Ο Αρης είναι ένας 35χρονος που μεγάλωσε με τη βεβαιότητα ότι η ζωή του ανήκει. Αυτό το γνωστό δικαίωμα/προνόμιο που κουβαλούν αβίαστα στο βλέμμα και τη συνείδησή τους μερικοί άνθρωποι. Σταδιακά κέρδισε την εμπιστοσύνη του ιδιοκτήτη του εργοστασίου που εργάζεται, ανέβηκε στην πυραμίδα εξουσίας, και τώρα περιμένει να πάρει τα κλειδιά της διεύθυνσης. Αν όμως στην επαγγελματική του ζωή έδειξε πίστη, πειθαρχία κι επιμονή, στην προσωπική του έφευγε. Αφηνε πίσω σχέσεις, υποσχέσεις, συντρόφους. Ολες οι πρώην του αισθάνονται προδομένες. Ενας άντρας που φροντίζει με επιμέλεια το bonsai δεντράκι που κρατά στο κομοδίνο του, αλλά όχι τις γυναίκες που κρατά αγκαλιά στο κρεβάτι του.
Ενα γύρισμα της τύχης όμως τον φέρνει αντιμέτωπο με το παρελθόν και τον εαυτό του. Γίνεται φορέας ενός νέου κι άκρως επικίνδυνου ιού, που οι γιατροί ακόμα δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν. Ο ιός μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, μεταλλάσσεται γοργά και καταλήγει θανατηφόρος, αλλά μόνο για τις γυναίκες. Η viral επιδημία έχει εξαπλωθεί μέσα σε λίγες μέρες σε όλο τον κόσμο - γυναίκες πεθαίνουν στους δρόμους, στα αυτοκίνητα, στα γραφεία. Οι άντρες όχι. Παραμένουν μόνο φορείς. Ο Αρης είναι η μοναδική ελπίδα για τη δημιουργία ενός εμβολίου. Αρκεί, γυρνώντας προς τα πίσω, να ξανασυναντήσει όλες τις γυναίκες της ζωής του και να ανακαλύψει ποια σύντροφός του τον κόλλησε αρχικά. Εκείνες τον μισούν. Εκείνος, δεν θέλει να γίνει δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουν για κάτι πολύ σοβαρό.
Οκτώ χρόνια πριν, ο Γιώργος Γεωργόπουλος είχε αποδείξει με το «Tungsten» το διορατικό, καυστικό του βλέμμα, παρασύροντάς μας σ' ένα Αποκαλυπτικό οδοιπορικό σε μία Αθήνα που η πίεση και η βία χτυπά υψηλές θερμοκρασίες. Σήμερα, επιστρέφει για να αποδείξει ότι είναι πράγματι ένας αξιόλογος χειριστής της κινηματογραφικής γλώσσας. Κατασκευάζει ένα δυστοπικό σύμπαν και παραδίδει μία καυστική κατάμαυρη κωμωδία που λέει τα πιο σοβαρά, δυσάρεστα πράγματα για την ανθρώπινη φύση και τις μοντέρνες σχέσεiς.
Είμαστε στο άμεσο μέλλον, ή σ' ένα παρόν που μας έχει αιφνιδιάσει και δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα; Πάντως οι άνθρωποι συνομιλούν πια μέσα από gadgets, συσκευές, κινητά τηλέφωνα κι οθόνες. Οσο περισσότεροι οι τρόποι να μιλήσεις, τόσο λιγότερη η επικοινωνία. Η ανάγκη βέβαια παραμένει: ο άνθρωπος θέλει να εκφραστεί (σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και να γράψει μελό ποιήματα), λαχταρά να αγαπηθεί, να ανταλλάξει σωματικά υγρά κι όνειρα, να μοιραστεί ένα τσιγάρο στο κρεβάτι αμέσως μετά. Ταυτόχρονα όμως, δε θέλει πολλά πολλά. Ο κακομαθημένος, τρομαγμένος σου εγωισμός που δε θέλει δεσμεύσεις θα στείλει την σύντροφό σου στο παγωμένο μπαλκόνι να καπνίσει μόνη. Οχι γιατί ζεις με λάβαρο το σωστό, αλλά γιατί βολεύει να κρύβεσαι πίσω από το correct.
