Ετσι κι αλλιώς, ο όρος «τηλεόραση» έχει διευρυνθεί τα τελευταία χρόνια. Από την μία η φορσέ επιτακτική κλεισούρα της πανδημίας, άλλαξε το τοπίο στο οποίο παρακολουθούμε σειρές (μεγαλύτερη κατανάλωση, υψηλότερες απαιτήσεις). Από την άλλη η επέλαση της πλατφόρμας με όλο και μεγαλύτερο πλούτο σε υλικό. Και τρίτον, και κυριότερον, η ίδια η ποιότητα των σειρών, που όλο και περισσότερο θυμίζουν σινεμά.
Και το 2022 είδαμε πολλή και καλή τηλεόραση, λοιπόν. Χωρίς καμία ταξινόμηση, πάμε να δούμε τις σειρές που ξεχωρίσαμε.
Η ψηφοφορία των αναγνωστών: Εσύ ψήφισες για την καλύτερη ταινία του 2022;
Bad Sisters
Τ' αδέλφια τα ενώνουν δεσμοί αίματος, όποιου κι αν είναι το αίμα αυτό κι όπως κι αν... χύνεται.
Ο άντρας της Γκρέις, ο αυταρχικός, καταπιεστικός Τζον Πολ, πεθαίνει: οι αδελφές της είναι εκεί, στο πλευρό της, η πρωτότοκη και προστατευτική Ιβα που κατηγορούσε τον θανόντα για την κακομεταχείριση της Γκρέις, η Ούρσουλα με την εξωσυζυγική σχέση που ο Τζον Πολ γνώριζε, η Μπίμπι που έχασε το ένα της μάτι σε αυτοκινητιστικό με υπαιτιότητα του Τζον Πολ, η Μπέκα (στο ρόλο η Ιβ Χιούσον, κόρη του Bono), στην οποία ο Τζον Πολ αρνήθηκε τη χρηματοδότηση του στούντιο μασάζ της. Ο ασφαλιστής Τομ Κλάφιν διερευνά την υπόθεση του θανάτου του άντρα: τόσες γυναίκες με υπαρκτά κίνητρα, μήπως του προσφέρουν την ευκαιρία να ενισχύσει την ασφαλιστική εταιρεία του που οδεύει προς την πτώχευση;
Η ηθοποιός Σάρον Χόργκαν (μαζί με τους Ντέιβ Φίνκελ και Μπρετ Μπερ) υπογράφει (και πρωταγωνιστεί ως Ιβα) τη θανάσιμα διασκεδαστική, κατάμαυρη κωμωδία, με ιρλανδικό κέφι. Γυρισμένη στο Δουβλίνο, μεταφορά του φλαμανδικού φορμά «Clan», ξεχειλίζει από ένα χιούμορ υπερβατικό και βίαιο, ενώ ταυτόχρονα κρατά ζωντανό το σασπένς αλλά και σκιαγραφεί τις σχέσεις ανταγωνισμού, αγάπης, φθόνου, συμπαράστασης, τις σχέσεις πέντε αδελφών και του αίματος που τις συνδέει. Τα δέκα επεισόδια του πρώτου κύκλου θα συνεχίσει η δεύτερη σεζόν που θα προβληθεί μέσα στο 2023. Λήδα Γαλανού
The Bear
Το «The Bear», δημιουργία του Κρίστοφερ Στόρερ, πιο γνωστού για το «Eighth Grade» αλλά και το «Hasan Minhaj: Homecoming King», λαμβάνει χώρα στην κουζίνα ενός εστιατορίου. Εκεί συναντάμε τον Κάρμι Μπερζάτο, μέχρι πρόσφατα παιδί-θαύμα, βραβευμένο σεφ περίοπτου εστιατορίου στη Νέα Υόρκη. Οχι πια. Ο αδελφός του Κάρμι έχει αυτοκτονήσει, αφήνοντας πίσω μια ρημαγμένη ζωή κι ένα εξίσου διαλυμένο και χρεωμένο σαντουϊτσάδικο κι εκείνος αναγκάζεται να γυρίσει πίσω στο Σικάγο, όπου ζει η οικογένειά του, να ξεχάσει τους λαμπερούς ντεγκιστατέρ και τις διακρίσεις και να ξαναδώσει ζωή στο «Original Beef». Την ίδια ώρα, ο Κάρμι πρέπει να εξισορροπήσει τις εύθραυστες σχέσεις με την οικογένειά του, να κουμαντάρει το ξεροκέφαλο προσωπικό του στη δουλειά, να αποδεχτεί όχι μόνο την απώλεια του αδελφού του, αλλά και της δικής του ζωής όπως την ήξερε.
