Ο Ντίτριχ Μπρίγκεμαν είναι μάλλον ο πιο συναρπαστικός άνθρωπος που μίλησε τελευταία στο Flix. Τριάντα οκτώ χρόνων, στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, στενά συνδεδεμένος με την αδελφή του, Ανα, με την οποία ως τώρα συνυπογράφει τα σενάριά του, είναι αιχμηρός και κλασικιστής, επιθετικός και στοργικός, μεγαλόφωνος και εσωστρεφής, ένας έντονος, αυστηρός και πνευματώδης άνθρωπος που μοιάζει να μοιράζεται την αφοπλιστική ευθύτητα της ταινίας του. Ο Μπρίγκεμαν βρέθηκε στην Αθήνα για την πρεμιέρα των «Σταθμών του Σταυρού» στο 20ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, καλεσμένος και του Ινστιτούτου Γκέτε της Αθήνας και μίλησε στο Flix για όσα τον κάνουν να σκέφτεται και άρα να ζει και άρα να κάνει ταινίες. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.
Είχα τα δικά μου βιώματα μ’ αυτήν, τη συγκεκριμένη κοινότητα. Αυτό δεν το λέμε ιδιαίτερα στα γερμανικά media γιατί οι γονείς μας ζουν ακόμα και δε θέλουμε να τους ταλαιπωρήσουμε. Οταν ήμουν 11 – 12, ο πατέρας μας, που δεν είχε περάσει εύκολη ζωή γενικά, αποφάσισε ότι αυτό ήταν το σωστό πράγμα να κάνουμε και περάσαμε κάμποσα χρόνια σε μια θρησκευτική κοινότητα. Εμείς, η αδελφή μου κι εγώ, δεν είχαμε ενσωματωθεί πλήρως στην ομάδα, πηγαίναμε στη λειτουργία που γινόταν ολόκληρη στα λατινικά, στο κατηχητικό, εγώ ήμουν παπαδοπαίδι, αλλά ταυτόχρονα μέναμε στην περιφέρεια της ομάδας, είχαμε κι άλλες δραστηριότητες έξω από εκεί. Γνωρίσαμε από πολύ κοντά αυτούς τους ανθρώπους και ο τρόπος που φερόταν ο πατέρας μου εκείνη την εποχή, έγινε η βάση για το χαρακτήρα της μητέρας στην ταινία. Δε νομίζω ότι κανείς θα μπορούσε να κάνει αυτήν την ταινία χωρίς κάποιον προσωπικό σύνδεσμο με την ιστορία, αν μη τι άλλο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κάνει έρευνα για τις θρησκευτικές ομάδες.
Η ιδέα για τους «Σταθμούς του Σταυρού» ήρθε πρώτα λόγω της δομής της.Ταυτόχρονα, η θρησκεία σήμερα βρίσκεται παντού στο προσκήνιο. Απέναντί της βρίσκονται οι σύγχρονοι άθεοι που, με τον τρόπο που επιχειρηματολογούν, δρουν και παρουσιάζουν τους εαυτούς τους μοιάζουν εντελώς απόλυτοι κι εκείνοι. Είναι σα να συγκρίνεις τους ακραίους Χριστιανούς με τους ακραίους Μουσουλμάνους: αντίθετες απόψεις, ίδια τακτική. Αλλά πέρα απ’ όλα αυτά, το κίνητρο για να κάνω αυτήν την ταινία, ήταν η πρόκληση του να τη γυρίσω σε 14 μονοπλάνα. Ακούγεται τρελό, αλλά μια μέρα που έκανα ποδήλατο μου ήρθε στο μυαλό η ιδέα των 14 σταθμών του Σταυρού ως μέσο εξέλιξης μιας ταινίας και κόλλησα. Από εκείνη τη στιγμή, η ταινία υπήρχε ήδη.
