Τυπικό καταχείμωνο στο Ελ Ει με … ντάλα ήλιο να καίει στους 29 βαθμούς (!) και τυπικό πρωινό πήξιμο στην ανισόπεδη που σε βγάζει από την, προς τα ανατολικά, εθνική 105 για να σε στείλει στην, προς βορρά, 110… [σημ. Οι σινεφίλ την γνωρίζουν καλά από τη, προ 23ετίας, τρελή κούρσα του λεωφορείου στο «Speed» μα εγώ την νοσταλγώ γιατί, περνώντας την, κατέληγα στο PM Sounds του Τόρανς, για να ανταλλάξω με δολάρια τα απίστευτα jazz και soul 33άρια τού, τίγκα στην χρυσή καδένα και πάντα καλά ξηγημένου, αδελφού Έρβιν!]
Ξαφνικά, κάτι παράταιρο ξεχωρίζει μέσα σε αυτή τη βαβέλ από ραδιόφωνα, σιντιέρες, mp3, δορυφορικούς αποκωδικοποιητές και ποιός ξέρει τι άλλο ακόμα: γκλιν - γκλιν - γκλιν ακούγονται οι πιρουέτες πάνω σε έβενο και φίλντισι , ββββρρρρρρ μουγκρίζουν τσαντισμένα τα καρούλια της κασέτας, ξανά τα ίδια πονηρά χτυπήματα στο πιάνο, και πάλι πίσω στην αρχή καθώς ένας ανυπόμονος οδηγός προσπαθεί να «βγάλει» τις νότες πριν ξεριζώσει το rewind και το play από το κασετόφωνο που δεσπόζει στην κονσόλα μιας μπάνικης ξεσκέπαστης Buick Riviera του ’82!
Λίγο αργότερα επιχειρεί το ίδιο στο, τυπικό για τζαζόπληκτο, τσαρδί του μπροστά σε ένα φτηνό πιάνο - βολεμένος μάλιστα σε ένα σκαμνί που κάποτε ανήκε στον, πλησιέστερο των αμερικανών κλασσικών προς την jazz ιδεολογία, Hoagy Carmichael - να παίζει ξανά και ξανά τις ίδιες νότες ταλαιπωρώντας αυτή τη φορά, παρά το αξιοθαύμαστα σταθερό αριστερό του χέρι και την εγγυημένη αβρότητα μιας βελόνας Audiο Technica, τα πρώτα αυλάκια της δεύτερης πλευράς ενός, ξεκάθαρα αυθεντικού από τη γνωστή ως “360” κατακόκκινη ετικέτα της Columbia, αντίτυπου του τυπωμένου το ’66 άλμπουμ Straight, No Chaser του, κυριολεκτικά και μεταφορικά, θεόρατου πιανίστα Thelonious Monk!
Ο λόγος περί του Japanese Folk Song, μια σύνθεση του γιαπωνέζου Rentaro Taki από το 1901 με τίτλο Kojo Νo Tsuki που, χρόνια αργότερα, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε σκηνές ασπρόμαυρων κινέζικων ταινιών με σκοπό να πριμοδοτεί με έμφαση και ένταση τις επί της οθόνης βαρβαρότητες των εκ της Ιαπωνίας ορμώμενων και το οποίο ο, αποκαλούμενος και ως, Μελόντιους Θανκ [“Μελωδικός Κρότος”, βλ. σελ. 74, Κι όμως όμορφα… Ενα βιβλίο για την τζαζ. Geoff Dyer, 2008, Εκδ. Πάπυρος] είχε συμπεριλάβει στο ρεπερτόριο του κατά την διάρκεια μιας πρόσφατης περιοδείας στην χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και, με την αμέριστη συμπαράσταση των Charlie Rouse [τενόρο σαξόφωνο], Larry Gales [μπάσο] και Ben Riley [τύμπανα] και την υψηλή επιστασία του έμπειρου Teo Macerο, μεταποίησε σε μια τόσο φευγάτη αποθέωση του ρυθμού που δεν παίρνεις χαμπάρι πως διαρκεί 16 πρώτα και 38 δεύτερα ολόκληρα λεπτά! Και όπως ακριβώς ο Σεμπ [Ράιαν Γκόσλινγκ], το βάζεις να παίξει ξανά… Και ξανά… Και ξανά…
Σε ποιό μέρος λοιπόν ένας τέτοιος τύπος θα μπορούσε να βρει το κουράγιο αλλά και τα επιχειρήματα ώστε να προσπαθήσει να αλλάξει την κάκιστη γνώμη που είχε για τη τζαζ το κορίτσι που του αρέσει; Μα και φυσικά σε ένα .. τζαζ κλαμπ! Και οποία καλύτερη επιλογή από το θρυλικό και ακόμα ενεργό Lighthouse όπου ο Σεμπ καταλήγει - πρώτο τραπέζι πίστα, μάλιστα - με τη Μία [Eμα Στόουν] μετά την επιμορφωτική ξενάγηση στην ονειροχώρα των αδελφών Warner!