Σ' ένα σενάριο που ανά σεκάνς φτάνει το σημείο βρασμού, ο Τζέρεμι Αλεν Γουάιτ που γνωρίσαμε στο «Shameless» παίρνει πάνω του τον κεντρικό ρόλο και μεταμορφώνεται στο αντισυμβατικό, απρόβλεπτο sex symbol της σεζόν, δίνοντας τη σωστή διάσταση στο «ριάλιτι κουζίνας» με το οποίο κολλάς για περισσότερους από έναν λόγους. Στην «κατσαρόλα» του «The Bear» ανακατεύονται δράμα με κωμωδία και απρόβλεπτο ρεαλισμό με καλομαγειρεμένη μυθοπλασία σε δόσεις αναπάντεχες, τολμηρές κι όμως απόλυτα γευστικές. Το σερβιρισμένο γεύμα (δεν) είναι πρωτόγνωρο σαν γεύση: πικρό κι όμως αληθινό, όπως ανακουφιστικά είναι συνήθως η ζωή.
Για παρέα, το συγκλονιστικό σάουντρακ, με τραγούδια από τα '90ς και τα '00ς, που επέλεξε ένα προς ένα ο δημιουργός της σειράς, Κρίστοφερ Στόρερ. Από τις ωραιότερες εκπλήξεις της χρονιάς. Μανώλης Κρανάκης
Εuphoria» - 2oς κύκλος
O πρώτος κύκλος έκανε πρεμιέρα τον Ιούνιο του 2019 κι ήταν ένας καλλιτεχνικός και εμπορικός θρίαμβος. Διασκευασμένο από μια ισραηλινή σειρά από τον Σαμ Λέβινσον (γιο του Μπάρι, σκηνοθέτη του «Assassination Nation»), το «Euphoria» ακολουθεί μια παρέα εφήβων μέσα κυρίως από το βλέμμα της κεντρικής ηρωίδας, της 17χρονηης Ρου (η Ζεντάγια, που για αυτό τον ρόλο κέρδισε ΕΜΜΥ και απέδειξε ότι διαθέτει υποκριτική στόφα για να πάρει μια μέρα και το Οσκαρ), στον αγώνα της να επιβιώσει της εφηβείας της σ' ένα σύγχρονο Λύκειο.
Περήφανο μέλος του «νέοι, σεξ, ναρκωτικά» είδους εφηβικού δράματος, το σόου με κάθε επεισόδιο να εστιάζει σε έναν χαρακτήρα τη φορά, πάντα μέσα από τα μάτια και μέσα από τη σχέση τους με τη Ρου. Γονείς που απογοητεύουν, αγόρια που γίνονται bullies γιατί βιώνουν απόρριψη στο σπίτι, κορίτσια που ψάχνουν την ταυτότητά τους μέσα από το σεξ, γκέι νέοι που το υποστηρίζουν, τρανς κορίτσια που το κρύβουν, ζευγάρια που ερωτεύονται, ζευγάρια που κάνουν one night stand, ζευγάρια που χωρίζουν, πιέσεις, ανασφάλειες, απώλεια, άφθονο αλκοόλ να τεστάρει τα όρια, drugs να τα ξεπερνούν επικίνδυνα και μέσα σε όλα η Ρου -έρμαιο των εθισμών της- να μάς αφηγείται με ωμή γλώσσα το παρόν της ενηλικίωσης.
O 2oς κύκλος έμπηξε τη βελόνα ακόμα πιο βαθιά στη φλέβα. Ειδικά ένα του επεισόδιο (το 5ο, με τίτλο «Stand Still Like the Hummingbird») ήταν κάτι το αδιανόητο. Και δεν πίστευες ότι το έβλεπες στην μικρή σου οθόνη. Ο εθισμός της Ρου έχει χτυπήσει κόκκινα, όταν συνειδητοποιεί ότι η μητέρα και η αδελφή της την έχουν καταλάβει και έχουν πετάξει τα χάπια και την «πραμάτια» της στη λεκάνη, τραβώντας το καζανάκι. Η Ρου αντιδρά μανιακό ξέσπασμα - βία, καταστροφή, απειλές, καθαρόαιμη κακία.
