Φεστιβάλ / Βραβεία

60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ελληνικές ταινίες

στα 10

Το φετινό Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στο μικροσκόπιο του Flix.

Flix Team
60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ελληνικές ταινίες

Η ομάδα του Flix στο 60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι οι Λήδα Γαλανού, Πόλυ Λυκούργου, Μανώλης Κρανάκης, Δημήτρης Δημητρακόπουλος, Τάσος Χατζηευφραιμίδης, Ρόμπυ Εκσιέλ, Θοδωρής Δημητρόπουλος.

Οπως κάθε χρόνο το Flix βλέπει όλες τις ελληνικές ταινίες που κάνουν την πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - φέτος 17 στο τμήμα Επίσημη Πρώτη (ανάμεσά τους και 3 στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ και 2 στο νεοσύστατο Διαγωνιστικό Τμήμα Meet the Neighbours), 2 στο τμήμα Ξεπερνώντας τα Σύνορα, 1 στο τμήμα Δεύτερη Ματιά,

Εδώ θα διαβάζετε καθημερινά τη γνώμη του Flix για τις ταινίες μετά την επίσημη προβολή τους στο Φεστιβάλ.

Το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα διεξαχθεί φέτος από τις 31 Οκτωβρίου μέχρι και τις 10 Νοεμβρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβούν μέσα κι έξω από τις σκοτεινές αίθουσες.


ΕΠΙΣΗΜΗ ΠΡΩΤΗ

Στα 9

«@9: Στα Εννιά» του Αγγελου Σπάρταλη

Η Αθήνα είναι μια πόλη φάντασμα. Τα μαγαζιά στους δρόμους είναι ξενοίκιαστα και κλειστά, τα διαμερίσματα έχουν γίνει βορά των «ερμπιενμπήδων». Τα πάντα κινούνται γύρω από την εξυπηρέτηση των τουριστών και τη «νέα» μορφή real estate, σε συνδυασμό με το κυνήγι της χρυσής βίζας από τους Κινέζους. Μέσα σ' αυτή την πόλη κατοικεί ένα πραγματικό φαντασματάκι, ένα 9χρονο κορίτσι, που κάνει παιχνιδότοπό της τα διαμερίσματα του κέντρου που έχουν κατασχέσει οι τράπεζες κι εκδικείται βίαια μεσίτες και υποψήφιους αγοραστές. Στη νέα του ταινία, μια live action μυθοπλασία αυτή τη φορά, ο Αγγελος Σπάρταλης δηλώνει, με μεσότιτλους και σεναριακές επιλογές, αυτό που θα ήθελε να κάνει: μια μεταλλαγμένη Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, μια παραβολή για τις σχέσεις εξουσίας, μια κωμωδία ηθών στο αστικό πλέγμα. Εκείνο, ωστόσο, που βλέπει κανείς αληθινά στην οθόνη, είναι μια ασπρόμαυρη σάτιρα, με στιγμές σλάπστικ, που κινείται με το πάσο της πάνω σε προκλασική μουσική, επαναλαμβάνοντας προφανείς συμβολισμούς (σαν την επιμονή να υπονομεύει την αφήγηση με τα γκράφιτι στους τοίχους των Εξαρχείων), με ερμηνείες υπερβολικές κι έναν συγκαταβατικό διδακτισμό που αγαπά τη γραφικότητα. Χάνοντας το προσωπικό στίγμα των animation και ντοκιμαντέρ του, αυτή τη φορά ο Σπάρταλης μοιάζει με γκρινιάρη τουρίστα στην πόλη του. Λ.Γ.

Pencil Knife Baton

Μολύβι Mαχαίρι Σκυτάλη του Κωνσταντίνου Κακογιάννη

Στη ίδια λογική της αυτοσχέδιας και διαρκώς πειραματίζουσας φόρμας με την οποία είχαμε γνωρίσει τον Κωνσταντίνο Κακογιάννη στο «Μαξιλάρι» του 2015, το «Μολύβι Mαχαίρι Σκυτάλη» δοκιμάζει ξανά τα όρια ενός κινηματογράφου κάπου ανάμεσα στο πνεύμα της nouvelle vague, το low budget ως άποψη και θέση, το κοινωνικό μανιφέστο και την σατιρική ακύρωση όλων αυτών μαζί, με επίκεντρο την παράλληλη δράση μιας παρέας που προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της (και να σωθεί από τα βακτήρια) στο σύγχρονο Βερολίνο και μια παρέα από έκπωτους (;) Θεούς της Αρχαίας Ελλάδας που ετοιμάζουν μια δική τους επανάσταση απέναντι στην κοσμική αδικία. Οι σκηνές στο Βερολίνο, αν και ισοπεδωμένες από την επαναλαμβανόμενη και από κάποια στιγμή και μετά εντελώς καταχρηστική φιλοσοφική (πέστην και αμπελοφιλοσοφική) διάθεση για τους πάντες και τα πάντα, προδίδουν ένα ενδιαφέρον φλερτ του Κακογιάννη με μια καθαρή και ανανεωτική στη μορφή και το ρυθμό της μυθοπλασία. Δεν ισχύει το ίδιο επουδενί για τις ασπρόμαυρες σκηνές των Αρχαίων Θεών που, εκτός από το χωρίς λόγο δυσνόητο και εξαντλητικά βερμπαλιστικό του όλου πράγματος, θυμίζουν ένα θέατρο του παραλόγου όπου όλα μα όλα έχουν πάει στραβά - από τη διάθεση για μια κρίση της «κρίσης» αθέλητα ή ηθελημένα (δεν έχει καμία σημασία) αστείας και την ίδια στιγμή προ πολλού ξεπερασμένης, μέχρι την κινηματογραφική γραφή που μοιάζει να γοητεύεται από την τηλεκάλυψη μιας γκροτέσκας (άλλα όχι και πολύ) αποτυχημένης (πολύ) επιθεώρησης. Μ.Κ.