Με έδρα το νούμερο 30 της λεωφόρου Πίερ, λίγα σχεδόν μέτρα δηλαδή πίσω από τις αμμουδιές της Ερμόζα Μπίτς που δροσίζει ο Ειρηνικός, το εν λόγω στέκι αποτέλεσε, εκεί πίσω στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, την στρατηγική γιάφκα εκείνου του, ευρωπαϊκού λυρισμού και ήπιας προσέγγισης, ιδιαίτερου στυλιστικού σχεδιασμού που, υπό την επωνυμία Ήχος της Δυτικής Ακτής, ανέπτυξαν κυρίως λευκοί - Chet Baker, Dave Brubeck, Stan Getz, Jimmy Giuffre, Shelly Manne, Gerry Mulligan, Art Pepper, Zoot Sims - αλλά και μαύροι - Curtis Counce, Chico Hamilton, John Lewis, Julius Watkins - παιχταράδες! Ενδεικτικό του τι περίπου διημείβετο εντός των τειχών του τότε και αυτή η συνάντηση κορυφής που έγινε στην μικρή σκηνή του ημέρα Κυριακή και 13 του Σεπτέμβρη το ‘53 όταν το … δανεικό (!) χωνί τού, περαστικού από τη γειτονιά και άρτι βγαλμένου από το χούι, Miles Davis βρέθηκε αντιμέτωπο με τα τσαχπίνικα έμβολα του Rolf Ericson, τον άλτο σωλήνα του Bud Shank, το τενόρο μπουρί του Bob Cooper, την ασπρόμαυρη οδοντοστοιχία της Lorraine Geller, το όρθιο μπαούλο του Howard Rumsey και τις τσίτα μεμβράνες του Max Roach για μια εκδοχή του Infinity Promenade που, υπογεγραμμένο από τον ντόπιο τρομπετίστα Shorty Rogers, άνοιγε το άλμπουμ At Last! του Davis μετά των παραπάνω μουσικών που βαφτισμένοι ως Lighthouse All -Stars αποτελούσαν την περίοδο εκείνη την τακτική μπάντα του μαγαζιού, και το οποίο, με καθυστέρηση τριάντα και βάλε χρόνων, τύπωσε το ’85 η, πλέον συνδεδεμένη με τον συγκεκριμένο Ήχο, Contemporary Records!
Προσπαθώντας ο, γνωστός από παλιά, Κιθ [Τζον Λέτζεντ] να πείσει τον Σεμπ να μπει στους δικούς του Messengers πέρα από τα δύο φ - και φήμη και φράγκα - του μοστράρει κατάμουτρα και τη ευκαιρία να αφήσει και αυτός το δικό του αποτύπωμα στα τζαζ αρχεία. Επικαλείται μάλιστα το ειδικό βάρος δύο περιπτώσεων που ξέρει πολύ καλά ότι ο επίμονος πιανίστας τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία - την μία μάλιστα την γνωρίζουμε ήδη και εμείς, οι αποσβολωμένοι θεατές, καθώς πρόκειται για τον Monk… Την άλλη όμως ο, τα πάντα εν σοφία εποίησας, σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ντάμιεν Σαζέλ προτιμά να την αναφέρει κατ’ όνομα και μόνον, αφήνοντας όποιον θέλει να την ανακαλύψει κατ’ ιδίαν… Kenny Clarke ξεστομίζει λοιπόν ο Κιθ, υπονοώντας προφανώς την μετάλλαξη που επέφερε ο εν λόγω ντραμίστας στην τζαζ με τα τσαλίμια που έκανε στα πιατίνια και στα κομματάκια που τεμάχιζε τον χρόνο… Το δείγμα που ακολουθεί μπορεί να μην είναι και τόσο ενδεικτικό των δεξιοτήτων του αλλά είναι χάρμα … αυτιών: Bohemia After Dark από το φερώνυμο άλμπουμ που τύπωσε για πρώτη φορά η Savoy το ’55 και όπου ο, ανάλογα με την έκδοση μπροστάρης ή όχι, Clarke ζωγραφίζει παρέα με τους Nat Adderley [κορνέτα], Donald Byrd [τρομπέτα], Julian "Cannonball" Adderley [άλτο], Jerome Richardson [τενόρο σαξόφωνο], Horace Silver [πιάνο] και Paul Chambers [μπάσο]!