Οταν το σκάει από ένα αυτοκίνητο που την πηγαίνει στην αποτοξίνωση κι αρχίζει και τρέχει μέσα στο Λος Αντζελες για να κρυφτεί, να βρει τη δόση της, να το σκάσει από τον εαυτό της, το επεισόδιο απογειώνεται. Φρενήρεις ρυθμοί, απελπισία, παραλήρημα. Ενα ανθρωποκυνηγητό της Ρου από τη Ρου. Ενα σενάριο γραμμένο για να σπάσει κόκκαλα. Μία σκηνοθεσία που δεν σου δείχνει για να καταλάβεις τον εθισμό, αλλά σε βυθίζει τα σκοτάδια του για να τον νιώσεις.
Και η Ζεντάγια - ω, Θεέ μου η Ζεντάγια! Τι αποκάλυψη, πόσα έχει ακόμα κρυμμένα στο μανίκι της; Να τα ερμηνεύει μέσα από μία καλειδοσκοπική γκάμα εκφράσεων και έναν αυθάδη τσαμπουκά;
Το «Euphoria» είναι το αντίθετο της ευφορίας. Είναι μάλλον ό,τι πιο κοντινό στην κόλαση των χαμένων ψυχών. Η αλήθεια του όμως έρχεται να γεμίσει τις αισθήσεις σαν βάλσαμο απέναντι στην τόση κλισεδιά που υπάρχει εκεί έξω. Πόλυ Λυκούργου
The Lord of the Rings: The Rings of Power
Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε, καμία σειρά δεν κατάφερε να ξεπεράσει το hype του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» του Amazon Prime. Μια σειρά που οι δημιουργοί της, Τζ, Ντ. Πέιν και Πάτρικ ΜακΚέι, έπρεπε φέρουν εις πέρας ένα αρκετά δύσκολο έργο και να τιμήσουν το βάρος της τεράστια και μοναδικής κληρονομία των έργων του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν.
Αυτό που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή είναι πως η σειρά δεν είναι μια ακριβής μεταφορά της κινηματογραφικής τριλογίας του «Αρχοντα», αλλά βασίζεται στο αυθεντικό έργο και, κυρίως, στις σημειώσεις του Τόλκιν. Η ιστορία μάς μεταφέρει 2000 χρόνια πριν τα γεγονότα του «Χόμπιτ» και του «Αρχοντα», στη Δεύτερη Εποχή της Μέσης Γης, πριν ο Μπίλμπο βρει το Δαχτυλίδι της Δύναμης. Είναι μία περίοδος κατά την οποία σφυρηλατήθηκαν μεγάλες δυνάμεις, βασιλεία έζησαν σε μεγάλη δόξα και ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές, απίθανοι ήρωες δοκιμάστηκαν, η ελπίδα κρέμονταν από μια κλωστή και ο μεγαλύτερος κακός ο οποίος γράφτηκε ποτέ από την πένα του Τόλκιν, βύθισε ολόκληρο τον κόσμο στο σκοτάδι.
Η επιτυχία της σειράς, όπως και κάθε καλής ιστορίας φαντασίας, είναι ότι υπάρχει ένας άμεσος παραλληλισμός με την πραγματικότητα του σήμερα. Πηγαίνοντάς μας από τα σκοτεινά βάθη των Ομιχλωδών Βουνών μέχρι και το βασίλειο των νάνων στα υπόγεια ορυχεία του Κάζαντ-Ντουμ, αλλά και παρουσιάζοντας μας μια από τις πιο υποβλητικές σκηνές την δημιουργία της Μόρντορ από την έκρηξη του Mount Doom, η σειρά καταφέρνει να εντυπωσιάσει με την αισθητική της, τα φαντασμαγορικά εφέ και την επική της μουσική.
Μπορεί η σειρά να επικεντρώνεται αρκετά σε παλιούς και αγαπημένους χαρακτήρες, όπως η Γκαλάντριελ (ήδη αγαπημένη Μόρφιντ Κλαρκ) και ο Ελροντ, αλλά καταφέρνει να δώσει και στους καινούργιους χαρακτήρες κάποιες στιγμές να λάμψουν. Ανάμεσά τους φυσικά είναι και μυστηριώδης Χάλμπραντ, ο οποίος είναι ένας από τους χαρακτήρες που γράφτηκαν αποκλειστικά για την σειρά, αλλά και το μαύρο ξωτικό Αροντιρ, ο οποίος θυμίζει σε κερδίζει ως το τέλος σαν χαρακτήρας και σε εντυπωσιάζει στις σκηνές δράσεις του.
