Συνέντευξη

Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν: Σκηνοθέτης, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο Λοκάρνο. Προσεχώς αγρότης.

στα 10

Το φεστιβάλ του Λοκάρνο μόλις ξεκίνησε. Ο Ταϊλανδός σκηνοθέτης είναι φέτος πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του. Πώς είναι να κρίνει τη δουλειά των άλλων; Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά του και τι είναι τελικά η νέα ταινία του «Mekong Hotel»; Απαντήσεις στην αποκλειστική συνέντευξη που ακολουθεί.

Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν: Σκηνοθέτης, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο Λοκάρνο. Προσεχώς αγρότης.
Photo: Yves Salmon

Η πρώτη του κινηματογραφική δουλειά μετά το «Ο Θείος Μπούνμι Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές του», το «Mekong Hotel», ένα ενδιαφέρον υβρίδιο που μπλέκει τα όρια μεταξύ σινεμά εικαστικών, μεταξυ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, προβλήθηκε για πρώτη φορά στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Από τότε, ο Απιτσατπόνγκ Βιρεσετάκουν, παρουσίασε ένα γλυπτό στη dOCUMENTA τον περασμένο Ιούνιο, συνέχισε να προετοιμάζει την επόμενη ταινία του που περιγράφει παρακάτω ως «μια κωμωδία επιστημονικής φαντασίας» και προφανώς άρχισε να οργώνει τη γη στα βόρεια της Ταϊλάνδης για την φάρμα που ετοιμάζει στο τέλος του χρόνου. Και υποσχέθηκε να μας κεράσει σύκα από τη γή του την επόμενη φορά που θα κάνει συνεντεύξεις για μια νέα ταινία του...

Το «Mekong Hotel» έχει κάποια σχέση με την ταινία που θα κάνατε με την Τίλντα Σουίντον

Οχι, απολύτως καμία. Δεν ξέρω γιατί όλοι πιστεύουν κάτι τέτοιο.

Ισως γιατί είχατε πει ότι δουλεύετε μαζί της σε ένα κινηματογραφικό σχέδιο που είχε να κάνει με τον ίδιο ποταμό.

Εχετε δίκιο. Αλλά όχι. Δεν είναι το ίδιο σχέδιο.

Οπότε αυτό είναι κάτι που προϋπήρχε; Ως σενάριο, ή ως ιδέα;

Ναι ήταν ένα πολύ εκτεταμένο treatment ενός σεναρίου. Η ιστορία έρχεται από κάτι που είχα γράψει πριν χρόνια και που ήθελα να κάνω ταινία. Αλλά ήταν πολύ ακριβό για να γυριστεί, οπότε σκέφτηκα να κάνω αυτό το πείραμα με το «Mekong Hotel» για να του δώσω κάποιου είδους ζωή, να το μεταμορφώσω σε μια πλασματική ταινία. Είναι ένα μείγμα εκείνης της παλιάς ιστορίας και του ίδιου του ξενοδοχείου. Βρήκα ενδιαφέρον επίσης το ότι κάνοντας αυτό το φιλμ, αφαίρεσα πολλά στοιχεία από την πραγματικότητα του τι σημαίνει να κάνεις σινεμά. Συνήθως στα γυρίσματα κοιμάσαι κάπου αλλού και κάθε πρωί, πηγαίνεις εκεί που γυρίζεις. Ηθελα να αφαιρέσω αυτή τη διαδρομή και να δουλέψω στο ίδιο μέρος που ζω και κοιμάμαι. Είναι ένας πολύ οργανικός τρόπος να κάνεις σινεμά και σε βοηθά να αρχίσεις να παρατηρείς την ομορφιά του μέρους που βρίσκεσαι, ένα μέρος που στην πραγματικότητα δεν είχε σχέση με την ταινία που κάναμε. Οπότε θα έλεγα ότι αυτό το φιλμ είναι μια φανταστική ταινία, ένα μείγμα του αρχικού μου σεναρίου και της ιδέας ότι την ίδια στιγμή γυρίζεις ένα φιλμ κι ένα behind the scenes ντοκιμαντέρ για την ίδια ταινία.