Για μια σειρά από λόγους που θα απαιτούσαν αρκετές εξηγήσεις, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αναφορά στο όνομα τού ως άνω τυμπανιστή Clarke είναι χαρακτηριστική περίπτωση για τα goofs του IMDb ή γλώσσα λανθάνουσα επί το ελληνικότερο καθώς άπαντες οι συντελεστές της σκηνής πρέπει να είχαν στο μυαλό τους τον … πιανίστα Sonny Clark (!) που, από όπου και να το πιάσει κανείς, κολλάει καλύτερα ως επιρροή σε κάποιον που έχει επιλέξει τα πλήκτρα από τις κάσες και όταν, τελικά, το πήραν χαμπάρι ήταν πια, απλά, πολύ αργά για δάκρυα! Ομολογουμένως, ο Clark χωρίς e δεν θεωρείται τόσο ριζοσπαστικός όσο αυτός με το e αλλά πρόλαβε, πριν τον τελειώσουν τα ξύδια και η ντρόγκα, να κάνει τόσα όσα θα ήταν αρκετά ώστε να τον θαυμάζει ένας μεταγενέστερος ομότεχνος του : άνετος στο γράψιμο, τέλειος στα πατήματα, φευγάτος στο νου και ανοιχτός σε συνεργασίες αποτέλεσε έναν από τους δουλευταράδες στην γραμμή παραγωγής της Blue Note. Και δια του λόγου το αληθές, το δικό του Sonny's Crib από το φερώνυμο και συνάμα δεύτερό του άλμπουμ για λογαριασμό αυτής της, σε μπλε και άσπρο, ετικέτας από το ’57 με μια χούφτα συνήθεις υπόπτους από το παρουσιολόγιο της: Donald Byrd [τρομπέτα], Curtis Fuller [τρομπόνι], John Coltrane [τενόρο σαξόφωνο], Paul Chambers [μπάσο] και Art Taylor [τύμπανα]!
Γεγονός είναι πάντως ότι αυτή η αμφισημία δεν παραξένεψε δύο τουλάχιστον σημαντικά στο είδος τους έντυπα όπως το Billboard και το New Yorker που, σε άρθρα τους, παραθέτουν αυτούσια την επίμαχη ατάκα από το φιλμ - την οποία και μεταφέρω επί τούτου στην μητρική της γλώσσα :
“You’re so obsessed with Kenny Clarke and Thelonious Monk - these guys were revolutionaries. How are you going to be a revolutionary if you’re such a traditionalist? You’re holding onto the past, but jazz is about the future.”
Μάλιστα ο Ρίτσαρντ Μπρόντι του δεύτερου δεν το «έπιασε» ώστε να αμφισβητήσει ακόμα πιο γερά, στο ξινό πλην εμπαθές και τιτλοφορημένο ως Ο Μάταιος Μόχθος του La La Land άρθρο του, τόσο το τσαγανό του Σαζέλ όσο και την τζαζ καθαρότητα του ρόλου του Σεμπ χαρακτηρίζοντας το θέμα που παίζει σαν «ένα κλαψιάρικο βαλσάκι με βαρύγδουπη κατάληξη που θυμίζει μάλλον Eddy Duchin ή Liberace παρά Cecil Taylor ή Art Tatum» προσθέτοντας μάλιστα και την μπηχτή «ο οποίος μάλιστα δεν είχε κανένα πρόβλημα να παίξει φοβερή τζαζ διασκευάζοντας χριστουγεννιάτικα τραγούδια».
