημεία, με το δικό τους τρόπο.
Υπάρχει μια ελεγειακή διάσταση στην ταινία, η πορεία της πρωταγωνίστριας μοιάζει με μια έξοδο από το σκοτάδι στο φως, με μια επιστροφή από τον κόσμο των νεκρών στον κόσμο των ζωντανών.
Ακριβώς αυτό. Το γεγονός ότι ο χαρακτήρας της Ντεβός φορά στην αρχή μια κυνηγετική κάπα, την οποία βγάζει και βγαίνει σιγά σιγά στον έξω κόσμο, συγχρωτίζεται με τον κόσμο, αρχίζει να ξεχνάει τον πρωταρχικό σκοπό της που είναι η εκδίκηση ή μάλλον να αλλάζει τον τρόπο που θέλει να τον πετύχει. Αποκτά με τον καιρό και πάλι μια συνάισθηση του κόσμου, του τι σημαίνει να ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Ερχεται στο φως, αφηνοντας πίσω της το σκοτάδι, το οποίο γνωριζει ότι εξακολουθεί να την ακολουθεί μέχρι το τέλος, αλλά αποκτά τη δύναμη να το ελέγξει.
Πιστεύω ότι όσο πιο δυνατή είναι η θέληση για εκδίκηση, τόσο πιο καθαρτήρια ειναι η δύναμη της συγχώρεσης. Είναι μια δύσκολη πορεία στην οποία πρέπει να γκρεμιστείς και να ανοίξεις την καρδιά σου, δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά μόνο έτσι καταφέρνεις να φτάσεις στη γαλήνη. Είναι τόσο περίπλοκο το να μπορέσεις να συγχωρήσεις τον άλλο, αλλά και τόσο απλό. Γι’ αυτό είναι και τόσο πολύτιμο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι κάποιοι δεν καταφέρνουν να συγχωρήσουν ποτέ, ακόμα κι αν περάσουν πολλά χρόνια, ακόμα κι αν το θέλουν πραγματικά.
Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα τη χρήση του φυσικού τοπίου, το οποίο παίζει σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο. Μιλήστε μας λίγο για το συμβολισμό του.
Η τοπογραφία της ταινίας είναι ουσιαστικά ένας ακόμα χαρακτήρας της. Τα βουνά διαμορφώνουν μια αρένα, ένα κλειστό τερέν, τον χώρο στον οποίο θα εξελιχθεί η αντιπαράθεση των δύο κεντρικών ηρωίδων. Υπάρχει από τη μια πλευρά μια αγριότητα, κι από την άλλη μια ηρεμία, που δημιουργούν μια εξίσου δυνατή σύγκρουση, όπως αυτή των πρωταγωνιστριών μου. Το νερό της λίμνης από την άλλη δίνει μια νέα διάσταση στην ταινία, υπάρχει σχεδόν σε κάθε πλάνο κι όταν δεν υπάρχει το ακούμε, διαρρέει κατά κάποιον τρόπο όλη την ταινία και την διαποτίζει. Το υγρό στοιχείο κάνει την εμφάνιση του με κάθε τρόπο, επέλεξα τοποθεσίες με συντριβάνια και σπα, για να δείξω αυτή τη συνεχή ροή των πραγμάτων, του χρόνου, της ζωής και της μνήμης.
Είναι το νερό ένας ακόμα συμβολισμός της λήθης; Το υγρό στοιχείο κουβαλά αναμνήσεις ή τις σβήνει;
Το πολύ ενδιαφέρον με το νερό είναι η πολυσημία του. Είναι πηγή ζωής, αλλά μπορεί να σκοτώσει. Γίνεται πάγος που εγκλωβίζει τα πάντα ή αέρας που χάνεται. Επομένως, όλα αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να περιγράψουν τα κίνητρα ή την ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα που υποδύεται η Ντεβός.
Μιλήστε μας λίγο για τη χρήση της μουσικής. Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Μπετόβεν ήταν συνειδητή επιλογή;
Καταρχάς η μουσική του Μπετόβεν είναι τόσο δημοφιλής, σχεδόν λαϊκή θα έλεγα, κι όλοι ταυτίζονται με αυτή λίγο ως πολύ. Επίσης, έβαλα τη νεαρή κοπέλα να παίξει τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» στο πιάνο, αφενός γιατί την έχω συνδυάσει με την εφηβική ηλικία, αφετέρου γιατί προκαλεί μια σχεδόν εφηβική συγκίνηση. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι την έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές, πάντα προκαλεί ένα αίσθημα ανακούφισης και παρηγοριάς, όπως αυτή που χρειάζεται η κεντρική ηρωίδα.
Τι σημαίνει για εσας το τελευταίο πλάνο; Τελικά μπορούμε να ξεπεράσουμε το πένθος ή μένει για πάντα μια πληγή;
Για μένα σημαίνει ότι η ζωή πάντα συνεχίζεται. Είναι ένα κάλεσμα προς κι από το μέλλον, ένας τελευταίος αποχαιρετισμός όλων όσα πρέπει να αφήσουμε πίσω.
Πιστεύετε στη συγχώρεση ή στην εκδίκηση;
Η έννοια της συγχώρεσης είναι κεντρική στις δύο τελευταίες μου ταινίες. Πιστεύω ότι όσο πιο δυνατή είναι η θέληση για εκδίκηση, τόσο πιο καθαρτήρια ειναι η δύναμη της συγχώρεσης. Είναι μια δύσκολη πορεία στην οποία πρέπει να γκρεμιστείς και να ανοίξεις την καρδιά σου, δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά μόνο έτσι καταφέρνεις να φτάσεις στη γαλήνη. Είναι τόσο περίπλοκο το να μπορέσεις να συγχωρήσεις τον άλλο, αλλά και τόσο απλό. Γι’ αυτό είναι και τόσο πολύτιμο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι κάποιοι δεν καταφέρνουν να συγχωρήσουν ποτέ, ακόμα κι αν περάσουν πολλά χρόνια, ακόμα κι αν το θέλουν πραγματικά.
H «Γυναίκα με τη Μερσεντές» προβάλλεται ήδη στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή της Filmtrade.