Σίγουρα ο «Αρχοντας των Δαχτυλιδιών: Τα Δαχτυλίδια της Δύναμης» δεν είναι η τέλεια σειρά, με κάποια προβλήματα στην πλοκή, ανακρίβειες όσο αφορά τα γεγονότα τα οποία συνέβησαν, ενώ κάπως χωλαίνει κάπως η ιστορία στη μέση, παρόλα αυτά το μεγαλόπνοο πόνημα των 465 εκατομμυρίων δολαρίων της Amazon πετυχαίνει να δώσει πολλά περισσότερα από όσα ελπίζαμε και να δώσει ζωή και πάλι στο επικό έργο του Τόλκιν. Χρήστος Μπακατσέλος
Better Things - 5ος και τελευταίος κύκλος
O πέμπτος κύκλος ήταν κι ο τελευταίος. Το μεγάλο αντίο της Πάμελα Αντλον στην ηρωίδα της, Σαμ, τις κόρες, την μητέρα, τους φίλους της. Η σειρά είχε ξεκινήσει το 2016 - κι ήταν έξυπνη, αλλά χωρίς να είναι και τίποτα σπουδαίο. Φέροντας την υπογραφή της Αντλον (ημι-αυτοβιογραφικό ήταν πάντα το υλικό), αλλά και του τότε συντρόφου της Λούι Σι Κέι, κάθε επεισόδιο μάς σύστηνε της περιπέτειες μίας single mother ηθοποιού, με 3 κόρες και άκαρπους έρωτες (νυν και πρώην). Μετά το #metoo σκάνδαλο που απομάκρυνε τον Λούι Σι Κέι από το πρότζεκτ, δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε τι θα γίνει. Θα κατάφερνε η Αντλον να γράψει και να σκηνοθετήσει τόσο καυστικά κι έξυπνα; Το αποτέλεσμα ήταν κάτι το μαγικό. Στιγμές μεγάλης, σπουδαίας τηλεόρασης.
Δεν ξέρουμε πώς το έκανε. Αλλά κάθε επεισόδιο, ξεκινούσε από το χάος, προχωρούσε σε κάτι το φαινομενικά ασήμαντο και τέλειωνε στην συνειδητοποίηση, την ενσυναίσθηση και τη βαθιά συγκίνηση. Επηρεασμένη από τον Κασαβέτη, η Αντλον (που έγραψε και σκηνοθέτησε όλα τα επεισόδια από την 3η σεζόν και μετά) εμπιστευόταν ότι όλα τα σοβαρά που είχε να πει (ω, κι αν είχε να πει βαθιά φιλοσοφημένες αλήθειες της ζωής) θα αποκαλύπτονταν από μόνα τους, μέσα από την καθημερινότητα και την παρατήρηση των ηρώων της. Ετσι, μεγάλωσαν τα (τόσο διαφορετικά) κορίτσια της μπροστά από τις κάμερες, αντιμετωπίζοντας την εφηβεία, τη σύγκρουση με την μητρική φιγούρα και την ενηλικίωση - μακριά από εύκολα κλισέ. Ετσι, κατανοήσαμε τη σχέση με την νάρκισσο, ημίτρελη μητέρα της. Ετσι, γλυκαθήκαμε με την εναλλακτική της οικογένεια (δεκάδες φίλοι της). Ετσι, πικραθήκαμε με σχέσεις που δεν καρποφορούσαν (ιδιαίτερα αυτή με τον πρώην σύζυγο της). Ετσι μαγειρέψαμε (η Αντλον αφιερώνει πολύτιμα λεπτά κάθε επεισοδίου σε μαγειρέματα, μαστορέματα, δουλειές του σπιτιού), έτσι ήπιαμε κοκτέιλ, έτσι παράνομα βουτήξαμε στην πισίνα του γείτονα για ένα τόσο πολύτιμο νυχτερινό μπάνιο. Ετσι γελάσαμε, με την καρδιά μας, με τα χάλια μας.
Ετσι κάναμε την Σαμ -μία δύσκολη και καλοσυνάτη, αυθεντική και οικεία, ευγενική κι αθυρόστομη κι ατσούμπαλα ντόμπρα, όμορφη και αγοροκόριτσο, μία κανονική γυναίκα δηλαδή- φίλη μας. Κι έτσι, γλυκά και τρυφερά και δύσκολα, την αποχαιρετήσαμε. Πόλυ Λυκούργου
House of the Dragon
Πώς μπορείς να ξεφύγεις από την σκιά μιας από τις πιο επιτυχημένες σειρές όλων των εποχών, του «Game of Thrones», η οποία ακόμα και τρία χρόνια μετά το φινάλε της συζητιέται ακόμη; Κάτι που για κάποιους ίσως να φαίνονταν βουνό, το «House of the Dragon» το κατάφερε - αποκτώντας τη δική του ταυτότητα, αφήνοντας πίσω το αμφιλεγόμενο φινάλε της τελευταίας σεζόν και κατακτώντας τον iron throne ως άξιος διάδοχός του «GoT».
