
Το σινεμά έχει μία μαγική δύναμη. Να φέρνει μπροστά μας -με άβολο ΖΟΟΜ στην μεγάλη οθόνη- ζητήματα που τείνουμε να σκουπίζουμε κάτω από το χαλάκι της συλλογικής συνείδησης. Και να ανοίγει διαλόγους - στις παρέες μας, στο περιβάλλον μας, μέσα μας.
Οπως, το δικαίωμα στην ερωτική διάθεση και ικανοποίηση ατόμων με (σωματική, πνευματική, ψυχική) αναπηρία.
Αυτό είναι το θέμα που προσέγγισε με ιδιαίτερη προσοχή και τόλμη η ηθοποιός και σεναριογράφος Ελπίδα Σταθάτου κι έγραψε το σενάριο του «11:01», μίας μικρού μήκους ταινίας που θα διαγωνιστεί σε λίγες μέρες στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Κιν/φου Κεφαλονιάς - «Κύματα»
Φωτογράφος πλατώ: Aρης Ζιωτόπουλος
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ Η ταινία φέρει την σκηνοθετική υπογραφή του Jimi Δροσινού (θα μας εξηγήσει γιατί δεν σκηνοθέτησε η ίδια). Η ίδια κρατά την πρωταγωνιστική θέση, δίπλα στην Λωξάνδρα Λούκας (ηθοποιό του θεάτρου και του κινηματογράφου, που είχαμε γνωρίσει από το ντοκιμαντέρ «Λώξη» των Δημήτρη Ζάχου και Θανάση Καφετζή) και τον Ακύλλα Καραζήση.
ΠΛΟΚΗ Η ιστορία θέλει τη Στεφανία, μία χορεύτρια που μετακομίζει σε ένα νέο διαμέρισμα με τη σύντροφό της και ανοίγει στη γειτονιά μία σχολή χορού, να γνωρίζει τη Ρωξάνη, ένα έφηβο κορίτσι με σύνδρομο Down, που ζει μόνη της με τον πατέρα της από τότε που η μητέρα της έφυγε από τη ζωή. Εκείνος, μοναχικός, μελαγχολικός, κλειστός, τρομαγμένος, μεγαλώνει το κορίτσι του με τον καλύτερο τρόπο που ξέρει και μπορεί: υπερποστατευτικά κι αμήχανα. Στην σκέψη και μόνο ότι γίνεται γυναίκα κι έχει ορμές, φρικάρει, επεμβαίνει, περιορίζει. Μέχρι που η Στεφανία, μέσα από τα μαθήματα χορού που κάνει στην Ρωξάνη, συνειδητοποιεί τι συμβαίνει. Θα επέμβει; Εχει το δικαίωμα;
Μιλήσαμε με την Ελπίδα Σταθάτου για το πώς εμπνεύστηκε αυτή την ιστορία, ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισε για να γράψει με σωστές ισορροπίες ένα τέτοιο σενάριο, και κατά πόσο η γυναίκα στο σινεμά (σε όλες της τις πραγματικές διαστάσεις) έχει καλύτερη εκπροσώπηση στις μέρες μας.
Ελπίδα, υπογράφεις το σενάριο του «11.01», μίας μικρού μήκους με ένα τολμηρό θέμα που δεν αγγίζει ακόμα η ελληνική κοινωνία: τη σεξουαλικότητα ανθρώπων με αναπηρία. Από που προέκυψε αυτή η ιδέα στο μυαλό σου και γιατί θέλησες να είναι αυτό το επόμενο σενάριο σου; Επίσης, γιατί δεν σκηνοθέτησες εσύ;
Κάπως νιώθω ότι οι ιστορίες συνήθως με βρίσκουν αυτές, παρά οτι εγώ αποφασίζω τι θέλω να είναι το επόμενο σενάριο. Η ιδέα για το «11:01» γεννήθηκε όταν είδα τα «Ερωτευμένα Άλογα» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά από την ομάδα «Εν δυνάμει» όπου έπαιζε και η Λωξάνδρα. Ήταν μια παράσταση νέων καλλιτεχνών, με και χωρίς αναπηρία, που διαπραγματευόταν θέματα που με άγγιξαν βαθιά: τον έρωτα και τη σεξουαλικότητα στα άτομα με αναπηρία και την γενικότερη ανάγκη για ικανοποίηση και αποδοχή σε μια κοινωνία που ούτε ενημερώνεται ούτε ενημερώνει. Είναι κάποιες παραστάσεις που σε στοιχειώνουν, μια από αυτές ήταν για εμένα η συγκεκριμένη. Εκείνο το βράδυ έφυγα από το θέατρο και ένιωσα να το πω απλά, τελείως άσχετη.