Εμείς, συναντάμε τον ήρωα, τη στιγμή που ξυπνά μέσα στον εφιάλτη του: δεν έχει πια από πουθενά να κρυφτεί. Πρέπει να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τις αδικίες και τον πόνο που προκάλεσε. Ξεκινά ένα ταξίδι δρόμου, κυριολεκτικό και εσωτερικό, όπου τον χάρτη κρατούν οι ενοχές του. «Τι πίστευες;» ρωτά μία από τις πρώην συντρόφους του (μία -όπως πάντα- εξαιρετική Κόρα Καρβούνη) κρατώντας την κάννη της καραμπίνας της στον κρόταφό του. «Οτι θα μου κατέστρεφες τη ζωή και θα έφευγες - έτσι απλά; Ατιμώρητα;»
Ο Γεωργόπουλος όμως δεν έχει διάθεση διδακτισμού ή σοβαροφάνειας. Η ταινία είναι κωμωδία (με κάποιες ιδέες να πετυχαίνουν περισσότερο και κάποια ευρήματα λιγότερο) που σαρκάζει την υποκρισία και την κατάντια μας. Γελάς με τον ήρωα του Μουρίκη, ο οποίος μετά από έναν καρκίνο στον λάρυγγα έχασε τη φωνή του, αλλά όχι την ρομαντική του διάθεση να απαγγέλει ποίηση μέσω τεχνητής συσκευής. Γελάς με το μέγεθος του αντρικού ζεμανφουτισμού που δεν έχει όρια (ο Ομηρος Πουλάκης δέχεται στωικά να κουβαλήσει τον κωλοπαιδισμό του ήρωα, χαρίζοντάς του μια μελαγχολική ανθρωπιά). Γελάς με την εκδίκηση των γυναικών (η πένα των Φακίνου-Γεωργόπουλου αποδεικνύεται ξεκάθαρα φεμινιστική στον τρόπο που αποκαλύπτει ποιος πληρώνει το τίμημα). Ολοι γελάμε με τα gags ή την επίτηδες περίεργη κι επιτηδευμένη εκφορά των διαλόγων - όπως πάντα γελάμε, από αμηχανία, όταν πέφτουμε και τρώμε τα μούτρα μας. Αλλά όταν κοιτάμε το τραύμα, μάς κόβεται το γέλιο.
Κι ο Γεωργόπουλος θα μάς εμπνεύσει να κοιτάξουμε το τραύμα. Και τις συνέπειές του. Μία απίστευτη αίσθηση μοναξιάς κυριαρχεί σε κάθε σκηνή. Από τη γεωμετρία των πλάνων που τοποθετούν τον ήρωα στο κέντρο μιας ερημιάς - τα location, εξαιρετικά επιλεγμένα από τον σκηνοθέτη, αλλά και υπέροχα φωτισμένα και κινηματογραφημένα από τη διευθύντρια φωτογραφίας του Χριστίνα Μουμούρη, είναι από μόνα τους ένας ακόμα χαρακτήρας. Ερημώσαμε, τα αφήσαμε όλα να χάσουν τη ζωή, την ενέργειά τους. Εγκαταλείψαμε τα Λούνα Παρκ μας. Είμαστε μόνοι. Δεν ξυπνήσαμε έγκαιρα. Και τώρα ένας ιός μάς εξοντώνει. Και φταίμε εμείς.
Οχι, η ταινία δεν είναι τέλεια - μπορεί να αργεί λίγο να πάρει μπρος, να έχει σε σημεία πρόβλημα ρυθμού, να μοιάζει κουμπωμένη σε στιγμές, αγκυλωμένη. Ομως δεν μπορείς να αγνοήσεις το ξεχωριστό βλέμμα του Γιώργου Γεωργόπουλου. Πόσο ευχάριστο που ένας σκηνοθέτεη έχει ιδέες, ταλέντο και μία ξεχωριστή κινηματογραφική γλώσσα στην οποία επιτρέπουμε και τις πιο δυσάρεστες αλήθειες...