σονγκσ

Δεν Ακούμε τα Τραγούδια του Τάκη Παπαναστασίου

Ενα παντρεμένο ζευγάρι, ο Νίκος και η Νόρα, προσλαμβάνουν τον Αγγελο, έναν νεαρό escort, για μία νύχτα. Ψυχολογικοί χειρισμοί, απωθημένα, ενοχές, οργή φωτοσκιάζουν αυτό το παράξενο ερωτικό τρίγωνο, με την αλήθεια όμως να κρύβεται αλλού, κι όχι στο άσπρο-μαύρο συνειδησιακό role-playing τους. Ο Νίκος και η Νόρα ήταν κάποτε ερωτευμένοι, αλλά μετά ήρθε η ζωή. Για να αποδείξει ότι η μεγαλύτερη μοναξιά τρυπώνει στα ζευγάρια. Ο Τάκης Παπαναστασίου από την πρώτη σκηνή δηλώνει ότι αυτό που θα δούμε στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του είναι ένα τρικ – δε θα έχει καμία σχέση με ρεαλισμό. Παίζει με το ασπρόμαυρο (με διαφορετικό τρόπο από το υπέροχο μικρού μήκους «Τι Κρίμα» του 2015), στήνει τους ηθοποιούς του σε μία έντονα θεατρική φόρμα, με στομφώδεις διαλόγους και σικέ, προσχεδιασμένη επιτήδευση, φορτίζει την εικόνα του με εικαστικές αναφορές κι avant garde ιδέες, για να καταλήξει σ' ένα αποτέλεσμα που είναι επίτηδες γκροτέσκο και ψεύτικο. Δυστυχώς, οχι μόνο ψεύτικο το βλέπεις, αλλά και ψεύτικο το βιώνεις. Ακόμα και στο κινηματογραφικό ψέμα πρέπει να υπάρχει αλήθεια. Και στην ταινία του Παπαναστασίου, η μόνη φορά που αισθάνεσαι την ειλικρινή αναγκαιότητα κάτι να επικοινωνήσει είναι, ειρωνικά, στις σκηνές που ακούμε τα τραγούδια της. Π.Λ.

Ανάκριση 607

Η Ανάκριση του Παναγιώτη Πορτοκαλάκη

Μια έγχρωμη ταινία που βιώνεις ως ασπρόμαυρη. Η Μαρίνα είναι μια κοπέλα νέα, νευρώδης, οργισμένη. Η αντίδρασή της σε κάθε ερέθισμα είναι η έκρηξη. Είναι καλλιτέχνης, performer, χρησιμοποιεί το σώμα της για να εκδικηθεί την Ιστορία: ο πατέρας της, ο Κωστής, ήταν θύμα άγριου βασανισμού, ψυχικού και σωματικού, στη χούντα. Τη δική του σιωπή, τη δική του κληρονομιά πόνου, προσπαθεί να εκτονώσει η Μαρίνα, φωνάζοντας τις απαντήσεις που εκείνος δεν δίνει. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ηλία Μαγκλίνη, ο Παναγιώτης Πορτοκαλάκης (των «Θεατρίνων» και της «Λίστας Γάμου», μετά από μια πολυετή απουσία από το σινεμά), στήνει ένα δράμα που συνδέει, σε κάθε του πλάνο, το παρελθόν με το παρόν. Την προπατορική ενοχή με τα σύγχρονα απόβλητά της. Η Πηνελόπη Τσιλίκα, αποστεωμένη, μ' ένα look βγαλμένο πιστά από τη Ρούνι Μάρα στο «Κορίτσι με το Τατουάζ», κινεί την ταινία με δύναμη, ο Γώργος Κέντρος μ' αυτή την υπέροχη εσωτερικότητά του. Εκείνο που δεσπόζει είναι, εύστοχα, ο κρίκος που συνδέει δυο γενιές, της δικτατορίας και της απορίας, της αντίστασης και του performance art ως αντίσταση. Η ανάπτυξη των ηρώων είναι, μεν, άνιση - το τεράστιο κεφάλαιο της ζωής του πατέρα αποκαλύπτεται μάλλον σχηματικά - η ενέργεια χτυπά κάθε τόσο τα κόκκινα σε μια επαναλαμβανόμενη υπερβολή που πληγώνει την πειστικότητα, όμως ο Πορτοκαλάκης κι οι πρωταγωνιστές του γνωρίζουν καλά τι θέλουν να πουν και το κάνουν με συνέπεια και μια ζωισμένη κατανόηση της (ελληνικής) συνείδησης. Λ.Γ.

Το Θολάμι 607

Το Θολάμι του Βασίλη Νούλα

Βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Νίκου Κάσδαγλη από το 1987, το μεγάλου μήκους φιλμ του Βασίλη Νούλα της ομάδας της Nova Melancholia, αντλεί και από τον κόσμο του πολιτικά και κοινωνικά άγρυπνου συγγραφέα αλλά και από την αντισυμβατική καλλιτεχνική «δράση» μιας κολεκτίβας που φιλοδοξεί εδώ και χρόνια να ορίσει από την αρχή τις έννοιες της δραματουργίας και των παραστατικών τεχνών. Ετσι, από τη μία το έντονο, αντικομφορμιστικό κείμενο του Κάσδαγλη, κατά κύριο λόγο ως voice over - ένα μανιφέστο για τη σύγχρονη βία που απλώνεται στους δρόμους και φτάνει μέχρι τα πιο βαθιά «θολάμια» της ανθρώπινης ύπαρξης και από την άλλη μια low budget, ερασιτεχνική, underground (μέχρι και queer) δοκιμή πάνω στην «εσωτερική» εικονογράφηση της διαδρομής μιας γυναίκας, μέλους τρομοκρατικής οργάνωσης που προσπαθεί να ξεφύγει μετά από ένα φόνο που διέπραξε. Η συνάντηση των δύο (κειμένου και εικόνας) που ολοφάνερα αποσκοπεί στο να σχολιάσει το σήμερα μιας πόλης και μιας νεκρής (;) χώρας σε διαρκή αγώνα επιβίωσης, προδίδεται διαρκώς από το άτεχνο του ρυθμού που αποτυγχάνει να δώσει την αίσθηση ενός αγωνιώδους θρίλερ που εξελίσσεται στο κέντρο του αθηναϊκού ιστού και κυρίως από την θεατρικότητα που δεν βοηθάει καθόλου την ωμή αν και επιτηδευμένη ερμηνεία της Δέσποινας Χατζηπαυλίδου, αφήνοντας τελικά μόνο διάσπαρτα και αποσπασματικά στοιχεία να ανεβάζουν για λίγο την όποια ένταση. Και για να μιλήσουμε (αναπόφευκτα) και για το χταπόδι στο ψυγείο, όχι απαραίτητα με τις σωστές δόσεις σοκ ή έκπληξης που νιώθεις ότι ήταν η αρχική φιλοδοξία των δημιουργών της. Μ.Κ.