Θύμωσα με εμένα, με την κοινωνία, αναρωτιόμουνα πώς ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι τα άτομα με αναπηρία έχουν και αυτά δικαίωμα στην απόλαυση. Ετσι αποφάσισα να γράψω κάτι, να έρθω λίγο πιο κοντά σε αυτήν την εμπειρία που είχα εκείνο το βράδυ και να την ταιριάξω σε μια θεματολογία πιο σχετική και οικεία σε μένα. Ξεκίνησα έτσι να γράφω μια ιστορία για χαρακτήρες που ζητούν περισσότερα από τη ζωή τους, από την οικογένεια τους και από την ίδια την Ελλάδα.
Ο λόγος που δεν την σκηνοθέτησα ήταν κυρίως η φιλία μου με τον σκηνοθέτη Jimi Δροσινό, ο θαυμασμός για το ταλέντο του και η επιθυμία μου να δουλέψω μαζί του. Παρόλο που βλέπω τον εαυτό μου σαν δημιουργό και απολαμβάνω πολύ όλη την διαδικασία από το σενάριο μέχρι και το post production, ακόμη δεν νιώθω έτοιμη να βρεθώ πίσω από την κάμερα. Ίσως στο μέλλον, όταν θα έχω περισσότερο θάρρος να το τολμήσω αλλά την συγκεκριμένη ιστορία αφού παρέδωσα το σενάριο, ένιωσα ότι ήθελα να την ζήσω μέσα από την Στεφανία, σαν ήθοποιός.
Θύμωσα με εμένα, με την κοινωνία, αναρωτιόμουνα πώς ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι τα άτομα με αναπηρία έχουν και αυτά δικαίωμα στην απόλαυση. Ξεκίνησα έτσι να γράφω μια ιστορία για χαρακτήρες που ζητούν περισσότερα από τη ζωή τους, από την οικογένεια τους και από την ίδια την Ελλάδα. Δεν ήθελα να πάρω θέση ή να γίνω διδακτική. Ηθελα όμως δύο πράγματα: το σενάριο να ανοίξει μια συζήτηση και να είναι αληθινό...»
Χρειάστηκε να κάνεις κάποια έρευνα για να προσεγγίσεις ένα τόσο σύνθετο και ιδιαίτερο θέμα; Συναντήθηκες με ανθρώπους με αναπηρία, μοιράστηκαν τις εμπειρίες τους - εδώ ή στο Λονδίνο;
Ηξερα από την αρχή ότι ήταν απαραίτητο να κάνω έρευνα αλλά χρειάστηκε να εμβαθύνω πολύ περισσότερο από ότι περίμενα. Ηταν πολλά τα άγνωστα μονοπάτια για μένα και για μήνες φοβόμουν μήπως προσβάλω κάποιον ακόμα και με τις ερωτήσεις μου. Δεν ήθελα να πάρω θέση ή να γίνει το σενάριο διδακτικό αλλά ήθελα δύο πράγματα, να ανοίξει μια συζήτηση και να είναι αληθινό.
Για παράδειγμα, ένας γονέας που μίλησα -που είναι και παραγωγός ταινιών- ενδιαφέρθηκε να μπεί ως χρηματοδότης, αλλά ζήτησε ως όρο να αλλάξω κάποια πράγματα στο σενάριο …να το ακουμπήσουμε το θέμα λίγο πιο επιφανειακά, να μην το θίξουμε και τόσο πολύ - δεν δέχτηκαμε, χάσαμε μια οικονομική βοήθεια αλλά αυτό από μόνο του μου επιβεβαίωσε την ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία.
Φυσικά στην έρευνα μαθαίνεις πράγματα που σε ταρακουνούν. Μαθαίνεις για πόλεις όπως η Νυρεμβέργη, όπου υπάρχουν εκπαιδευμένα άτομα («sex assistants») που έχουν ειδική κατάρτιση για να παρέχουν «σεξουαλική συνοδεία και υποστήριξη» σε άτομα με αναπηρία, καθώς εκεί η σεξουαλική αυτοδιάθεση θεωρείται δικαίωμα. Μαθαίνεις όμως και για παιδιά κλεισμένα σε σπίτια, απομονωμένα με γονείς που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τα βοηθήσουν.»