Κι εκείνο το φιλμ με την Τίλντα Σουίντον είναι κάτι που εξακολουθείτε να θέλετε να κάνετε;

Ναι κι ελπίζω ότι θα γίνει, αλλά είναι πολύ δύσκολο γιατί και οι δυο μας είμαστε πολυάσχολοι. Επίσης τα δικά μου ενδιαφέροντα επεκτείνονται πλέον σε διαφορετικούς χώρους, όπως αυτούς των εικαστικών και των γκαλερί. Και η Τίλντα απλά βρίσκεται παντού. Αλλά ναι, θα προσπαθήσω να ηρεμήσω λίγο και να βρούμε τον χρόνο να κάνουμε το φιλμ.

Θα μπορούσατε να εξηγήσετε την εμμονή σας με τον ποταμό. Τι σας έλκει σε αυτόν;

Εκεί που μεγάλωσα, ο ποταμός είναι σαν μια αρτηρία που δίνει ζωή. Είναι εκεί δίπλα μας, αλλά δεν του δίνουμε την σημασία που του αξίζει. Κι από την άλλη, υπάρχει μια προσωπική ιστορία με το ποτάμι. Για παράδειγμα όταν ο πατέρας μου πέθανε το 2003, σκορπίσαμε τις στάχτες του στον ποταμό, οπότε υπάρχει μια προσωπική σχέση με το ποτάμι που αφορά στη ζωή, στο θάνατο, στην ελπίδα. Επίσης, μια από τις ηθοποιούς μου με την οποία δουλεύω σε κάθε ταινία μου, ζει ακριβώς δίπλα στο ποτάμι. Πριν λίγο καιρό είχε ένα ατύχημα και πήγαινα συχνά να την επισκεφτώ. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι ήθελα πολύ να κάνω μια ταινία σαν πορτρέτο του τρόπου που ζει εκεί δίπλα στο νερό.

Τι είναι αυτό που βρίσκετε ενδιαφέρον στο να δουλεύετε σε άλλες πιο εικαστικές φόρμες. Τι διαφοροποιεί τη δουλεία σας σε αυτές από τη δουλειά σας στις ταινίες;

Είναι ένας εντελώς διαφορετικό κόσμος και βρίσκω ότι αποτελεί μια πρόκληση για μένα. Επίσης είναι ένας διαφορετικός τρόπος να οδηγείσαι ιστορίες, να μεταφέρεις συναισθήματα. Αντίθετα από το σινεμά, σε μια γκαλερί το κοινό δεν κάθεται συγκεντρωμένο στο σκοτάδι, μπαινοβγαίνει, κινείται, προχωρά, οπότε το έργο σου οφείλει να επικοινωνεί το νόημα του συνεχώς. Είναι μια ενδιαφέρουσα πρόκληση και κάτι που νομίζω με βοηθάει όταν δουλεύω σε μια ταινία, νιώθω ότι μέσα από την εμπειρία μου με τα εικαστικά το σινεμά μου γίνεται πιο χαλαρό, δεν νιώθει την ανάγκη να υποταχθεί σε μια συγκεκριμένη φόρμα, μεταμορφώνεται σε ένα είδους υβρίδιο.

Οπότε θα λέγατε ότι αυτή η ταινία κατοικεί κάπου ανάμεσα στα δύο; Ανάμεσα στην εικαστική δουλειά και τις “κανονικές” ταινίες σας;

Είναι ξεκάθαρα μια ταινία στο μυαλό μου, αλλά ο τρόπος που γυρίστηκε, που δουλέψαμε για αυτό ήταν απόλυτα διαφορετικός. Ηταν σαν μια performance, κατά κάποιο τρόπο.

Πως ήταν τα γυρίσματα; Υπήρχε ένα κανονικό συνεργείο, ή ήσασταν απλά εσείς με τους ηθοποιούς σας στο ξενοδοχείο;

Οχι, υπήρχε συνεργείο και κάθε τόσο έρχονταν φίλοι στα γυρίσματα που είχα πολύ καιρό να τους δω. Ενας από αυτούς είναι μουσικός, και θέλαμε χρόνια να συνεργαστούμε κι αυτή η ταινία μας έδωσε μια εξαιρετική ευκαιρία να βρεθούμε ξανά και να τον βάλω να γράψει μουσική για μια ταινία μου. Κάτι που δεν έχω κάνει ξανά. Οπότε ήταν συνολικά μια εξαιρετική εμπειρία, όχι μόνο το ότι έκανα μια ταινία, αλλά το ότι την γύρισα εκεί με αυτές τις συνθήκες.