Persephone 607

Περσεφόνη του Κώστα Αθουσάκη

Στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους ο Κώστας Αθουσάκης επιχειρεί κάτι πολύ δύσκολο, κάτι υπερβολικά φιλόδοξο, κάτι εκ προοιμίου ριψοκίνδυνο. Η επιθυμία του είναι να πακετάρει το μύθο της «Αρπαγής της Περσεφόνης» μέσα στο σχήμα ενός μιούζικαλ - οπερέτας που διαδραματίζεται σε μια απρόσδιόριστη εποχή και έχει για ήρωές της μια παράξενη οικογένεια (μαμά, μπαμπάς, θείος, κόρη, οικονόμος) που διαχειρίζεται έναν ξενώνα με το όνομα «Persephone» τον οποίο επισκέπονται μια ομάδα γυναικών από την Ιαπωνία. Αν και υπερβολικά δελεαστικό (από την υπέροχη φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή, μέχρι την καλλιτεχνική διεύνση σε κοστούμια και σκηνικά και τις κομμώσεις και το μέικ απ μέχρι τα μουσικά θέματα και τις τραγουδιστικές ακροβασίες στα ιαπωνικά), το πακέτο, ωστόσο, κρύβει κάτι που σε ενδιαφέρει μόνο για κάποια λεπτά. Πριν δηλαδή αντιληφθείς πως το περιτύλιγμα δεν σε αφήνει στιγμή να διαπεράσεις το πολύχρωμο, σουρεαλιστικό, ποπ μέσα στην σάτιρά του κόσμο που απλώνεται στα μάτια σου και να μάθεις αν κάπου από κάτω υπάρχει τελικά κάποια αλήθεια που λέει κάτι περισσότερο από το προφανές: πως, όσο κι αν νομίζουμε το αντίθετο, όλοι και όλα είμαστε ένας μύθος που «παίζεται» και θα «παίζεται» ανά τους αιώνες. Αποτυχία μεν, φιλόδοξη δε, μαρτυρία δηλαδή για έναν δημιουργό που εξάπτει την περιέργεια για το φιλμικό σύμπαν που νιώθεις ότι θέλει να επιβάλλει. Μ.Κ.

Γεννημένος 8η Μαρτίου 607

Γεννημένος 8η Μαρτίου του Λυμπέρη Διονυσόπουλου

Στην ερημιά της ελληνικής επαρχίας, στο... τελευταίο σπίτι αριστερά, πριν την άσφαλτο, φτάνει ο Λεωνίδας, ένας από τους τελευταίους εναπομείναντες άνδρες σ' ένα προσεχές σύμπαν το οποίο με τη βία έχουν καταλάβει οι γυναίκες. Ο Λεωνίδας, ορκισμένος μισογύνης, βρίσκει στο σπίτι την επαναστάτρια Οφηλία: τι έκπληξη, σ' εκείνη θα συναντήσει μια αδελφή ψυχή που, επιπλέον, είναι τόσο πωρωμένη με το σινεμά όσο ο ίδιος. Θα μπορέσει αυτό το καλά κρυμμένο ρομάντζο να αλλάξει την ισορροπία των φύλων ή/και να δώσει στους δυο ήρωες τη σωτηρία που αναζητούν; Ο Λυμπέρης Διονυσόπουλος είναι ένας σύγχρονος auteur. Με την έννοια ότι στην ταινία του (τελειόφοιτος στην ΑΚΜΗ), υπογράφει σενάριο, σκηνοθεσία, παραγωγή, φωτογραφία, μοντάζ, κοστούμια και πρωταγωνιστεί. Με καμία άλλη έννοια. Γυρισμένη «παιχνιδιάρικα» και ευθέως πάμφθηνα, χρησιμοποιώντας τον ήχο της κάμερας, ό,τι φορμά μπορεί ανά πάσα στιγμή να έχει πλάκα, λίγα γραφιστικά, χρώμα και ασπρόμαυρο και everything in between, ο Διονυσόπουλος παρουσιάζει ένα σπουδαστικό b-movie πρωτόλειο, χωρίς αυτό να έχει γοητεία. Η ιδέα της γυναικοκρατίας χρησιμοποιείται ελαφριά και προσχηματικά, οι διάλογοι κατακλύζονται από σινεφιλικές αναφορές (από τον Κιούμπρικ και τον Ανταμ Σάντλερ μέχρι τον Νίκο Νικολαΐδη), χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι περισσότερο από ένα geeky παιχνίδι, η ίδια η πλοκή εξαντλείται από την προσπάθειά της να γίνει ενδιαφέρουσα και το σύνολο αποτυπώνει, απλώς, έναν νέο άνθρωπο που θέλει να μοιάσει στα ινδάλματά του. Αλλά στη ζωή δεν έρχεται πάντα αυτό που θέλουμε. Λ.Γ.

απόστρατος 607

Απόστρατος του Ζαχαρία Μαυροειδή

Ο Aρης, ένας τριαντάρης επιχειρηματίας στα όρια της χρεοκοπίας, μετακομίζει στο σπίτι του εκλιπόντος παππού του, του Αριστείδη, ο οποίος ήταν απόστρατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Σύντομα ξανασμίγει με παιδικούς φίλους αλλά και με έναν πρώην συναγωνιστή του Αριστείδη. Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά τον «Ξεναγό» ο Ζαχαρίας Μαυροειδής τοποθετεί την ιστορία του το 2012 και ακολουθεί τον ηρωά του καθώς αυτός «ενηλικίώνεται» μέσα από τους κραδασμούς του παρόντος και του παρελθόντος. Με τολμηρή διάθεση, χαμηλότονη κινηματογράφηση, συναισθηματική ειλικρίνεια και μια διάθεση να ξαναγράψει την ελληνική Ιστορία, ο «Απόστρατος» συγκινεί και ως ένα σινεμά καθαρό και αφηγηματικό, αλλά και για τη φιλοδοξία του να μιλήσει για τις μεγάλες ανοιχτές (εθνικές) πληγές. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για τον «Απόστρατο». Μ.Κ.