Η πιο κομβική συζήτηση ήταν αφού έγραψα το πρώτο draft, όταν προσέγγισα την Ελένη Δημοπούλου την μητέρα της Λωξάνδρας. Η κυρία Δημοπούλου μου έδωσε χώρο, χρόνο, αλλά κυρίως ειδική γνώση και καθοδήγηση για να καταλάβω πιο βαθιά το θέμα που πραγματευόμασταν.
Φυσικά στην έρευνα μαθαίνεις πράγματα που σε ταρακουνούν. Μαθαίνεις για πόλεις όπως η Νυρεμβέργη, όπου υπάρχουν εκπαιδευμένα άτομα («sex assistants») που έχουν ειδική κατάρτιση για να παρέχουν «σεξουαλική συνοδεία και υποστήριξη» σε άτομα με αναπηρία, καθώς εκεί η σεξουαλική αυτοδιάθεση θεωρείται δικαίωμα. Μαθαίνεις όμως και για παιδιά κλεισμένα σε σπίτια, απομονωμένα με γονείς που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τα βοηθήσουν.
Πολλά απο αυτά δεν τα ήξερα ή δεν τα είχα σκεφτεί ποτέ. Αν η ταινία κατάφερε να βάλει έστω έναν άνθρωπο να τα σκεφτεί ή άνοιξε μια κουβέντα πέτυχε έναν απο τους σκοπούς της.
Εγραψες 3 ιδιαίτερους χαρακτήρες για να μάς ξεναγήσουν στο θέμα. Αναρωτιέμαι αν είχες ανησυχία για την απόδοσή τους σε σωστές ισορροπίες και τονικότητα - οπότε αν είχες λόγο στο κάστινγκ και την καθοδήγηση των ηθοποιών μετά. Πώς συνεργαστήκατε με τη τη Λωξάνδρα Λούκας και τον Ακύλλα Καραζήση;
Στο casting όλα κυλήσαν σχετικά μόνα τους. Το σενάριο το έγραφα πάνω στη Λωξάνδρα η οποία και δέχτηκε εξαρχής με χαρά. Οταν συζητούσαμε για τον ρόλο του πατέρα, ο Ακύλλας ήταν μια επιλογή ονειρεμένα ταιριαστή. Και καμιά φορά τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα: διάβασε το σενάριο και ήταν διαθέσιμος. Αυτό που μου πήρε περισσότερο χρόνο ήταν να βρω τη φωνή του χαρακτήρα μου: να καταλάβω, όχι μόνο τι θέλει να πει, αλλά και πώς θα το πει.
Γενικά με ελκύουν πολύ οι ιστορίες ανθρώπων που δεν χωράνε στο κοινωνικό σύνολο· ίσως γιατί κι εγώ μερικές φορές νιώθω έτσι. Στο σενάριο όμως τώρα έπρεπε να ενωθούν τρεις τέτοιοι άνθρωποι.
Η Λωξάνδρα στην ταινία για μένα αντιπροσωπεύει την ενοχή γύρω από την απόλαυση, όχι μόνο για τα άτομα με αναπηρία, αλλά και για όλες τις γυναίκες που μεγαλώνουν χωρίς γνώση. Η δική μου γενιά έμαθε για το σεξ μέσα από την πορνογραφία· δεν υπήρχε σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, ούτε καθοδήγηση.»
Η Λωξάνδρα στην ταινία για μένα αντιπροσωπεύει την ενοχή γύρω από την απόλαυση, όχι μόνο για τα άτομα με αναπηρία, αλλά και για όλες τις γυναίκες που μεγαλώνουν χωρίς γνώση. Η δική μου γενιά έμαθε για το σεξ μέσα από την πορνογραφία· δεν υπήρχε σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, ούτε καθοδήγηση. Η Λωξάνδρα είναι ένα κορίτσι που θέλει να μεγαλώσει, να γνωρίσει το σώμα της, αλλά η κοινωνία την κρατάει «μικρή» (spoiler alert) της βάζει παιδικά στην τηλεόραση, την κάνει να νιώθει «κακιά» όταν ζητάει απόλαυση.