Η σειρά εξελίσσεται 200 χρόνια πριν τα γεγονότα του «GoT» την εποχή όπου ο Αεγκον ο Κατακτητής (ο πρώτος από τους τρεις ηγεμόνες των Ταργκάριεν που βασίλεψαν για πάνω από τρεις αιώνες), ένωσε έξι από τα επτά βασίλεια του Γουέστερος. Η ιστορία επικεντρώνεται στον πρώτο εμφύλιο πόλεμο των Ταργκάριεν, γνωστό και ως «Χορό των Δράκων», κατά τη διάρκεια του οποίου, οι δράκοι εξαφανίστηκαν. Αλλά η Ντενέρις τους επανάφερε στην ζωή 150 χρόνια μετά, γεννώντας τα διάσημα τρία δρακάκια της.
Αν και η πρώτη σεζόν άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η ηρεμία πριν την τρικυμία, οι δημιουργοί της σειράς Μιγκέλ Σαπότσνικ και Ράιαν Κόνταλ δεν αργούν αν θεμελιώσουν μια αρκετά ζοφερή ατμόσφαιρα, γεμάτη με δολοπλοκίες σε σκοτεινούς διαδρόμους, εντάσεις και βία, μια γενικότερη σαπίλα η οποία εκτείνεται από τους τοίχους των κάστρων μέχρι και στους ίδιους τους χαρακτήρες που τα κατοικούν, αιμομιξίες και φυσικά άφθονο σεξ. Από όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να λείψουν και οι δράκοι, οι οποίοι παραμένουν εντυπωσιακοί και μεγαλοπρεπείς σε κάθε σκήνη στην οποία εμφανίζονται, αν και η παρουσία τους παραμένει κάπως φειδωλή.
Πέρα όμως από όλα αυτά, η σειρά καταφέρνει να δημιουργήσει ένα υπέροχο δράμα χαρακτήρων που σιγοβράζει σε χαμηλή φωτιά, ενώ υπάρχουν στιγμές που η ένταση είναι τόσο έντονη που μπορείς να την κόψεις με μαχαίρι. Σε αυτό βοηθάει το εξαιρετικό καστ το οποίο δίνει μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς σε τηλεοπτική σειρά. Ο Πάντι Κόνσινταϊν στον ρόλο του Βισέρις γίνεται αμέσως αγαπητός, ενώ στο επεισόδιο «Lord of the Tides» καταφέρνει να απογειώσει τον χαρακτήρα του με μια εξαιρετική, από κάθε άποψης ερμηνεία. Στο ίδιο μήκος βρίσκουμε και την Εμα Ντ’ Αρσι, στον ρόλο της Ρεϊνίρα, και την Ολίβια Κουκ στον ρόλο της Αλισεντ, (αλλά και τις νεότερες εκδοχές τους Μίλι Αλκοκ και Εμιλι Κάρεϊ) οι οποίες είναι εκρηκτικές, δυναμικές, ηλεκτρισμένες. Φυσικά δεν μπορούσαμε να μην αναφέρουμε και τον Ματ Σμιθ στον ρόλο του Ντέιμον, ο οποίος πρόκειται για έναν οξυδερκή χαρακτήρα, όπου παρ' όλες τις ασυγκράτητες εκρήξεις, τις βίαιες τάσεις και τους ανήθικους τρόπους ζωής του δεν παύει ούτε λεπτό να σε σαγηνεύει.
Μπορεί οι δημιουργοί της σειράς να υποσχέθηκαν πως η επόμενη σεζόν, η οποία αργεί ακόμα δυο χρόνια, θα έχει περισσότερη δράση, αλλά η πρώτη μας γεύση από τον επερχόμενο «Χορό των Δράκων» ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή, κυρίως λόγω του δυνατού καστ και ενός εξαιρετικά γραμμένου σεναρίου και που μας ταξίδεψε και πάλι στον φανταστικό κόσμου του Γουέστερος, εκεί που τα όνειρα δεν σε κάνουν βασιλιά. Οι δράκοι το κάνουν αυτό… Χρήστος Μπακατσέλος
Under the Banner of Heaven
Αντλώντας από προσωπική εμπειρία αλλά και αληθινά γεγονότα, ο Ντάστιν Λανς Μπλακ (Οσκαρ Σεναρίου για το «Milk» του Γκας Βαν Σαντ) διασκευάζει το βιβλίο του Τζον Κρακάουερ «Under the Banner of Heaven: A Story of Violent Faith» που αφηγείται τις απαρχές και την εξέλιξη της εκκλησίας γνωστής ως Church of Jesus Christ off Latter-day Saints (LDS Church) και των φόνων που τη συγκλόνισαν αποκαλυπτωντας την ύπαρξη μιας ακραίας συνιστώσας που προσπάθησε να επαναφέρει τη θρησκεία των Μορμόνων στις απαρχές της.