Αυτό εξηγεί ίσως και το γιατί αφήσατε τον εαυτό σας, την εικόνα σας, να παραμένει στο τελικό φιλμ;

Τραβήξαμε πάρα πολύ υλικό, δουλεύοντας με τους ηθοποιούς και το συνεργείο και η κάμερα τραβούσε συνέχεια. Κάποια στιγμή ο μουσικός μου αυτοσχεδίαζε ένα υπέροχο κομμάτι, που δεν ήθελα να κόψω από το φιλμ. Ετυχε να στέκομαι δίπλα του, οπότε έμεινα κι εγώ στην ταινία μαζί με την μουσική του.

Κατά κάποιο τρόπο αυτή η ταινία συνοψίζει κάποιες από τις βασικές ιδέες που διατρέχουν το σινεμά σας. Η μετεμψύχωση, τα φαντάσματα, ο κόσμος των πνευμάτων, η σχέση με τη φύση, είναι όλα εκεί. Μοιάζει λίγο σαν σημειωματάριο ιδεών.

Νομίζω ότι αυτή είναι η σχέση μου με τις ταινίες ή την τέχνη, συλλέγεις ιδέες και ξεκινάς από πολύ μικρές λέξεις κλειδιά, όπως «αγάπη», «ποτάμι» και τις προεκτείνεις σε κάτι άλλο...

Και τι θα λέγατε ότι αποκόμισατε από αυτόν το διαφορετικό τρόπο του να κάνεις σινεμά;

Ανακάλυψα πόσο απελευθερωτικό, πόσο χαλαρωτικό είναι το απλά να ξυπνάς και να πηγαίνεις στα γυρίσματα, δίχως να έχεις να ταξιδέψεις, ούτε καν να μπεις σε ενα αυτοκίνητο. Δίχως να νοιάζεσαι για πράγματα όπως η συνέχεια των πλάνων. Ηταν σαν να χτίζεις κάτι πολύ αυθόρμητα και μια διαδικασία σαν να στήνεις ένα θεατρικό ή μια performance. Ακόμη και το soundtrack δημιουργήθηκε εκεί. Ηταν μια εξαιρετική διαδικασία αλλά και κάτι πολύ δύσκολο να επαναλάβεις ή να μεταφέρεις σε μια “κανονική” ταινία στην οποία χρειάζεται να προϋπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο μπάτζετ κι ένα εξίσου συγκεκριμένο σενάριο.

Η ανάγκη σας να δουλέψετε με έναν τόσο χαλαρό τρόπο είχε ίσως να κάνει και με κάποιου είδους πίεση που σας δημιούργησε ή σαρωτική επιτυχία του «Ο Θείος Μπούνμι»;

Οχι. Δεν θα έλεγα ότι ένοιωσα κάποιου είδους πίεση. Δεν νοιάστηκα ιδιαίτερα για να είμαι ειλικρινής. Δεν είναι αυτός ο λόγος που έκανα το «Mekong Hotel». Ξέρω ότι η νοοτροπία πολλών μετά από μια ταινία σαν τον «Θείο Μπούνμι» θα ήταν πως πρέπει να κάνεις μια ταινία αμέσως, να χτυπήσεις το μέταλλο όσο είναι ακόμη καυτό, αλλά δεν ήταν κάτι που με ενδιέφερε. Αντίθετα σκέφτηκα, πως τώρα που μια πόρτα έχει ανοίξει, θα μπορούσα να κάνω κάποια από τα πράγματα που ήθελα να κάνω, να πάρω λίγο χρόνο για να εξερευνήσω διαφορετικές οδούς.

Κάποια πράγματα παραμένουν σταθερά όμως. Οπως η εμμονή σας με τα φαντάσματα, με έναν φασματικό κόσμο.