Winona 607

Winona του The Boy

Ερημική παραλία, τελευταία μέρα καλοκαιριού. Τέσσερα νεαρά κορίτσια, ο σκύλος τους, τα βιβλία , οι μουσικές τους. Ηλιος, βουτιές, κοριτσίστικη οικειότητα, πειράγματα, εξομολογήσεις, τραγούδια, φωτογραφίες, παιχνίδια με κινηματογραφικά τρίβια, υπέροχη μεσημεριανή βαρεμάρα των διακοπών. Κάτι όμως είναι off. Κάτι ρίχνει τη σκιά του στην ηλιόλουστη ανεγνοιασιά. Εχει να κάνει με το σπίτι που τις εποπτεύει από το λόφο; Εκείνο το τζιπ που παραμονεύει πίσω από τις πικροδάφνες; Είναι η μελαγχολία που ελλοχεύει σε κάθε ηλιοβασίλεμα, στο τέλος των καλοκαιριών μας; Ή το αμετάκλητο τέλος της αθωότητας; Στην πέμπτη του ταινία, ο εδώ πιο κατασταλαγμένος και παραδομένος στην σκοτεινή τρυφερότητα που χαρακτηρίζει όλο του το σύμπαν, The Boy («Κλαις;», «Ροζ», «Higuita», «Νήμα») βουτά μαζί με τις ηρωίδες του. Με το κεφάλι. Κινηματογραφικά, γιατί τολμά να κατασκευάσει μία ταινία από στιγμές, από κόκκους άμμου. Οι κόκκοι άμμου όμως, αν ξέρεις πώς να τους χειριστείς, κατασκευάζουν και τα κάστρα των παιδικών μας χρόνων. Κι αυτά τα κουβαλάμε για πάντα. Θα μπορούσε η ταινία να είναι μόνο αυτό. Η στιγμή που περνά και χάνεται, κι εσύ δεν πρόλαβες να πατήσεις το κλικ της φωτογραφικής σου μηχανής. Ενας τρυφερός, κοριτσίστικος αποχαιρετισμός στην εφηβεία. Ομως, ο σκηνοθέτης δεν μένει στον αφρό. Στο τέλος, θα μιλήσει για το τέλος. Και θα το κάνει με τέτοια σπαραχτική ειλικρίνεια που θα σε αφήσει άπνοο και με τον αμφιβληστροειδή γεμάτο αλμύρα. Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Winona» εδώ Π.Λ.

Το θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών 607

Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών του Σύλλα Τζουμέρκα

Λιγότερο θρίλερ απ' όσο υπόσχεται, περισσότερο καθηλωτικό κι απ' όσο ελπίζαμε, το φιλμ του Σύλλα Τζουμέρκα φέρνει το έγκλημα και την τιμωρία, στο βάλτο της ελληνικής επαρχίας. Η Ελισάβετ είναι μια ηρωίδα αντι-μπάρμπι. Δυναμική, αθυρόστομη αστυνομικίνα, ξαποστέλνεται εκβιαστικά από τον «βρώμικο» διοικητή της, στο ακίνητο Μεσολόγγι. Ακίνητο μέσα στο πείσμα της ιστορίας του, των πολιορκημένων κατοίκων που διεκδίκησαν αυτοκτονικά την ελευθερία τους. Κι ακίνητο σαν τα νερά της λιμνοθάλασσάς του, του μυσταγωγικού τοπίου του, ιδανικού τόπου για πνιγμένα εγκλήματα. Μέσα στη μικρή κοινότητα που επιβλέπει, η Ελισάβετ είναι μια σπασμένη κούκλα: τα ξανθά μπουκλωτά μαλλιά της μοιάζουν με κωμική περούκα, τα ρούχα της είναι ένα οξύμωρο, κολλητά στο σώμα, λαμέ και δερμάτινα, πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο και βρίζει σαν να μην υπάρχει άλλη γλώσσα. Είναι θυμωμένη, κατεστραμμένη και σαρωτική. Ο μικρός χορός που στήνεται γύρω της αποτελείται από μια χούφτα ανθρώπων, στερεότυπων της μικρής πόλης και μαζί ολοζώντανων: ο πουλημένος εισαγγελέας, ο μυστηριώδης, μουγκός αδελφός του, ο γιατρός με τη διπλή ζωή, ο λαϊκός σταρ τραγουδιστής με τη θολωμένη λάμψη και τα ακόμα πιο θολωμένα μάτια, η βγαλμένη από το βούρκο του Τενεσί μπαργούμαν. Και η Ρίτα. Η ρωμαλέα αδελφή του τραγουδιστή, που δουλεύει πρωί-βράδυ, ως καθαρίστρια κι ως εργάτρια στην «επεξεργασία» των χελιών, μια γυναίκα που μοιάζει, με τη σωματική δύναμη και με τη γρήγορη μηχανή της, να θέλει να ισοπεδώσει ένα φευγαλέο εσωτερικό τρόμο. Ενα έγκλημα θ' απαιτήσει διαλεύκανση και θα φέρει στην επιφάνεια ένα ομαδικά θαμμένο μυστικό. Η Ελισάβετ και η Ρίτα θα χρησιμοποιήσουν η μία την άλλη για την ηρωική τους έξοδο. Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών» εδώ Λ.Γ.

Πολιορκία στην Οδό Λιπερτή 607

Πολιορκία στην οδό Λίπερτη του Σταύρου Παμπαλλή

Ο Σταύρος Παμπαλλής στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο παρουσιάζει την κυπριακή πραγματικότητα ως ένα είδος μεσογειακού western, όπου η οικονομική κρίση και η μόνιμη υπενθύμιση της Τουρκικής κατοχής δημιουργεί μια άγονη, σκληρή, με τους δικούς της ηθικούς κανόνες πραγματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο μοναχικός αντι-ήρωας του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη είναι ένας άνδρας με μετατραυματικό στρες που πασχίζει εδώ και χρόνια να ξαναβρεί δουλειά ύστερα από την τραγική απώλεια της προηγούμενης εργασίας του, όσο η οικογένειά του καταρρέει κάτω από τα οικονομικά χρέη και την ανηλεή αντιμετώπιση των τραπεζών, γεγονός που τον ωθεί και σε μια ύστατη σύγκρουση με το σύστημα, τους ανθρώπους γύρω του και, στην τελική, τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Παμπαλλής ενσωματώνει στην αφήγηση όλα τα στοιχεία της σύγχρονης Κυπριακής πραγματικότητας χωρίς να βαρύνει υπερβολικά την ιστορία του (οι χαρακτήρες δε της χρηματίστριας Νιόβης Χαραλάμπους και του ταξιτζή Ακύλα Καραζήση προσθέτουν κωμική χροιά στα δρώμενα), κρατάει τους ήρωές του γειωμένους και χωρίς υπερβολικές δραματικές εξάρσεις και διατηρεί σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ένα αξιοπρεπές επίπεδο παραγωγής που υπηρετεί με επάρκεια (σχεδόν) κάθε επιταγή του σεναρίου. Ταυτόχρονα όμως, αυτό στερεί από την ταινία και μια πραγματικά έντονη κορύφωση, καθώς ο Παμπαλλής αδυνατεί να χορογραφήσει την παράνοια και την ένταση της δράσης, βαρύνοντας ουσιαστικά αποκλειστικά τους ηθοποιούς του με την αποτύπωση του μεγέθους της κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης προσφέρει μια θαυμαστά ολοκληρωμένη ερμηνεία, ικανή να προσδώσει συμπάθεια και ενδιαφέρον σε έναν εκ φύσεως ατελή χαρακτήρα για τον οποίο όμως το σενάριο δεν προσφέρει ουσιαστικά πολλά στοιχεία. Εξτρα ενδιαφέρον στοιχείο, ο διανθισμός των διαλόγων με την κυπριακή ντοπιολαλιά, κάτι που προσθέτει απαραίτητη αυθεντικότητα στην όλη αφήγηση. Δ.Δ.