Ο Ακύλλας, από την άλλη, ενσαρκώνει τη μοναξιά ενός πατέρα, ενός άντρα μόνου, που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τη σεξουαλικότητα της κόρης του. Την κόβει πριν καν την καταλάβει, γιατί φοβάται, γιατί το να ζητήσει βοήθεια δεν είναι επιλογή.
Και η Στεφανίa, ο δικός μου ρόλος, είναι η γυναίκα που επιστρέφει στη χώρα της και στα μάτια της Λωξάνδρας, δεν βλέπει μόνο ένα άτομο με αναπηρία αλλά βλέπει και τη δική της δυσκολία να γίνει αποδεκτή για τη δική της σεξουαλικότητα.
Και οι τρεις τους είναι κάπως ανήμποροι, μέσα σε μια κοινωνία που τους γεμίζει ενοχές.
Η συνεργασία μου με τη Λωξάνδρα ήταν εξαιρετική, πραγματικά έμαθα πάρα πολλά από εκείνη. Εχει έναν φοβερό ρεαλισμό που με γοήτευε, και σε κάθε σκηνή έφερνε πάντα κάτι αυθεντικό και βαθιά αληθινό. Ο Ακύλλας, πάλι, ήταν τιμή και απόλαυση να παίζεις μαζί του· η ικανότητα και η εμπειρία του κάνει τα πάντα πιο εύκολα.
Ημουν πολύ τυχερή που βρέθηκα δίπλα και στους δύο.
Με την Κρίστεν Σιούαρτ και τις συνιδρύτριες του «Breaking Through The Lens», της κερδοσκοπικής πρωτοβουλίας για γυναίκες και non binary σκηνοθέτες.
Η γυναίκα στο σινεμά, μπροστά και πίσω από τις κάμερες, σε απασχολεί ιδιαίτερα - καθώς είσαι ιδρυτικό μέλος του «Breaking Through The Lens». Εξήγησέ μας τι προασπίζεται αυτός ο οργανισμός, πώς ξεκίνησε, πώς εξελίχθηκε.
Η ιδέα γεννήθηκε ανάμεσα σε εμένα και δύο στενές συνεργάτιδές μου, τη Δάφνη Schmon και την Emily Carlton, όταν προσπαθούσαν να κλείσουν τη χρηματοδότηση για την πρώτη μας μεγάλου μήκους ταινία. Νιώθαμε ότι έλειπε ένα ασφαλές προσδιορισμένο περιβάλλον και γενικά είχαμε κουραστεί να ακούμε για το πόσο δύσκολο είναι να είσαι γυναίκα σε αυτόν τον χώρο και κάπως έτσι το πήραμε λίγο επάνω μας. Κάναμε μια δική μας μικρή προσπάθεια στοχευμένη στο πιο δύσκολο ίσως κομμάτι των ταινιών - το να βρεις τα χρήματα να την κάνεις.
Σαν ενα οne time event αρχικά, δημιουργήσαμε το «Breaking Through The Lens», μια μη κερδοσκοπική πρωτοβουλία για γυναίκες και non binary σκηνοθέτες στο φεστιβάλ των Καννών το 2019. Ηταν μια μονοήμερη εκδήλωση, στην οποία καλούσαμε ανθρώπους που χρηματοδοτούν ταινίες, εταιρείες παραγωγής, διανομείς κτλ και τους φέρναμε σε απευθείας επαφή με τις δημιουργούς. Τελικά ήταν τόση μεγάλη η βοήθεια που προσέφερε και η απήχηση που καθιερώθηκε σαν θεσμός και τα τελευταια χρονια εχουμε επεκταθει και στο φεστιβάλ της Βενετίας και του Sundance.
Φέτος, στο πάνελ μας στις Κάννες, καλεσμένη ήταν η Kristen Stewart, η οποία μας είπε ότι χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να καταφέρει να βρει τα χρήματα ώστε να σκηνοθετήσει. Η Kristen Stewart! Όταν τη ρωτήσαμε γιατί πιστεύει ότι συνέβη αυτό, απάντησε απλά: «Κανείς δεν με εμπιστευόταν ως γυναίκα σκηνοθέτη».