Εντυπωσιακές οι συγκρίσεις ονομάτων αλλά αφενός μεν από την αβάσταχτη ελαφρότητα των δύο πρώτων μέχρι την περίπλοκη σοβαρότητα του τρίτου υπάρχει κάπου ενδιάμεσα και η περιπτωσάρα Bill Evans, αφετέρου δε η πρακτική του τέταρτου αποτελεί μέρος του τρόπου σκέψης αμέτρητων μουσικών του χώρου… Κρίμα, γιατί ο εν λόγω κριτικός δείχνει μπασμένος στα τζαζ πράγματα, κατά πως φαίνεται και παρακάτω στο ίδιο άρθρο, καθώς αποκωδικοποιεί την, πολλαπλής ανάγνωσης, αναφορά που κάνει ο Σαζέλ σε έναν ξεχασμένο δίσκο φιλμάροντας την Μία και τον Σεμπ από την ίδια ακριβώς γωνία που έχει φωτογραφηθεί με το τενόρο του ο Harold Land για το εξώφυλλο του ντεμπούτο άλμπουμ του In the Land of Jazz : μπροστά δηλαδή από τους, φτιαγμένους από ατσαλόβεργα και μπετόν και στολισμένους με πορσελάνη, γυαλί και πλακάκια, θεόρατους πύργους που δημιούργησε, από το ‘21 μέχρι το … ’54, ο ιταλός μετανάστης Sabato "Simon" Rodia στη γειτονιά Γουότς της Πόλης των Αγγέλων!
Ηχογραφημένο με την συμμετοχή των Rolf Ericson [τρομπέτα], Carl Perkins [πιάνο], Leroy Vinnegar [μπάσο] και Frank Butler [τύμπανα], με σημειώσεις στο οπισθόφυλλο από τον κορυφαίο γραφιά του χώρου Nat Hentoff που, συμπτωματικά, την «έκανε» πριν λίγες μόλις μέρες, και τυπωμένο από την ήδη αναφερθείσα Contemporary το ’58, περιείχε υψηλής ποιότητας μποπ σαν το Grooveyard που άνοιγε την δεύτερη πλευρά του!
Ο μεγάλος καημός του Σεμπ είναι να ανοίξει το δικό του κλαμπ! «Η τζαζ πεθαίνει» επισημαίνει φουρκισμένος στη Μία , «και όλοι λένε : ας πάει στα κομμάτια, τα έφαγε τα ψωμιά της!», προσθέτοντας με νόημα ότι στο δικό του στέκι «όλοι θα παίζουμε ότι γουστάρουμε, όποτε μπορούμε, όπως μας βγαίνει - αρκεί να παίζουμε την πραγματική τζαζ!» για να την διαχωρίσει προφανώς από αυτό που μέχρι τότε θεωρούσε ως χαρακτηριστικό της δείγμα η καλή του: το πασπάλισμα με ζάχαρη άχνη του Kenny G!
Σκοπεύει μάλιστα να το βαφτίσει Chicken On A Stick - Καλαμάκι Κοτόπουλο δηλαδή, στην ημεδαπή καθομιλουμένη - αποδίδοντας τοιουτοτρόπως φόρο τιμής στο παρατσούκλι Bird [Πουλί ή και Yardbird επίσης] του Charlie Parker, το οποίο δεν είχε να κάνει με αυτό που ο ίδιος επινόησε και γκρέμισε συθέμελα τις μέχρι τότε τζαζ παραδόσεις αλλά με το γεγονός ότι, όπου και αν βρισκόταν, καταβρόχθιζε απίστευτες ποσότητες τηγανητού, ψητού, βραστού ή όπως αλλιώς μαγειρεμένου κοτόπουλου ΄ και στα μέρη του όλα τα κοτόπουλα τα έλεγαν yardbirds!