Ζίζοτεκ 607

Ζίζοτεκ του Βαρδή Μαρινάκη

Οι σιωπές, οι ψίθυροι και μια εικαστικά πανέμορφη απεικόνιση της φύσης ως χώρου αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης, όλα δηλαδή τα στοιχεία που χαρακτήρισαν το «Μαύρο Λιβάδι», το προ εννέα ετών σκηνοθετικό ντεμπούτο του Βαρδή Μαρινάκη, βρίσκονται αυτούσια και στο «Ζίζοτεκ», τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, μια δημιουργία αινιγματική κι αταξινόμητη, όπως ακριβώς ο μυστηριώδης τίτλος της. Παιδικό παραμύθι βαλκανικού μαγικού ρεαλισμού, οικολογική αλληγορία, road movie, ιστορία πρόωρης και λυτρωτικής ωριμότητας κι ενηλικίωσης, όλα τα παραπάνω και τίποτε από όλα αυτά, το «Ζίζοτεκ» προ(σ)καλεί το θεατή να χαθεί στην πολυσημία του, να ανακαλύψει στα ελαττώματά του τις αρετές του (και φυσικά το αντίστροφο) και να ακολουθήσει τον εννιάχρονο Ιάσονα στο ταξίδι του από την Αθήνα στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, εκεί όπου θα τον εγκαταλείψει η μητέρα του κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού. Τα κίνητρα της μητέρας για το ταξίδι δεν αναλύονται ποτέ και η απουσία του πατέρα παραμένει αδιευκρίνιστη, σημασία έχει πως το αγόρι θα βρεθεί μόνο και φοβισμένο σε ένα αφιλόξενο και πρωτόγνωρο γι’ αυτό φυσικό περιβάλλον, η μεταφυσική γοητεία του οποίου θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται σταδιακά και μετά από τη γνωριμία με τον Μηνά, έναν σιωπηλό, απομονωμένο και ιδιότροπο μεσήλικα, ο οποίος κρατά καλά κρυμμένα τα δικά του μυστικά. Ένα από αυτά είναι και η λέξη «Ζίζοτεκ», η οποία εμφανίζεται με μήνυμα στο κινητό του κι ενδεχομένως να έχει σχέση με το κύκλωμα διακίνησης προσφύγων στο οποίο ο μυστηριώδης άνδρας αρχικά συμμετέχει. Η γνωριμία με το εννιάχρονο αγόρι θα έχει λυτρωτικά αποτελέσματα και για τους δύο, αφού ο Ιάσονας θα βρει στον άνδρα την πατρική φιγούρα που έλειπε από τη ζωή του, ενώ ο Μηνάς θα ανακαλύψει ξανά την τρυφερότητα που θα τον κάνει να θελήσει να ξεμπλέξει από το εγκληματικό παρόν του. Η σύντομη επιστροφή στην Αθήνα θα καταδείξει στους δύο ήρωες τα αδιέξοδα των συμβάσεων του «πολιτισμένου» κόσμου και τότε η επάνοδος τους σε ένα κατάλευκο και χιονισμένο τοπίο θα λάβει ξεκάθαρα συμβολικές και αλληγορικές διαστάσεις, υπογραμμίζοντας την ονειρική αλληλουχία της ταινίας, η οποία άλλωστε γεννήθηκε από μία λέξη που δεν υπάρχει, μία λέξη που άκουσε ο σκηνοθέτης στη μέση μιας νύχτας να λέει στον ύπνο της η γυναίκα του και από ένα όνειρο που ο Βαρδής Μαρινάκης είδε δέκα χρόνια πριν, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε. Με τη γνώριμη από την προηγούμενη δουλειά του σκηνοθέτη τεχνική κι αισθητική αρτιότητα, το «Ζίζοτεκ» αξιοποιεί στο έπακρο το φυσικό τοπίο της Θράκης, όπου πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα, και με τη βοήθεια της εξαιρετικής διεύθυνσης φωτογραφίας της Χριστίνας Μουμούρη δημιουργεί ένα σε στιγμές μυσταγωγικό περιβάλλον, που διέπεται από τη δική του ελλειπτική αφηγηματική ροή, παραμένοντας ωστόσο ανοιχτό για τον θεατή που θα θελήσει να βρει μια θέση στην αγκαλιά του. Τ.Χ.