Αυτό που τελικά παραδίδει ο Λανς Μπλακ είναι ταυτόχρονα τρία πράγματα: ένα συναρπαστικό whodunit που απλώνεται σε επτά επεισόδια παραμένοντας μέχρι και το τέλος συναρπαστικά απρόβλεπτο, μια πρωτότυπη αφήγηση της Ιστορίας των Μορμόνων που φέρει κάτι από μια βιβλική αναπαράσταση μιας ολόκληρης (παρεξηγημένης) κοινότητας και ένα ψυχολογικό δράμα που με επίκεντρο τον πρωταγωνιστή Μορμόνο αστυνομικό εκτείνεται σε θέματα ηθικής, ταυτότητας και πίστης χωρίς η σειρά να γίνεται ποτέ διδακτική, αλλά υπογραμμίζοντας με αίσθηση επείγοντος τα μηνύματά της.
Τολμηρό, όχι μόνο γιατί καταφέρνει να είναι «εμπορικό» και ποιητικό ταυτόχρονα, αλλά γιατί με αφορμή τους Μορμόνους μιλάει απροκάλυπτα για το θρησκευτικό εξτρεμισμό σε έναν πλανήτη που ζει διαρκώς υπό την απειλή του, προκαλώντας συζήτηση, σκέψη, ενδιαφέρον και ένα διαρκή θαυμασμό για τηλεόραση που συνεπαίρνει και έναν Αντριου Γκάρφιλντ που επιβάλλεται είτε φοράει το κοστούμι του Spider-Man, είτε όπως εδώ το κοστούμι ενός ανθρώπου που θα χάσει τα πάντα προκειμένου να ανακαλύψει την αλήθεια. Μανώλης Κρανάκης
Slow Horses - 1ος και 2ος κύκλος
Ακόμα κι αν είναι βέβαιο ότι οι αμαρτωλοί θα πάνε στο καθαρτήριο, τίποτε δεν μας λέει ότι πειθήνια θα παραμείνουν εκεί.
Σίγουρα δεν θ' αποδεχτεί τη θέση της η ομάδα των «slow horses»: έτσι αποκαλούνται, ειρωνικά, οι πράκτορες της MI5 που, επειδή στην ως τώρα καριέρα τους έκαναν κάποιο μεγάλο, συχνά μοιραίο, λάθος - κι επειδή οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες δεν αποφασίζουν να τους απολύσουν κι έτσι να εκτεθούν οι αδυναμίες τους - τοποθετούνται σ' ένα περιφερειακό γραφείο, το Slough House (όπου slough στα αγγλικά... ο βάλτος, το τέλμα, η χωματερή), για να ολοκληρώσουν την κατεστραμένη καριέρα τους κάνοντας αφόρητα βαρετή γραφειοκρατική δουλειά. Επικεφαλής τους ο Τζάκσον Λαμπ, καλός φίλος της μποτίλιας και χυδαία προσβλητικός, ο οποίος απλώς περιμένει οι υπάλληλοί του να παραιτηθούν λόγω πλήξης και να του αδειάσουν τη γωνιά. Ομως τα slow horses, εξαιρετικοί πράκτορες παρά τα λάθη τους, θα συνεχίσουν να ερευνούν και ν' αποκαλύπτουν κακόβουλα σχέδια που θέτουν την ασφάλεια του Ηνωμένου Βασιλείου σε κίνδυνο.
