[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]
Δεν έχει σημασία πώς κάποιος παίρνει την απόφαση να κάνει μια ταινία για μια παρέα που μεγαλώνει στην Αθήνα, βάζοντας στο κέντρο της έναν ήρωα που προσπαθεί να πείσει όλους ότι δεν είναι μυθομανής κι ότι έχει δει στην πραγματικότητα ένα πύραυλο σε μια στρατιωτική βάση.
Οι ωραιότερες ιδέες, αυτές που διαχρονικά γέννησαν τις ωραιότερες ιστορίες (στο σινεμά, τη λογοτεχνία, τη μουσική...) υπήρξαν πάντα αυθόρμητες, τρελές, ριψοκίνδυνες, ασυνείδητες, ιδέες που ξεκινούν από κάπου πολύ προσωπικά κι όμως μπορούν να εκτοξευθούν στο συλλογικό συνειδητό για να καταλήξουν να ανήκουν τελικά σε όλους. Ιδέες που λειτουργούν μόνο όταν κρύβουν έστω και βαθιά μέσα τους ένα βίωμα που ο φορέας του μοιάζει έτοιμος να (το) μοιραστεί και που η συμβολική τους διάσταση δεν αργεί να γίνει κι αυτή μέρος της πραγματικότητας.
Τα υπόλοιπα είναι θέμα ταλέντου, κινηματογραφικής ματιάς, αφηγηματικής δεινότητας και ακόμη περισσότερης τόλμης, πράγματα που είναι ολοφάνερο ότι φέρει σε διαφορετικές κι όχι πάντα σε σωστές δόσεις κάθε φορά ο Στέφανος Σιταράς στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, ταινία που γύριζε τα τελευταια τέσσερα χρόνια, με ήρωες την ίδια του την παρέα και πιο δυνατά του όπλα τον ερασιτεχνισμό που προσπαθεί να μην γείρει προς τον χαβαλέ και την έλλειψη μέσων που καλύπτεται έξυπνα από ακόμη περισσότερες τολμηρές ιδέες.
Με μια έμφυτη έφεση στους φυσικούς διαλόγους, την κωμωδία και τη διεύθυνση των ηθοποιών-φίλων του, ο Σιταράς αποφεύγει μονομιάς τα κακώς κείμενα κάθε μικρής, χειροποίητης ταινίας που φτιάχνει μια παρέα στον ελεύθερό της χρόνο. Ο «Πύραυλος» παραμένει άτεχνος και αυτοσχεδιαστικός και είναι λίγες στιγμές που ξεφεύγει περισσότερο από το ήδη παραπάνω από το μέσο όρο παρόμοιων προσπαθειών που έχουμε δει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό do it yourself σινεμά.
Εκεί όμως, στο λίγο παραπάνω από το μέσο αυτό όρο, είναι μια υπέροχη ταινία που σε κάνει να γελάς, να αγωνιάς, να εκπλήσσεσαι, να μελαγχολείς και να γυρίσεις αναπόφευκτα κάπου πίσω, όταν έκλεισες τη δική σου πόρτα στην εφηβική αθωότητα και κατάλαβες επιτέλους πως αυτό που είναι το πιο σημαντικό δεν είναι να δείξεις στους άλλους αυτό που εσύ βλέπεις για να σε πιστέψουν, αλλά να είσαι τόσο σίγουρος για αυτό που έχεις δει ώστε κανείς να μην έχει καμία αμφιβολία ότι το είδες.
Στο ρόλο ενός σχεδόν συγκινητικού μαγκάφιν που δεν έχει σημασία αν υπάρχει τελικά ή όχι, ο πύραυλος που έχει δει ο Στάθης γίνεται κάτι σαν το ιερό δισκοπότηρο για όλη την παρέα, καθώς ο χρόνος περνάει, φιλίες και έρωτες χάνονται εκεί που δεν το καταλαβαίνεις και τίποτα δεν θα μπορέσει να μείνει ίδιο για κανέναν.
Ιδιο μαγκάφιν, συγκινητικό και με την αίσθηση της έκπληξης, είναι και ο ίδιος ο «Πύραυλος» του Στέφανου Σιταρά που εκτελεί χρέη παραγωγού, σκηνοθέτη, σεναριογράφου, φωτογράφου, μοντέρ, υπεύθυνου για τα σκηνικά, τα κοστούμια, το μακιγιάζ. Θα πρέπει να φτάσεις με τη φυσικότητα που το κάνει ο δημιουργός του στους τίτλους τέλους για να καταλάβεις πως, κρατώντας ζωντανή τη διάθεση μιας βιωματικής «κωμωδίας» που αποτελείται κατά βάση από παρεϊστικές σκηνές, ο νεαρός σκηνοθέτης έχει βρει το χώρο να χτίσει μια πανέξυπνα φωτισμένη με φακούς smartphones σκηνή αγωνίας, να σταματήσει το χρόνο της ταινίας του για να αφηγηθεί μια τόσο τρυφερά σκληρή ιστορία αγάπης, να μεταφέρει ένα αίσθημα τρόμου αλλά και άμυνας απέναντι στην απώλεια (κάθε είδους) και κυρίως να μιλήσει με ειλικρινή διάθεση αναζήτησης για το ίδιο το κινηματογραφικό βλέμμα - αυτό που βλέπουμε, αυτό που έχουμε ανάγκη να δούμε, αυτό που πρέπει με κάποιο τρόπο να πείσουμε τους άλλους ότι βλέπουμε.
Μια αναγκαία και λυτρωτική διαδικασία ενηλικίωσης, δηλαδή. Μέσα κι έξω από το σινεμά.