Βρίσκω τα φαντάσματα συναρπαστικές οντότητες. Για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί όσο ήμουν μικρότερος όσο μεγάλωνα, πίστευα απόλυτα στα πνεύματα σε έναν αόρατο κόσμο. Τα φαντάσματα ήταν απολύτως αληθινά για μένα όσο ήμουν μικρός και ξαφνικά δεν ήταν. Πίστευα απόλυτα στην ύπαρξή τους μέχρι την στιγμή που σταμάτησα να πιστεύω. Και με εξιτάρει η ιδέα πως κάτι τόσο στιβαρό και αληθινό στη μνήμη σου, μεταμορφώνεται από τη μια στιγμή στην άλλη σε μια ανοησία, σε κάτι ψεύτικο. Είναι λίγο σαν το ίδιο το σινεμά. Είναι ψεύτικο, είναι μυθοπλασία αλλά προσπαθούμε να το ζήσουμε σαν αληθινό. Είναι λίγο σαν να ακολουθούμε την ακριβώς αντίθετη διαδικασία.

Οπότε κατά κάποιο τρόπο οι χαρακτήρες στις ταινίες σας είναι λίγο σαν φαντάσματα από σελιλόιντ;

Ακριβώς. Και κατά κάποιο τρόπο το σινεμά μοιάζει με εκείνο τον λίγο χαμένο κόσμο της παιδικής σου φαντασίας. Οταν θυμάσαι πράγματα από το παρελθόν τα θυμάσαι με έναν τρόπο απόλυτα κινηματογραφικό. Ή τουλάχιστον έτσι συμβαίνει με μένα. Στις αναμνήσεις μου έχω close ups έχω slow motion και νομίζω πως έχει να κάνει με τον τρόπο που οι ταινίες έχουν αλλοιώσει την αλήθεια μας, έχουν αλλοιώσει τον τρόπο που βλέπουμε την ίδια την πραγματικότητα.

Κι όταν εσείς ο ίδιος είστε θεατής, πως είναι η εμπειρία; Και πως είναι το να είστε πρόεδρος μιας κριτικής επιτροπής όπως αυτής του Φεστιβάλ του Λοκάρνο και να καλείστε να αξιολογήσετε τις ταινίες άλλων σκηνοθετών;

Είναι ενδιαφέρον, αλλά είναι και δύσκολο. Σχεδόν πάντα έχω πρόβλημα με το να βρίσκομαι σε μια επιτροπή ενός φεστιβάλ γιατί δεν είμαι ο άνθρωπος που μπορεί να πει αυτό είναι καλό ή αυτό είναι κακό. Αυτό που βρίσκω αληθινά ενδιαφέρον όμως είναι οι συζητήσεις που κάνω με τα άλλα μέλη μιας επιτροπής, αλλά το να πρέπει να αποφασίσω ποιος θα κερδίσει ένα βραβείο δεν είναι κάτι που ευχαριστιέμαι...

Τι θα λέγατε ότι αναζητάτε στα φιλμ που βλέπετε; Τι κάνει μια ταινία να σας αρέσει;

Θα έλεγα ότι μου αρέσουν εντελώς διαφορετικά πράγματα. Και μου αρέσουν και οι ταινίες του Χόλιγουντ. Κυρίως για τα ειδικά εφέ. Είναι σαν να ρίχνεις μια ματιά στο μέλλον. Τα χολιγουντιανά εφέ είναι κάτι που δεν μπορείς να αντιγράψεις. Η τεχνική τους είναι εξαιρετική. Οπότε μου αρέσει να βλέπω μεγάλες χολιγουντιανές ταινίες όταν έχω ελεύθερο χρόνο, αλλά συνήθως δεν έχω. Και γι αυτό συνήθως βλέπω arthouse ταινίες σε κάποιο φεστιβάλ.

Και τι είδους ταινίες ήταν κομμάτι της παιδικής σας ηλικίας; Τι ταινίες βλέπατε όταν μεγαλώνατε;

Ενα μείγμα από ταινίες. Ινδικές ταινίες, φιλμ από το Χονγκ Κονγκ, αμερικάνικο σινεμά, kung fu. Μια τεράστια ποικιλία. Κι όταν έφτασα στην εφηβεία, αυτή η ποικιλία χάθηκε. Και Μπορούσες να δεις μόνο αμερικάνικες ταινίες. Και είναι κάτι που μου λείπει και δυστυχώς και οι Ταϊλανδέζικες ταινίες θυμίζουν όλο και πιο πολύ αμερικάνικο σινεμά. Θυμάμαι πολύ περισσότερο χρώμα στην οθόνη όταν ήμουν νεότερος.