cosmic candy 607

Cosmic Candy της Ρηνιώς Δραγασάκη

Δυο κορίτσια διανύουν, μαζί, τη διαδρομή από την αδεξιότητα στη στοργή, σ' ένα φιλμ που, αν κάτι, προσπαθεί ακόμα περισσότερο απ' όσο χρειάζεται. Η ηρωίδα του «Cosmic Candy» είναι ένα λίγο μεγαλύτερο κορίτσι, αλλά η ψυχοσύνθεσή της είναι εξίσου εσωστρεφής, επιτρέποντας μόνο αυτές τις μικρές, εσωτερικές εκρήξεις στην απόσταση από τη γλώσσα στον ουρανίσκο – ό,τι άλλο, την τρομάζει, το αποφεύγει. Δουλεύει στους τακτικά οργανωμένους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ, ζει στο τακτικό σπίτι της, τρώει τακτικά συσκευασμένες κονσέρβες. Ωσπου η Πέρσα, η 11χρονη γειτόνισσά της, μένει μόνη της και ζητά βοήθεια. Η Αννα θ’ αναλάβει, απρόθυμα, να προστατεύσει την Πέρσα κι εκείνη θ’ αναλάβει, με ενθουσιασμό που ξεχειλίζει, να βγάλει τη ζωή της Αννας από τα τακτικά της όρια. Η Ρηνιώ Δραγασάκη, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, επιλέγει σοφά να κινηθεί σε γαλαξίες που γνωρίζει καλά. Οχι (μόνο) επειδή είναι… «κορίτσι», αλλά επειδή ήδη από τις μικρού μήκους της («Ο Μπαμπάς μου, ο Λένιν και ο Φρέντυ», «Προαύλιο»), έχει δείξει κινηματογραφικά ότι την ενδιαφέρει η μετάβαση από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, η διασταύρωση του ρεαλισμού με τη φαντασία, η αγάπη για τα κινηματογρφικά είδη και η αυτόματη αποδόμησή τους. Διαβάστε ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Cosmic Candy» εδώ Λ.Γ.

πύραυλος

Ο Πύραυλος του Στέφανου Σιταρά

Ο Στάθης, γνωστός για τη μυθομανία του, αναγκάζεται να αποδείξει στους φίλους του την ύπαρξη ενός «απόρρητου πυραύλου» (που μόνο εκείνος ξέρει), προκειμένου να μην τους χάσει. Με μια έμφυτη έφεση στους φυσικούς διαλόγους, την κωμωδία και τη διεύθυνση των ηθοποιών-φίλων του, ο Σιταράς αποφεύγει μονομιάς τα κακώς κείμενα κάθε μικρής, χειροποίητης ταινίας που φτιάχνει μια παρέα στον ελεύθερό της χρόνο. Ο «Πύραυλος» παραμένει άτεχνος και αυτοσχεδιαστικός και είναι λίγες στιγμές που ξεφεύγει περισσότερο από το ήδη παραπάνω από το μέσο όρο παρόμοιων προσπαθειών που έχουμε δει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό do it yourself σινεμά. Εκεί όμως, στο λίγο παραπάνω από το μέσο αυτό όρο, είναι μια υπέροχη ταινία που σε κάνει να γελάς, να αγωνιάς, να εκπλήσσεσαι, να μελαγχολείς και να γυρίσεις αναπόφευκτα κάπου πίσω, όταν έκλεισες τη δική σου πόρτα στην εφηβική αθωότητα και κατάλαβες επιτέλους πως αυτό που είναι το πιο σημαντικό δεν είναι να δείξεις στους άλλους αυτό που εσύ βλέπεις για να σε πιστέψουν, αλλά να είσαι τόσο σίγουρος για αυτό που έχεις δει ώστε κανείς να μην έχει καμία αμφιβολία ότι το είδες. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία. Μ.Κ.

δυσάρεστος 607

Δε Θέλω να Γίνω Δυσάρεστος, Αλλά Πρέπει να Μιλήσουµε για Κάτι Πολύ Σοβαρό του Γιώργου Γεωργόπουλου | 2019, Ελλάδα

Ο Αρης είναι ένας 35χρονος που μεγάλωσε με τη βεβαιότητα ότι η ζωή του ανήκει. Αυτό το γνωστό δικαίωμα/προνόμιο που κουβαλούν αβίαστα στο βλέμμα και τη συνείδησή τους μερικοί άνθρωποι. Σταδιακά κέρδισε την εμπιστοσύνη του ιδιοκτήτη του εργοστασίου που εργάζεται, ανέβηκε στην πυραμίδα εξουσίας, και τώρα περιμένει να πάρει τα κλειδιά της διεύθυνσης. Αν όμως στην επαγγελματική του ζωή έδειξε πίστη, πειθαρχία κι επιμονή, στην προσωπική του έφευγε. Αφηνε πίσω σχέσεις, υποσχέσεις, συντρόφους. Ολες οι πρώην του αισθάνονται προδομένες. Ενας άντρας που φροντίζει με επιμέλεια το bonsai δεντράκι που κρατά στο κομοδίνο του, αλλά όχι τις γυναίκες που κρατά αγκαλιά στο κρεβάτι του. Ενα γύρισμα της τύχης όμως τον φέρνει αντιμέτωπο με το παρελθόν και τον εαυτό του. Γίνεται φορέας ενός νέου κι άκρως επικίνδυνου ιού, που οι γιατροί ακόμα δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν. Ο ιός μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, μεταλλάσσεται γοργά και καταλήγει θανατηφόρος, αλλά μόνο για τις γυναίκες. Η viral επιδημία έχει εξαπλωθεί μέσα σε λίγες μέρες σε όλο τον κόσμο - γυναίκες πεθαίνουν στους δρόμους, στα αυτοκίνητα, στα γραφεία. Οι άντρες όχι. Παραμένουν μόνο φορείς. Ο Αρης είναι η μοναδική ελπίδα για τη δημιουργία ενός εμβολίου. Αρκεί, γυρνώντας προς τα πίσω, να ξανασυναντήσει όλες τις γυναίκες της ζωής του και να ανακαλύψει ποια σύντροφός του τον κόλλησε αρχικά. Εκείνες τον μισούν. Εκείνος, δεν θέλει να γίνει δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουν για κάτι πολύ σοβαρό. Οκτώ χρόνια πριν, ο Γιώργος Γεωργόπουλος είχε αποδείξει με το «Tungsten» το διορατικό, καυστικό του βλέμμα, παρασύροντάς μας σ' ένα Αποκαλυπτικό οδοιπορικό σε μία Αθήνα που η πίεση και η βία χτυπά υψηλές θερμοκρασίες. Σήμερα, επιστρέφει για να αποδείξει ότι είναι πράγματι ένας αξιόλογος χειριστής της κινηματογραφικής γλώσσας. Κατασκευάζει ένα δυστοπικό σύμπαν και παραδίδει μία καυστική κατάμαυρη κωμωδία που λέει τα πιο σοβαρά, δυσάρεστα πράγματα για την ανθρώπινη φύση και τις μοντέρνες σχέσεις. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία. Π.Λ.