Ντυμένη στην πιο μίζερη, αλλά απολαυστικότατα κυνική, ατμόσφαιρα, η σειρά βασίζεται στα κατασκοπευτικά μυθιστορήματα του Μικ Χέρον με τον γενικό τίτλο «Slough House» κι εκτός από ένα απρόσμενο και εθιστικό καστ (ο Γκάρι Ολντμαν ως ειδεχθής Τζάκσον Λαμπ, ο Τζακ Λόουντεν ως παρεξηγημένο golden boy της κατασκοπείας, η Κριστίν Σκοτ Τόμας ως στεγνή και στυγνή δεύτερη τη τάξη διοικήτρια, η Σάσκια Ριβς, γκεστς σαν τον Τζόναθαν Πράις και τη Σόφι Οκονέντο), έχει τους πιο καλογραμμένους, πυκνούς, περιπαικτικούς, φλεγματικούς διαλόγους που έχουμε δει εδώ και καιρό. Η σειρά ξεκίνησε στο Apple TV+ τον Απρίλιο, με την πρώτη σεζόν έξι επεισοδίων, σε σκηνοθεσία του έμπειρου από «Pennhy Dreadful», «Alienist», «Black Mirror», «Raised by Wolves», Τζέιμς Χοζ και σε σενάριο του Γουιλ Σμιθ, όχι αυτού εδώ, αλλά του σεναριογράφου, μεταξύ άλλων, του «Veep». Ο δεύτερος κύκλος παίζεται ήδη, ενώ έχουν εγκριθεί δύο ακόμα σεζόν για την πολύτιμη, πρωτότυπη, αντικομφορμιστική σειρά. Λήδα Γαλανού
Better Call Saul - 6oς και τελευταίος κύκλος
Χρόνια μετά, το «Better Call Saul» θα είναι το λήμμα στο spinoff που κατάφερε να είναι καλύτερο από τη μητρική σειρά, η οποία εντωμεταξύ τυχαίνει να συγκαταλέγεται ήδη ανάμεσα στις καλύτερες σειρές όλων των εποχών.
Οσο όμως ο απόηχος του «Breaking Bad» απλά ενδυνάμωνε το μύθο του εκ των υστέρων προκατόχου του, η ιστορία της ανόδου του αποτυχημένου δικηγόρου Τζίμι ΜακΓκιλ που θα μεταμορφωνόταν στο σκοτεινό alter ego του, τον Σολ Γκούντμαν, επειδή βρέθηκε στο λάθος (;) σημείο τη λάθος (;) στιγμή, θύμιζε εμμονικά τη διαδρομή των δύο «Νονών», από το πρώτο αριστουργηματικό στο δεύτερο πιο αριστουργηματικό μέρος.
Και κύκλο με τον κύκλο, το δεύτερο αυτό κομμάτι του σύμπαντος του «Breaking Bad» κατάφερε (ελέω του Βινς Γκίλιγκαν) να είναι ακόμη πιο καλογραμμένο, ακόμη πιο ευρηματικά σκηνοθετημένο, ακόμη πιο τολμηρά στη λεπτή γραμμή που χωρίζει το υπαρξιακό δράμα από τη μαύρη κωμωδία όταν αυτά συναντιούνται στην ίδια ακριβώς σκηνή, στο ίδιο ακριβώς βλέμμα, στην ίδια ακριβώς ανάσα.
Ο έκτος κύκλος οδήγησε την πτώση του Σολ στην (ασπρόμαυρη) έξοδο κινδύνου που όλοι περιμέναν, αλλά ίσως κανείς δεν ήθελε να παραδεχτεί. Και εκεί βρίσκεται, αν το σκεφτείτε λίγο πιο προσεκτικά, όλη η αλήθεια της σειράς: σε φυγόκεντρες δυνάμεις που άλλοτε ενεργούν μαζί, άλλοτε αλληλοακυρώνονται, άλλοτε δίνουν η μία τη θέση της στην άλλη, όλες όμως οδηγούν στον μεγάλο εκείνο κόσμο που λέγεται (παλιό)ζωή.
Αν είστε από τους τυχερούς που δεν έχετε δει ακόομη κανένα επεισόδιο του «Better Call Saul», πάρτε άδεια από τη ζωή σας, μην αφήσετε κανέναν να σας σποϊλάρει το παραμικρό και ξεκινήστε το binge watching της ζωής σας. Οταν θα σας πιάσει και μια συγκίνηση βαθιά, μην παραξενευτείτε. Είστε στο σωστό δρόμο… Μανώλης Κρανάκης
Andor
Αυτό που μπορεί να πει κάποιος βλέποντας το «Andor» για πρώτη φορά, είναι ότι πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό από ό,τι μας έχουν συνηθίσει οι ιστορίες στο συμπάν του «Star Wars». Ακόμα κι αν εξελίσσεται σε έναν γαλαξία πολύ πολύ μακριά, τόσο η πλοκή της σειράς, όσο και οι χαρακτήρες της, μοιάζουν να είναι τόσο κοντά στον δικό μας πλανήτη και στην δική μας πραγματικότητα, που την κάνουν να μοιάζει αληθινή και οικεία και προσιτή.