Μιλώντας για τα ειδικά εφέ, θα σας ενδιέφερε να κάνετε τα φαντάσματα σας πιο χολιγουντιανά; Θα χρησιμοποιούσατε την τεχνολογία αν είχατε τη δυνατότητα;

Χμ... Ισως όχι (γελάει). Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν ανήκουν στον κόσμο στον οποίο μεγάλωσα.

Τα φαντάσματά σας λοιπόν είναι μάλλον lo-fi;

Ναι, αυτό ακούγεται καλό.

Τι ετοιμάζετε για τη συνέχεια;

Στην πραγματικότητα μόλις έκανα ένα γλυπτό.

Φτιαγμένο από τι;

Από ένα νέο υλικό. Είναι λίγο σαν τσιμέντο, αλλά είναι πολύ ελαφρύ. Είναι ένα φάντασμα ύψους πέντε μέτρων. Εκτίθεται σε ένα πάρκο στο Κάσελ στα πλαίσια του Documenta. Και ετοιμάζω και μια ταινία που θα διαδραματίζεται και πάλι στις όχθες του ποταμού Μεκόνγκ. Είναι η ιστορία μιας υπόγειας πόλης, ή καλύτερα δυο υπόγειων πόλεων που βρίσκεται η μια κάτω από την άλλη. Θα έλεγα ότι είναι μια κωμωδία επιστημονικής φαντασίας.

Μετά τα εικαστικά και το σινεμά, σκοπεύετε να ασχοληθείτε και με άλλες μορφές τέχνης;

Δεν είμαι σίγουρος, αλλά βρίσκω τον κόσμο των εικαστικών συναρπαστικό ακριβώς γιατί μερικές φορές είναι εντελώς σαχλός, δεν έχει καμία σχέση με αυτόν του σινεμά. Το σινεμά έχει τόσο περισσότερο βάρος και η τέχνη μπορεί να είναι εντελώς παιδική. Και αυτό είναι κάτι που μου αρέσει. Ομως νομίζω ότι τόσο ο κόσμος του σινεμά όσο και αυτός της τέχνης μέ έχει κουράσει. Ετοιμάζομαι να ασχοληθώ με την γεωργία. Στο τέλος του χρόνου θα ξεκινήσω μια φάρμα με αβοκάντο, μακαντάμια και σύκα στα βόρεια της Ταϊλάνδης.

Στα πλαίσια ενός art project, ή απλά στα πλαίσια μιας... φάρμας;

Οσο μεγαλώνω, μαθαίνω περισσότερα για τα πράγματα που τρώμε και νιώθω ότι χάνουμε την επαφή μας με την τροφή μας. Πρόκειται για μια χημική αλυσίδα πλέον. Και θέλω να μπορώ να καλλιεργώ ο ίδιος τις τροφές που τρώω. Ελπίζω ότι θα είναι διασκεδαστικό.

Εχετε δουλέψει ποτέ τη γη στο παρελθόν;

Οχι, αλλά εδώ και μερικά χρόνια ζω σε ένα χωριό και οι άνθρωποι εκεί, κάνουν τα πράγματα μόνοι τους. Οπότε γιατί να μην το κάνω κι εγώ; Θα ήθελα να καλλιεργήσω και λουλούδια, αλλά στην πραγματικότητα τα λουλούδια πλέον σχεδόν δεν μεγαλώνουν χωρίς χημικά.

Κατά κάποιο τρόπο το κάνετε. Το σύκο στην πραγματικότητα είναι περισσότερο μια ταξιανθία από άνθη παρά καρπός.

Να κάτι που δεν ήξερα. Ακούγεται εντυπωσιακό. Την επόμενη φορά που θα σας συναντήσω, θα σας φέρω μερικά σύκα...

Δείτε πιο κάτω ένα κλιπ από το «Mekong Hotel»