entwined

Entwined του Μίνωα Νικολακάκη

Ο Πάνος, νεαρός γιατρός, εγκαθίσταται σε ένα ορεινό χωριό για να κάνει το αγροτικό του. Η τυχαία συνάντηση με μια παράξενη κοπέλα τον οδηγεί στην απομονωμένη μέσα στο δάσος καλύβα της. Εκείνη, πάσχουσα από μια εκφυλιστική δερματική ασθένεια, ζει εκεί σε απόλυτη αρμονία με τη φύση, αφοσιωμένη στη φροντίδα ενός εξίσου αινιγματικού γηραιού «δυνάστη». Εκείνος, αποφασισμένος να τη θεραπεύσει, αγνοεί τις προειδοποιήσεις των δεισιδαιμόνων χωρικών και παθιάζεται όλο και περισσότερο με το μυστήριό της. Σωστότερα, «περιτυλίγεται» -όπως αποδίδεται ο τίτλος- όλο και πιο ασφυκτικά στην εντροπία της, στο πλαίσιο ενός παραμυθιού που βάζει το παρόν να συναντάται με το παρελθόν, το φαίνεσθαι με το είναι, τον ορθολογισμό με τη μεταφυσική, τον ανθρώπινο πολιτισμό με την αρχέγονη φύση, το θρίλερ φαντασίας με το ερωτικό δράμα. Διασκευαστής θαρρείς ενός αρχαίου αφηγηματικού ποιήματος, ο Μίνωας Νικολακάκης ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στα δίπολα. Κι αν ο μύθος του παραφορτώνεται σε αναφορές από ένα σημείο κι έπειτα –παρενέργεια της φιλοδοξίας κάθε σκηνοθέτη που θέλει να τα δώσει όλα με την πρώτη του δουλειά μεγάλου μήκους-, προσφέρει εντούτοις τα εχέγγυα για έναν δεινό ακροβάτη που αξίζει οπωσδήποτε προσοχής. Ρ.Ε.

εξορία 607

Εξορία του Βασίλη Μαζωμένου

Τρία χρόνια μετά τις «Γραμμές», το σύμπαν του Βασίλη Μαζωμένου είναι και πάλι εδώ, σ' ένα φιλμ πιο φιλόδοξο, πιο υπερβατικό, αλλά με όλα τα γνώριμα χαρακτηριστικά του σκηνοθέτη του: πολιτικός λόγος, ανθρωπιστική αγωνία, αισθαντική δραματοποίηση, υφάσματα και ριχτάρια που δίνουν θεατρικότητα σε φυσικούς χώρους. Η «Εξορία» βλέπεται από την αντίθετη πλευρά του καθρέφτη (της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας). Ο ήρωας, ο Αρις ή ο Κανένας (Nobody), βρίσκεται εξόριστος, υπό διωγμό, στην ίδια του τη χώρα: για να επιβιώσει μπαίνει σε κάθε είδους underground περιπέτειας, από το να γίνει υπηρέτης της Μις Αντζελας ή ν' αναγκαστεί στην αυτοτιμωρία και τη σεξουαλική υποταγή, ως το να γίνει θεατής και συμμετέχων σ' ένα κιουμπρικ-ικό όργιο με συνοδοιπόρους τη Μάγια τη Μέλισσα, τη Χιονάτη και τον Μπομπ τον Σφουγγαράκη. Από την πλευρά της αισθητικής, ο Μαζωμένος τολμά απαιτητικές επιλογές, σαν τα αντονιονικά γενικά και το slow motion, που συνδέονται δύσκολα με την προφανή έλλειψη budget της ταινίας, με τα αυτοσχέδια σκηνικά (και το κεφάλι από κατσικάκι στην πιατέλα που κάνει μίνιμουμ δύο εμφανίσεις), τη συχνά-πυκνά καμμένη (από τον ήλιο και των καύσωνα της ενοχής) φωτογραφία. Οι ερμηνείες δεν βοηθιούνται από το γεγονός πως οι περισσότεροι διάλογοι, είτε για να τονιστεί η παγκοσμιότητα της ιστορίας, είτε για να διευκολυνθεί η διεθνής καριέρα της ταινίας, εκφέρονται στα αγγλικά με ελληνική προφορά. Η επιθυμία του Μαζωμένου να μιλήσει για την επόμενη μέρα της ελληνικής κοινωνίας είναι σεβαστή, ο κόσμος του γκροτέσκ παραμυθιού με στοιχεία αρχαιοελληνικής μυθολογίας που δημιουργεί αποτυπώνει μια αναγνωρίσιμη κινηματογραφική γλώσσα, αλλά το ίδιο το φιλμ υπονομεύεται από την κατασκευή του. Ευτυχώς, στιγμές διασώζονται από έναν αυτοσαρκασμό και ατάκες μένουν στη μνήμη, με κορυφαίο το «I love nobodies but I like bodies too». Λ.Γ.


ΞΕΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ

tomorrow i will cross

Αύριο Περνάω Απέναντι της Σεπιντέ Φαρσί

Μία αστυνομικός δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις της στην Αθήνα της κρίσης: έχει την ευθύνη της ηλικιωμένης μητέρας της που χρειάζεται 24ωρη φροντίδα στο σπίτι και της έφηβης κόρης της, της οποίας έχει εξ ολοκλήρου την κηδεμονία. Οταν γίνονται περικοπές στο τμήμα της, δέχεται να πάρει μετάθεση στη Λέσβο, στους προσφυγικούς καταυλισμούς και τις περιπολίες. Εκεί γνωρίζεται με έναν νεαρό Σύριο, ο οποίος έχει ξεφύγει από το βομβαρδισμένο του τόπο κουβαλώντας τους εφιάλτες του. Η βάρκα που τους μετέφερε βούλιαξε, ένα μικρό αγοράκι πνίγηκε και οι ελληνικές αρχές τον συνέλαβαν μπερδεύοντάς τον με τον παράνομο λαθρέμπορο. Οι δυο τους θα ξεκινήσουν μία απρόσμενη σχέση. Πολλά τους χωρίζουν, αλλά ακόμα περισσότερα τους ενώνουν: εκείνος έχει χάσει την πατρίδα και την οικογένεια του, ενώ εκείνη πληροφορείται ότι η κόρη της το έσκασε κι αγνοείται. Μία επίκαιρη και σημαντική ιδέα καταστρέφεται στα χέρια της Σεπιντέ Φαρσί, η οποία, ενώ φαίνεται να διαθέτει και το μπάτζετ και τα locations και την Μαρίσσα Τριανταφυλλίδη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τα ξοδεύει όλα άσκοπα. Το σενάριο δεν έχει καμία ένταση, δεν ολοκληρώνει καμία του σκέψη, δεν επικοινωνεί την αναγκαιότητα αυτής της ιστορίας. Οι ήρωες συμπεριφέρονται με ασυνέπεια, οι ψυχολογικές τους αντιδράσεις είναι αμήχανες και ποζάτες - λες και οι απώλειες που βιώνουν δεν είναι τραγωδίες, αλλά απλοί χωρισμοί. Κι είναι κρίμα - γιατί η κάμερα της Φαρσί που περιδιαβαίνει με ένα ντοκιμαντερίστικο βλέμμα στους κατεστραμμένους τόπους θα μπορούσε να αφηγηθεί κάτι πολύ δυνατό. Αν υπήρχε ειλικρίνεια κι όχι τουριστική διάθεση στο βλέμμα της, σωστή καθοδήγηση στους ηθοποιούς της κι ένα σενάριο που θα μπορούσε να περάσει την ιστορία του απέναντι, στον θεατή. Π.Λ