Αυτό που λείπει λοιπόν δεν είναι το ταλέντο ή οι ιστορίες, είναι η εμπιστοσύνη. Οι γυναίκες σκηνοθέτες χρειάζονται στήριξη από τους χρηματοδότες, τα φεστιβάλ, τους διανομείς. Αυτό είναι και η παρακαταθήκη μας δηλαδή, ότι όλα αυτά τα χρόνια έχουμε χτίσει μια διεθνή κοινότητα που στηρίζεται στην εμπιστοσύνη. Και γι’ αυτό είμαι πραγματικά πολύ περήφανη για τη δουλειά που συνεχίζουμε να κάνουμε στο BTTL.
Είναι τόσο σημαντικό να λέγεται μια ιστορία από την οπτική μιας γυναίκας, τόσα χρόνια ακούγαμε τις δικές μας εμπειρίες μέσα από αντρικά φίλτρα και αυτό συχνά ήταν παραμορφωτικό, άδικο αλλά και απλούστατα πολύ βαρετό. Προσωπικά, όταν βλέπω μια ταινία πχ της Σιαμά, της Γκέργουιγκ, της Εξάρχου, της Καλογεροπούλου, βλέπω μια άλλου είδους αλητεία, μια αλήθεια που φέρνει μαζί της κάτι άγριο και φρέσκο.»
Πιστεύεις ότι από τότε που ξεκίνησε ο #metoo διάλογος έχουμε κάνει βήματα μπροστά, ώστε να βλέπουμε όλο και περισσότερες ατόφιες γυναικείες ιστορίες στο σινεμά; Εχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας;
Πολύ πρόσφατα έγινα μαμά. Και σαν νέα μαμά, δεν έχω πολύ χρόνο για μένα, οπότε απαντώ αυτή την ερώτηση αργά το βράδυ, ενώ δίπλα μου κοιμάται η κόρη μου – ένα κοριτσάκι επτά μηνών. Και όσο γράφω, σκέφτομαι: θα ήθελα αν ποτέ διαβάσει αυτή τη συνέντευξη, να της φαίνεται περίεργο που υπήρχαν τέτοιου είδους ερωτήσεις για γυναίκες.
Αναμφίβολα, το #MeToo άνοιξε τον δρόμο αλλά η διαδρομή δεν είναι ευθεία. Προχωράμε μεν μπροστά αλλα συχνά κάνουμε και βήματα πίσω, ειδικά σήμερα, με την άνοδο ακραίων, τραμπικών και φασιστικών αφηγήσεων που προσπαθούν να μας κάνουν να σωπάσουμε ξανά. Παρόλαυτα θέλω να πιστεύω ότι το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω και να είμαι αισιόδοξη. Βλεπω γυναίκες όλο και περισσότερο να γράφουν, να σκηνοθετούν, να παράγουν, να τολμούν.
Είναι τόσο σημαντικό να λέγεται μια ιστορία από την οπτική μιας γυναίκας, τόσα χρόνια ακούγαμε τις δικές μας εμπειρίες μέσα από αντρικά φίλτρα και αυτό συχνά ήταν παραμορφωτικό, άδικο αλλά και απλούστατα πολύ βαρετό. Το κοινό πλέον, έστω και ασυνείδητα, το αισθάνεται.
Προσωπικά, όταν βλέπω μια ταινία πχ της Σιαμά, της Γκέργουιγκ, της Εξάρχου, της Καλογεροπούλου, αλλά και πολλών άλλων ταλαντούχων γυναικών στον χώρο, βλέπω μια άλλου είδους αλητεία, μια αλήθεια που φέρνει μαζί της κάτι άγριο και φρέσκο. Και φυσικά δεν είναι θέμα στρατοπέδων ή αποκλεισμού, αλλά διαφορετικού χρώματος στην παλέτα του σινεμά.
Για αυτό πιστεύω πως ο κόσμος όχι απλά χρειάζεται περισσότερες ατόφιες γυναικείες (και non binary) αφηγήσεις αλλά πως διψάει για αυτές.
Το «11.01» μετά από μία δημιουργική πορεία σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά φεστιβάλ (Indy Shorts, Iris Prize, Tampere, στην Αθήνα στο ΚΙΝΟ κτλ), κέρδισε πρόσφατα το βραβείο Καλύτερης Ταινίας και στο San Francisco αλλά και στο LA Greek Film Festival και στις 25/8 θα προβληθεί στο διαγωνιστικό τμήμα του 4ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κιν/φου Κεφαλονιάς - «Κύματα»