Η σειρά είναι ένα πρίκουελ του «Rogue One» και εκτυλίσσεται πέντε χρόνια πριν τα γεγονότα της ταινίας. Σ' ένα γαλαξία γεμάτο συγκρούσεις, ο Κάσιαν Αντορ, ο ληστής που έγινε επαναστάτης, ακολουθεί το μονοπάτι που θα του αποκαλύψει την αποστολή του. Πλαισιωμένος από ένα hot ensemble cast (Ζενεβιέβ Ο'Ράιλι, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Αντριά Αρχόνα, Ντενίζ Γκοφ, Κάιλ Σόλερ, Φιόνα Σο), ο Ντιέγκο Λούνα αναλαμβάνει ξανά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Κάσιαν Αντορ, του ανθρώπου που από κυνικός αντι-επαναστάτης γίνεται παθιασμένος ηγέτης.
Το «Andor» αφήνει πίσω την γρήγορη δράση και τις μάχες με φωτόσπαθα, τις αναμετρήσεις των Τζεντάι με τους Σιθ, τις επικές αερομαχίες, αλλά και το δράμα που ακούει στο όνομα της οικογένειας των Σκάιγουοκερ, ξεφεύγοντας έτσι από το αρχέτυπο των ταινιών του Τζορτζ Λουκας και των μεταγενέστερων αυτών.
Μπορεί αυτό να ξινίσει μερικούς, αλλά είναι ακριβώς αυτή η λεπτομέρεια που κάνει το «Andοr» να ξεχωρίζει. Χτίζοντας πάνω στα θεμέλια ενός πολιτικού θρίλερ, η σειρά μπορεί να μοιάζει ότι αργεί να εξελίξει τους χαρακτήρες και την ιστορία της μέσα στα 12 της επεισόδια, όμως χτίζει ατμόσφαιρα και σασπένς - με σπάνιες στιγμές εκρήξεων που αφήνουν πίσω τους μια υπόκωφη αίσθηση έντασης, κατασκοπικά και πολιτικά παιχνίδια, και απεικόνιση της φρικτής ζωής των ανθρώπων κάτω από την τυραννική σκιά της Αυτοκρατορίας, με μια πιο αργή αλλά ταυτόχρονα εξίσου αποτελεσματική και ενδιαφέρουσα προσέγγιση.
Και μέσα σε όλα αυτά, το «Andοr» παρέμεινε αληθινό και τόσο κοντά στην ψυχή του «Star Wars. Μας έδωσε απλούς ανθρώπους που αντιμετωπίζουν επικίνδυνες αποφάσεις και παλεύουν με ηθικά διλήμματα και τολμά να ρίξει το προσωπείο της λευκή κυριαρχίας και να κοιτάξει κατάματα τον φασισμό. Να εξερευνήσει τις πτυχές της τυραννίας ακόμα και μέσα από ένα συγκρότημα φυλακών, τις άμεσες συνδέσεις της Αυτοκρατορίας με την αποικιοκρατία, την διαφθορά και την σαπίλα του συστήματος. Να τονίσει το πώς οι ενέργειες του κάθε ατόμου ξεχωριστά μπορούν να επηρεάσουν τα πάντα, ένα αγαπημένο στοιχείο του πυρήνα των ιστοριών του Λούκας. Ο μονόλογος της Μάαρβα (μιας υπέροχης Φιόνα Σο) στο τελευταίο επεισόδιο δεν μπορεί να μην σε συνταράξει.
Κάθε χαρακτήρας κερδίζει με την αξία του (ναι, ακόμα και οι «κακοί», πράγμα πολύ σπάνιο για μια τέτοιου είδους σειρά), την συμπάθια και το ενδιαφέρον σου. Δεν υπάρχει στιγμή που η ιστορία τους να μην σε κολλήσει στην οθόνη - ανυπόμονο για το τι θα συμβεί μετά και άρρηκτα συνδεδεμένο συναισθηματικά με το μέλλον των ηρώων. Είναι αυτές οι προσωπικές στιγμές, μεγάλες και μικρές, που δίνουν στην πλοκή μια ανυπέρβλητη ένταση και έναν πηγαίο συναισθηματισμό.
To «Andor» δεν είναι μόνο μια από τις καλύτερες σειρές, αν όχι η καλύτερη, της φετινής χρονιάς. Η σειρά σε κάνει να ελπίζεις στο φως ακόμα και όταν το σκοτάδι ετοιμάζεται να σε καταπιεί ολόκληρο, να πιστέψεις ξανά στην ελπίδα ακόμα και όταν τα πάντα γύρω σου σε κάνουν να πιστέψεις πως τα όλα είναι μάταια. Ναι, το «Andor» έφερε την επανάσταση στο σύμπαν του «Star Wars» και το έκανε να μοιάζει καλύτερο από ποτέ. Χρήστος Μπακατσέλος