Εχω γενικά στη ζωή, οπότε και στο σινεμά, μια εξαιρετικά πραγματιστική θέση. Ποτέ δε θα σχολίαζα κάτι σε μια ταινία μου, περιμένω από τους θεατές να το κάνουν. Αν με ρωτήσει κάποιος εάν η ταινία μου κριτικάρει τη θρησκεία, θα του πω, ναι, φυσικά, σε τεράστιο βαθμό. Αλλά το πώς, το γιατί και το ποια συμπεράσματα μπορούν να προκύψουν, ας το βρει ο κάθε θεατής για τον εαυτό του. Νομίζω ότι το κλειδί είναι στην όποια θέση σου, να συμπεριλαμβάνεις εξ αρχής και την αντίθεσή της. Αυτό είναι που κάνει τα πράγματα σύνθετα. Η ταινία περιέχει μια θυσία. Ταυτόχρονα περιέχει την τραγικότητά της, αλλά και την επιτυχία της, η οποία μπορεί και να υπονομεύεται, ή και όχι. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν απλώς αφελές. Από την άλλη πλευρά, ήθελα να σχολιάσω την επιλογή της… υπερβολικής συμφωνίας με έναν άνθρωπο ή με μια ιδέα. Αυτό είναι επίσης μια ακραία μορφή απόλυτης ιδεολογίας. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, οι έξυπνοι άνθρωποι ήταν αυτοί που καταλάβαιναν τις ιδέες του αντιπάλου τους και τις παρουσίαζαν στην ακραία υπερβολή τους για να καταδείξουν τη βλακεία τους. Κάτι τέτοιο προσπαθεί να κάνει η ταινία.
Για να βρούμε τη Λέα φαν Ακεν, τη Μαρία της ταινίας, χρησιμοποιήσαμε μια πολύ απλή μέθοδο: τη μαγεία! Νιώθω λίγο διχασμένος. Δεν πιστεύω καθόλου σ’ αυτές τις πνευματικές ανοησίες, από την άλλη πιστεύω ότι υπάρχουν περισσότερα από τη δική μας δυνατότητα εκλογίκευσης των πάντων. Οι άνθρωποι έχουν δονήσεις, κοιτάζεις κάποιον στα μάτια κι έχεις μια επικοινωνία, ή όχι. Ο σπουδαίος Γουόλτερ Μερτς έγραψε, στο «In the Blink of an Eye», ότι η καλύτερη στιγμή στο σινεμά είναι όταν νιώσεις ότι η ταινία γίνεται μόνη της. Με τον ίδιο τρόπο, ένα σενάριο, αν είναι καλό, περιέχει ήδη, από μόνο του, τη δική του αλήθεια, το δικό του σύμπαν. Εσύ πρέπει απλώς να το ποτίσεις, να το φροντίσεις για ν’ αναπτυχθεί. Εκανα τις συνηθισμένες οντισιόν για το ρόλο της Μαρία, βλέπεις είκοσι κορίτσια, τα τρία είναι καλά, το ένα είναι η Λέα και σκέφτεσαι, παραείναι εύκολο, δεν μπορεί να τη βρήκα ήδη. Και μετά το μόνο που είχα να κάνω ήταν να της δώσω τις απαραίτητες πληροφορίες, Wikipedia, κάποια ντοκιμαντέρ ώστε να καταλάβει την κατάσταση και μετά, απλώς, να μείνω στο πλάι και να μην παρεμβαίνω σε όσα έκανε, δηλαδή να μην ποτίζω το φυτό σα να είναι μπονσάι, να το αφήσω να μεγαλώσει κανονικά.