Υπάρχει επίσης και ένας τζαζ μύθος όπου θέλει να συνυπάρχουν στο πίσω κάθισμα ενός ταξί διαφόρων ειδών πουλιά: ο Parker ξεκοκαλίζει ένα κοτόπουλο καθώς ένα άλλο πουλί - γκόμενα, σύμφωνα με την αγγλόφωνη αργκό - έχει μπουκωθεί με το … πουλί του Πουλιού ενώ ο, έφηβος ακόμα και στριμωγμένος δίπλα του, Miles Davis το παίζει κότα! Πρόκειται μάλιστα για την περίοδο εκείνη που ο τρομπετίστας συμπλήρωνε, μαζί με τους Duke Jordan [πιάνο], Tommy Potter [μπάσο] και Max Roach [τύμπανα], το κουιντέτο του σαξοφωνίστα. Μεταξύ αυτών δε που άφησαν καταγεγραμμένα και αυτή η ιδιαίτερη μεταχείριση στο στάνταρντ Out Of Nowhere τον Νοέμβρη του ’47! [σημ. Για όσους δεν έχουν υποκύψει ακόμα στην γοητεία του «La La Land», το κλαμπ όπου διαδραματίζεται το φινάλε είναι υπαρκτό, γνωστό ως Blind Donkey και δέχεται πελάτες καθημερινά, από τις 5:00 μμ έως τις 2:00 πμ, στο νούμερο 149 της λεωφόρου Λίντεν του Λόνγκ Μπίτς. Οι υπόλοιποι ξέρουν ακριβώς περί τίνος πρόκειται…]
Μεταξύ αυτών, όπως δηλώθηκε εξ αρχής, και η αφεντιά μου. Μάλιστα δεν είναι διόλου τυχαία η επιλογή του συγκεκριμένου Out Of Nowhere καθώς δεν μου βγαίνει με τίποτα από το μυαλό ότι ο και κολλητός του σκηνοθέτη Justin Hurwitz κάτι από τη πλανεύτρα αύρα του άδικα υποτιμημένου Δούκα ήθελε να προσδώσει στο δικό του City Of Stars…
Αντί επιλόγου : Tην Κυριακή της Πρωτοχρονιάς ένα κορίτσι και ένα αγόρι, που πριν δεκαεπτά σχεδόν χρόνια συνειδητοποίησαν ότι δεν είχε νόημα να ζήσουν χώρια την όποια ζωή τους απόμενε, πήγαν στο «La La Land». Την επόμενη Τρίτη το αγόρι πήγε ξανά - όχι μόνο του αλλά με τον … δεκάχρονο γιό τους αυτή τη φορά - με την ελπίδα ότι πριν καταλήξει με τη σειρά του και αυτός σε εκείνη τη μία να γνωρίσει κάμποσες, λιγότερο ή περισσότερο αξιόλογες δεν έχει σημασία, σαν την Μία…
Το «La La Land» του Ντάμιεν Σαζέλ προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή Odeon
Περισσότερο Flixibility από τον Νίκο Πετρουλάκη
- Flixibility: Μικρός οδηγός για αρχάριους στον rock 'n' (Ιggy) pop κόσμο των The Stooges
- Flixibility: Από τους Led Zeppelin στη Μέρι Πόπινς μια «σκέτη κλεψιά» δρόμος
- Flixibility: Ο Νίκος Πετρουλάκης μας βάζει στο παρασκήνιο του «Vinyl» και των ηλεκτρισμένων 70ς
- Flixibility: Ο Νίκος Πετρουλάκης αποχαιρετά τον Αλέν Τουσέν
- Flixibility: 1438 Δευτερόλεπτα για τον Αρη
- Flixibility: Ezy Rider
- Flixibility: Είναι ο Τομ Κρουζ ο πρώτος τη τάξει jazz hipster του Χόλιγουντ;
- Flixibilty: Ο Μπράιαν Γουίλσον δεν ήξερε να κάνει σερφ!
- Flixibility: Αλάνα, Αφάνα και Καμπάνα
- Flixibility: Happiness Is A Warm Gun
- Flixibility: Ντέιβιντ Μπόουι - The Cracked Actor
- Flixibility: The Boys With The Thorne In Their Side
- Flixibility: «A Hard Day's Night» - It was fifty years ago today!
- Flixibility: Blaxwomagic
- Flixibility: Στον Τροπικό της Επάρατου
- Flixibility: Το καλοκαίρι θα 'ρθει και θα πει κι ένα τραγούδι (ή έξι)
- Flixibility: Ladies Sing the... Blues
- Flixibility: Το Rock and Roll Hall of Fame, οι Kiss και «Το Φάντασμα του Παραδείσου» του Μπράιαν Ντε Πάλμα
- Flixibility: I Scream For Jim!
- O Νίκος Πετρουλάκης δημοσιοποιεί την ανάμειξή του στην υπόθεση «Ασπίδα»
Tags: La La Land