Common Birds

Common Birds των Σίλβια Μαλιόνι και Γκράεμ Τόμσον

Ο Τάσος και ο Κώστας, δύο Αθηναίοι που δεν θέλουν πλέον να πληρώνουν τα χρέη τους, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πόλη τους. Καθοδηγούμενοι από ένα μυστηριώδες κάλεσμα κορακιού, περπατάνε μέσα από το αστικό περιβάλλον, ώσπου φτάνουν σε μια ζώνη που αποτελεί πέρασμα από όπου μεταφέρονται σε ένα αρχαίο δάσος: το βασίλειο των πτηνών. Εδώ, συναντούν την Hoopoe, που είναι κατά το ήμισυ πτηνό και κατά το ήμισυ γυναίκα, η οποία τους μαθαίνει πώς ζουν τα πουλιά, μοιράζοντας μεταξύ τους τα αγαθά και τις μαγικές δυνάμεις του δάσους. Ωστόσο, ένας άνδρας έχει άλλα σχέδια για τα πουλιά. Μια άβολη, αλλά ιδιαίτερα διαφωτιστική συνάντηση θα τελεστεί ανάμεσα στα είδη. Ο,τι διαβάζετε παραπάνω είναι η επίσημη σύνοψη της ταινίας των Σίλβια Μαλιόνι και Γκράεμ Τόμσον, καλλιτεχνών με έδρα το Παρίσι που πειραματίζονται εδώ και χρόνια πάνω στη φόρμα της κινούμενης εικόνας και σε νέες αναγνώσεις κλασικών κειμένων. Αν δεν το διαβάζατε δεν θα καταλαβαίνατε τίποτα απ' ότι συμβαίνει σε ένα (ας το πούμε πειραματικό για να συνεννοηθούμε) φιλμ όπου δύο άνθρωποι περιφέρονται στην Αθήνα αρχικά, σε ένα δάσος στη συνέχεια ενώ απαγγέλουν τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη στο αρχαίο κείμενο και προσπαθούν να μάθουν την ισπανικής προέλευσης γλώσσα silbo gomero που αποτελείται από ήχους που σφυρίζονται. Διασχίζοντας όλη τη διαδρομή ανάμεσα στο common του τίτλου και στο αδιάφορο που τελικά είναι, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να δικαιολογήσει μια άσκηση που μοιάζει σαν πρόβα για ένα μελλοντικό έργο τέχνης, η οποία όχι μόνο δεν έχει την παραμικρή επαφή με το κείμενο από το οποίο προφασίζεται ότι εμπνεέεται, αλλά σχεδόν δεν μπορεί να σταθεί ούτε ως art project, σίγουρα όχι στο ύψος της οικολογικής, πνευματικής αλλά και μεταφυσικής αίσθησης που έχουν οι υπότιτλοι - μετάφραση του σφυρίγματος στα τελευταία - ίσως πραγματικά τα μόνα που κάτι που βγάζει νόημα - λεπτά της (ας το πούμε απλά για να συννενοηθούμε) ταινίας. Μ.Κ.


ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΤΙΑ

Meltem 607

Meltem του Βασίλη Δογάνη

Οπως ο βορειοδυτικός άνεμος το καλοκαιρινό Αιγαίο, έτσι και το βλέμμα της Δάφνης Πατακιά ζώνει σα μελτέμι τη φερώνυμη ελληνογαλλική συμπαραγωγή του πρωτοεμφανιζόμενου στη μεγάλου μήκους Βασίλη Δογάνη. Μια διαπεραστική καφεπράσινη ματιά που εκπέμπει επιδέξια κάθε εκδήλωση του θυμικού της Ελενας, Ελληνογαλλίδας που επιστρέφει στο σπίτι της στη Λέσβο έναν χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας της αποφασισμένη, κόντρα στις επιφυλάξεις του πατριού της (Αρης Σακελλαρίου), να το πουλήσει για να στήσει στο νησί μια καντίνα συνεταιρικά με τους δυο Γάλλους φίλους που έφερε παρέα. Το ότι οι φίλοι αυτοί είναι καταγωγής αλγερινής ο ένας και σενεγαλέζικης ο άλλος, και ο πατριός καθηγητής βιολογίας συνεργαζόμενος με τις Αρχές σε έρευνες DNA, διευκολύνουν προφανέστατα την εξέλιξη και τις αναγωγές της ιστορίας, στην οποία θα προστεθεί σύντομα κι ένας ορφανεμένος Σύρος πρόσφυγας –άλλο ένα βολικότατο δραματουργικό εργαλείο για να σκιτσαριστεί αφενός το προσφυγικό αδιέξοδο της Μυτιλήνης και να οδηγηθεί αφετέρου η ηρωίδα στη συνειδητοποίηση/συμφιλίωση/απελευθέρωση που θα σφραγίσουν και την οριστική της ενηλικίωση. Παρά τις προφανείς κατευθύνσεις της πάντως, η φιλμική αυτή τραμουντάνα σε δροσίζει ευχάριστα με την αφηγηματική της συνέπεια, την εκφραστικότητα της πρωταγωνίστριάς της και τις αποστάσεις που όσο μπορεί κρατά από την τουριστικού τύπου γραφικότητα. Ρ.Ε.


Το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα διεξαχθεί φέτος από τις 31 Οκτωβρίου μέχρι και τις 10 Νοεμβρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβούν μέσα κι έξω από τις σκοτεινές αίθουσες.