Είμαι μεγάλος φαν της πειθαρχίας. Οχι με την έννοια της στρατιωτικής πειθαρχίας, περισσότερο της μουσικής. Οι ρίζες μου βρίσκονται στην κλασική μουσική, στο πιάνο και εκτιμώ αφάνταστα τον τρόπο που λειτουργεί η κλασική μουσική. Η δημιουργία μιας τέτοιας ταινίας μοιάζει τρομερά με μια μουσική πρόβα. Υπάρχει μια αεροστεγής φούσκα, που εδώ περικλείει τους ηθοποιούς, τον σκηνοθέτη, άντε και τον διευθυντή φωτογραφίας κι αυτό είναι όλο. Οι υπόλοιποι, γύρω-γύρω, κάνουν θόρυβο, τρέχουν πάνω κάτω, δουλεύουν. Εσύ υπερασπίζεσαι αυτή τη μικρή φούσκα από τους αντιπερισπασμούς, την κρατάς σε μια κατάσταση διαλογισμού, για όσο διαρκεί. Και σιγά σιγά όλοι οι άλλοι στο πλατό μπαίνουν στην ίδια κατάσταση, σαν χορωδία και όλα κινούνται αρμονικά. Αυτή είναι η πειθαρχία που νομίζω ότι χρειάζεται στο σινεμά.
Ποτέ κανείς δε γράφει σενάρια μόνος του. Νομίζω ότι η συγγραφή ενός σεναρίου γίνεται σε δύο βήματα, ξεχωριστά το ένα από το άλλο, χωρίς πολλά κοινά μεταξύ τους. Το ένα είναι η δομή, ο κόσμος που δημιουργείς και το άλλο είναι ήχος, μουσική και δονήσεις, είναι οι διάλογοι. Υπάρχουν πολλά δημιουργικά ζευγάρια αδελφιών στο σινεμά, οι Κοέν, οι Νταρντέν κι ένα σωρό άλλοι και νομίζω ότι υπάρχει βαθύτερος λόγος γι’ αυτό. Το να γράφεις μυθοπλασία είναι μια μοναχική διαδικασία, ενώ το να γράφεις ένα σενάριο χρειάζεται μια ανταλλαγή, ειδικά στους διαλόγους και πολλά rewrites. Αν δε γράφεις μαζί με κάποιον επίσημα, γράφεις μαζί με τον τελευταίο άνθρωπο που διάβασε το σενάριό σου και το σχολίασε. Οφείλεις να γράψεις κάτι που να λειτουργεί σε πολλά επίπεδα κι από πολλές οπτικές και πάντα χρειάζονται περισσότερα μυαλά για να γίνει αυτό. Βολεύει να το κάνεις με κάποιον που σου μοιάζει πολύ κι ένας αδελφός ή μια αδελφή είναι ό,τι κοντινότερο σε σένα.
Η ταινία που ετοιμάζω τώρα είναι κωμωδία. Είναι η πρώτη που γράφω μόνος μου κι είναι ολότελα διαφορετική σε ύφος. Είναι μια πικρή, σαρκαστική κωμωδία. Μια κωμωδία υπερβολής, με ανθρώπους που φέρονται εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι στην πραγματική ζωή. Είναι μια κωμωδία με νεοναζί, αλλά τα αστεία με τους νεοναζί ξεφτίζουν μετά από δέκα λεπτά, οπότε είναι μια κωμωδία για μια ολόκληρη χώρα ηλιθίων, με 110 ρόλους, από κάθε πλευρά της κοινωνίας, αριστεροί, δεξιοί, αστυνομικοί, τα πάντα. Δυσκολεύομαι να συγκεντρώσω τα χρήματα, μια και η ταινία ρίχνει χαστούκια σε όλους.
Οι Γερμανοί έχασαν την πίστη τους στην πατρίδα τους πριν 70 χρόνια. Είναι ένα υγιές συναίσθημα απέναντι στη χώρα σου το να την κριτικάρεις. Εμείς οι Γερμανοί είμαστε ενοχικοί μ’ αυτό το θέμα. Με το που θα πεις «Η Γερμανία είναι…» κάποιος αμέσως έρχεται και σου ρίχνει μια φάπα στο κεφάλι. Είναι το ιστορικό συναίσθημα του ότι δεν πήρες μέρος σε κάτι σημαντικό που συνέβη. Είναι εγγεγραμμένο στο DNA μας, οπότε τώρα όλοι είμαστε η Σόφι Σολ και κάνουμε μόνο αντίσταση.